Τι σημαίνει το sexual στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης sexual στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του sexual στο Αγγλικά.
Η λέξη sexual στο Αγγλικά σημαίνει σεξουαλικός, αγαμία, έχω σεξουαλικές σχέσεις, έχω σεξουαλικές σχέσεις με κπ, ασεξουαλικός, ανερωτικός, σεξουαλική κακοποίηση, σεξουαλικές προτάσεις, σεξουαλική κακοποίηση, ερωτική έλξη/επιθυμία, ερωτικός/σεξουαλικός πόθος, σεξουαλική ανάπτυξη, διαστροφή, αποκλίνουσα σεξουαλική συμπεριφορά, ερωτική διέγερση, ερωτικό πάθος, σεξουαλική ελευθερία/ελευθεριότητα, ανεκτικότητα, σεξουαλική παρενόχληση, σεξουαλικό υπονοούμενο, συνουσία, ερωτική πράξη, ερωτικό πάθος, συνουσία, ερωτική πράξη, δράστης σεξουαλικού αδικήματος, σεξουαλικό αδίκημα, σεξουαλικός προσανατολισμός, ερωτική διέγερση, ερωτικό πάθος, διαστροφή, αποκλίνουσα σεξουαλική συμπεριφορά, ερωτική διέγερση/ικανοποίηση/απόλαυση, σεξουαλικές πράξεις, σεξουαλικές προτιμήσεις, ερωτικές σχέσεις, σεξουαλική αναπαραγωγή, σεξουαλική επανάσταση, σεξουαλική ανάγκη. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης sexual
σεξουαλικόςadjective (relating to sex) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Polly whispered sexual suggestions in Matthew's ear. |
αγαμίαnoun (uncountable (celibacy) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) In a lot of religions, priests are expected to practise sexual abstinence. |
έχω σεξουαλικές σχέσειςverbal expression (have sex) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The DNA test will tell if they had sexual relations. |
έχω σεξουαλικές σχέσεις με κπverbal expression (have sex) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Police say they have arrested a teacher for having sexual relations with students. |
ασεξουαλικός, ανερωτικόςadjective (not involving sex, asexual) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
σεξουαλική κακοποίησηnoun (indecent assault) Jacobs is facing a charge of sexual abuse. |
σεξουαλικές προτάσειςplural noun (attempts to initiate a sexual act) |
σεξουαλική κακοποίησηnoun (abuse or violence of a sexual nature) |
ερωτική έλξη/επιθυμίαnoun (physical desire for [sb]) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) She felt a sexual attraction towards the mysterious stranger. |
ερωτικός/σεξουαλικός πόθοςnoun (lust) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
σεξουαλική ανάπτυξηnoun (process of reaching physical maturity) |
διαστροφή, αποκλίνουσα σεξουαλική συμπεριφοράnoun (perversion) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ερωτική διέγερση, ερωτικό πάθοςnoun (passion, arousal) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
σεξουαλική ελευθερία/ελευθεριότητα, ανεκτικότηταnoun (tolerance, permissiveness) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The 1960s were a time of increased sexual freedom. |
σεξουαλική παρενόχλησηnoun (unwelcome sexual attentions) |
σεξουαλικό υπονοούμενοnoun (suggestive remarks, double entendre) |
συνουσία, ερωτική πράξηnoun (act of having sex) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ερωτικό πάθοςnoun (physical passion) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
συνουσία, ερωτική πράξηnoun (intercourse, sex) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
δράστης σεξουαλικού αδικήματοςnoun ([sb] convicted of a sex crime) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σεξουαλικό αδίκημαnoun (crime of a sexual nature) |
σεξουαλικός προσανατολισμόςnoun (sexual preference) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
ερωτική διέγερση, ερωτικό πάθοςnoun (physical excitement) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
διαστροφή, αποκλίνουσα σεξουαλική συμπεριφοράnoun (deviant sexual desire or behaviour) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) One person's idea of sexual perversion might seem perfectly normal to somebody else. |
ερωτική διέγερση/ικανοποίηση/απόλαυσηnoun (stimulation, enjoyment of sex) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) She received little sexual pleasure from the relationship. |
σεξουαλικές πράξειςplural noun (sex acts) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
σεξουαλικές προτιμήσειςnoun (orientation: attraction to men or women) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The participants were asked to indicate their sexual preference in the survey. |
ερωτικές σχέσειςplural noun (intercourse, sex) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I did not have sexual relations with that woman. |
σεξουαλική αναπαραγωγήnoun (procreation) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
σεξουαλική επανάστασηnoun (increase in permissiveness) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The availability of contraception led to the more liberal attitudes that characterized the sexual revolution. |
σεξουαλική ανάγκηnoun (lustful desire) The sexual urge is necessary to the continuation of our species. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του sexual στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του sexual
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.