Τι σημαίνει το academic στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης academic στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του academic στο Αγγλικά.

Η λέξη academic στο Αγγλικά σημαίνει ακαδημαϊκός, ακαδημαϊκός, θεωρητικός, φιλομαθής, ακαδημαϊκός, ακαδημαϊκός, πανεπιστημιακό πτυχίο, ακαδημαϊκή ελευθερία, ακαδημαϊκό ίδρυμα, αναλυτική βαθμολογία, ακαδημαϊκό έτος, μη ακαδημαϊκός, μη ακαδημαϊκός, επαγγελματικός. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης academic

ακαδημαϊκός

adjective (of school)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Leslie is more interested in sports than in academic pursuits.
Η Λέσλυ ενδιαφέρεται περισσότερο για τα αθλήματα παρά για ακαδημαϊκές ενασχολήσεις.

ακαδημαϊκός, θεωρητικός

adjective (theoretical)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Lee's knowledge on the subject is purely academic; he has no practical experience.
Οι γνώσεις του Λη στο θέμα είναι εντελώς θεωρητικές. Δεν έχει καθόλου πρακτική εμπειρία.

φιλομαθής

adjective (person: intellectual, studious)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Chelsea was always academic, and it was unsurprising when she was accepted at a top university.
Η Τσέλσυ ήταν πάντοτε μελετηρή και δεν προκάλεσε έκπληξη το γεγονός ότι τη δέχθηκαν σε ένα κορυφαίο πανεπιστήμιο.

ακαδημαϊκός

adjective (courses, skills: intellectual)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
History is considered an academic subject, while plumbing classes are more vocational.
Η ιστορία θεωρείται ακαδημαϊκό μάθημα, ενώ τα μαθήματα για υδραυλικούς ανήκουν στο πεδίο της επαγγελματικής κατάρτισης.

ακαδημαϊκός

noun (professor)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
The life of an academic can be stressful.
Η ζωή των ακαδημαϊκών μπορεί να είναι αγχώδης.

πανεπιστημιακό πτυχίο

noun (university qualification)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
An academic degree looks good on paper, but you learn more on the job. An academic degree doesn't make you smart.
Ένα πανεπιστημιακό πτυχίο είναι κάτι θεωρητικά καλό, αλλά μαθαίνεις περισσότερα με τη δουλειά. Ένα πανεπιστημιακό πτυχίο δεν σε κάνει έξυπνο.

ακαδημαϊκή ελευθερία

noun (education: freedom of speech)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ακαδημαϊκό ίδρυμα

noun (school, university, etc.)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Online correspondence schools have begun to gain respectability as academic institutions.

αναλυτική βαθμολογία

noun (record of study)

ακαδημαϊκό έτος

noun (annual teaching period)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The academic year begins in September.

μη ακαδημαϊκός

adjective (not related to school studies)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

μη ακαδημαϊκός

adjective (not scholarly in language, style)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

επαγγελματικός

adjective (vocational)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του academic στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του academic

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.