Τι σημαίνει το fechar στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης fechar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του fechar στο πορτογαλικά.

Η λέξη fechar στο πορτογαλικά σημαίνει κλείνω, κλείνω, ολοκληρώνομαι, κλείνω, κλείνω, κλείνω, κλείνω, κλείνω, κλείνω, κατεβαίνω, κλείνω, κλείνω, κλείνω, κλείνω, κλείνω, κλείνω, διακόπτω λειτουργία, βάζω λουκέτο, περιφράσσω, περικλείω, ξαναβιδώνω, κλείνω, κλείνω κπ/κτ σε κτ, εμποδίζω τη λειτουργία, κλείνω, τελειώνω, κλείνω, κλείνω, κλείνω, κατεβάζω, κλείνω, είμαι ισοσκελισμένος, είμαι το πρώτο όνομα, κουμπώνω, ολοκληρώνω, σφίγγω, απομονώνομαι, κολλώ με ταινία, κλείνω, διακόπτω λειτουργία,βάζω λουκέτο, κανονίζω, κλείνω, κλείνω, σταματάω, παύω, διακόπτομαι, διπλώνω, κάνω σφήνα σε κπ, χώνομαι σε κπ, -, πετάγομαι μπροστά, χώνομαι, αναβάλλω, αναστέλλω, διακόπτω, κουμπώνω, κλείνω κτ διπλώνοντας, μαζεύω, διπλώνω, δε βγάζω μιλιά, δε λέω κουβέντα, το ράβω, το βουλώνω, γιατρεύομαι, γιάνω, στεγανοποιώ, σφραγίζω, κλείνω, μανταλώνω, σφραγίζω, η ώρα που κλείνει, κοιτάζω και από την άλλη πλευρά, κλείνω τις πόρτες, αποκλείω, κλείσε τα μάτια, κλειδώνω επιτόκιο, παγώνω επιτόκιο, πουλάω, πουλώ, κλείνω, βάζω λουκέτο σε, κλείνω τα μάτια, ζητάω τον λογαριασμό, δίνω τα χέρια, μένω σταθερός στις απόψεις μου, κόβω τις γέφυρες, πλησιάζω, παίρνω σκληρότερα μέτρα, κλείνω, κουμπώνω, όταν κλείνουν νωρίς τα μαγαζιά, σκάω, η ώρα που κλείνουν οι παμπ, κάνω τα στραβά μάτια, κάνε πως δεν βλέπεις, αγνόησε, κάνω πως δεν βλέπω, κλείνω τα μάτια, κλειδώνω, κλείνω απ'έξω, παίρνω αυστηρά μέτρα εναντίον, κατσουφιάζω, δεν βγάζω λέξη για κτ, τσακώνω, πιάνω, μάτι, αφήνω το δωμάτιο, κλείνω το κύκλωμα, κλείνω, κλείνω με φερμουάρ, βλέπω τα ραδίκια ανάποδα, πάω στα θυμαράκια, κλείνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης fechar

κλείνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Por favor, feche a janela.
Σε παρακαλώ κλείσε το παράθυρο.

κλείνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A porta fechou lentamente.
Η πόρτα έκλεισε αργά.

ολοκληρώνομαι

(terminar)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O processo foi fechado a tempo.

κλείνω

(encerrar atividades)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Meu restaurante preferido fechou.

κλείνω

(μαγαζί)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A loja fechava às nove horas.
Το μαγαζί έκλεισε στις 9 μμ.

κλείνω

(mercado financeiro)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O mercado fechou em alta hoje.

κλείνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
As pessoas fecharam o círculo dando as mãos.

κλείνω

verbo transitivo (μια συμφωνία)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O vendedor quer fechar o negócio hoje.

κλείνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A empresa fechou a fábrica no dia de Natal.

κατεβαίνω

(τέλος παραστάσεων)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A peça termina na segunda-feira.

κλείνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Os construtores fecharam a parede com o último tijolo.

κλείνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Os trabalhadores fecharam a estrada.

κλείνω

verbo transitivo (οριστικοποιώ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Vamos encerrar as negociações aqui.
Ας κλείσουμε τις διαπραγματεύσεις τώρα.

κλείνω

(negócios) (επιχείρηση)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Quando o médico foi morto, a clínica se viu obrigada a fechar.
Όταν ο γιατρός σκοτώθηκε, η κλινική έπρεπε να διακόψει τις εργασίες της.

κλείνω

verbo transitivo (loja)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ele fechou e contou o faturamento do dia.
Έκλεισε και μέτρησε τα έσοδα της ημέρας.

κλείνω, διακόπτω λειτουργία, βάζω λουκέτο

(επιχειρήσεις)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Planejo fechar a empresa no mês que vem.
Σκοπεύω να κλείσω την επιχείρηση τον επόμενο μήνα.

περιφράσσω, περικλείω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Χρησιμοποίησε τούβλα για να περιφράξει τον κήπο. Τον αστέρα του κινηματογράφου τον περιέκλεισαν οι σωματοφύλακες από όλες τις μεριές.

ξαναβιδώνω

(com tampa, rosquear) (κάτι σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κλείνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Estava ficando frio, por isso Mike fechou a janela.
Άρχισε να κάνει κρύο, γι' αυτό ο Μάικ έκλεισε το παράθυρο.

κλείνω κπ/κτ σε κτ

εμποδίζω τη λειτουργία

verbo transitivo (negócios) (επιχείρηση)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
A Liga Contra a Exploração das Mulheres jurou fechar a loja de pornô.
Ο Σύνδεσμος Γυναικών Κατά της Εκμετάλλευσης ψήφισε να εμποδίσει τη λειτουργία του καταστήματος ειδών σεξ.

κλείνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Adam prendeu os botões da camisa.
Ο Άνταμ κούμπωσε τα κουμπιά του πουκαμίσου του.

τελειώνω

(esporte: acabar o jogo)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κλείνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nina fechou a loja e foi para casa.
Η Νίνα έκλεισε το κατάστημα και πήγε στο σπίτι.

κλείνω

(estabelecimento comercial)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Os donos da boate fecharam por causa de reclamações sobre o barulho a noite inteira.
Οι ιδιοκτήτες του κλαμπ το έκλεισαν λόγω παραπόνων για θόρυβο καθόλη τη διάρκεια της νύχτας.

κλείνω

verbo transitivo (programa de computador)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Feche o "Word" antes de desligar o computador.
Κλείστε το Word πριν απενεργοποιήσετε τον υπολογιστή σας.

κατεβάζω

verbo transitivo (persiana, veneziana)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Barbara fechou a persiana.

κλείνω

verbo transitivo (estabelecimento comercial)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Patel estava fechando a loja quando os dois homens o atacaram.
Ο Πατέλ έκλεινε το μαγαζί όταν του επιτέθηκαν οι δύο άντρες.

είμαι ισοσκελισμένος

(financeiro)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Comecei a me preocupar quando o controle financeiro não fechava.

είμαι το πρώτο όνομα

(figurado, festival de música) (μεταφορικά)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

κουμπώνω

verbo transitivo (fecho)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ολοκληρώνω

verbo transitivo (contrato) (τη συναλλαγή)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Trocamos contratos e devemos fechar a compra da casa na próxima semana.

σφίγγω

verbo transitivo (os punhos)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

απομονώνομαι

verbo transitivo (εγω ο ίδιος)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Γιατί κλειδαμπαρώθηκες στο δωμάτιό σου; Είσαι στενοχωρημένη;

κολλώ με ταινία

(selar com fita adesiva)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κλείνω, διακόπτω λειτουργία,βάζω λουκέτο

(parar de operar)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κανονίζω

(acordo)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O estúdio de cinema conseguiu negociar um acordo com o agente de uma grande estrela de Hollywood.
Το κινηματογραφικό στούντιο κατάφερε να κλείσει μια συμφωνία με τον ατζέντη ενός μεγάλου σταρ του Χόλυγουντ.

κλείνω

(conta)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κλείνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Dobre a mesa e ponha no caminhão, por favor.

σταματάω, παύω, διακόπτομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

διπλώνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A mesa dobra para guardar facilmente.
Η καρέκλα διπλώνει για εύκολη αποθήκευση.

κάνω σφήνα σε κπ, χώνομαι σε κπ

(figurado, veículo) (ανεπίσημο)

-

(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Quando a noite caiu, ela fechou as persianas.
Όταν νύχτωσε, έκλεισε τα παντζούρια.

πετάγομαι μπροστά, χώνομαι

(BRA, veículo: cortar na frente)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O veículo me deu uma fechada.
Το όχημα πετάχτηκε μπροστά μου.

αναβάλλω, αναστέλλω, διακόπτω

(encerrar as atividades comerciais)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κουμπώνω

verbo transitivo (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Venha aqui, fofinho, deixe a vovó abotoar seu casaco.

κλείνω κτ διπλώνοντας

verbo transitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μαζεύω, διπλώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O pássaro pousou e dobrou as asas.
Το πουλί προσγειώθηκε και μάζεψε τα φτερά του.

δε βγάζω μιλιά, δε λέω κουβέντα

(έκφραση)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

το ράβω, το βουλώνω

(gíria) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

γιατρεύομαι, γιάνω

(ferimento) (τραύμα, πληγή)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

στεγανοποιώ, σφραγίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κλείνω

verbo pronominal/reflexivo (ferida)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A ferida vai se fechar gradualmente com o tempo.
Η πληγή θα κλείσει σταδιακά με τον καιρό.

μανταλώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mike trancou a porta quando saiu.
Ο Μάικ μαντάλωσε την πόρτα βγαίνοντας.

σφραγίζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A porta trancou quando bateu.
Η πόρτα κλείδωσε όπως έκλεισε.

η ώρα που κλείνει

substantivo feminino

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κοιτάζω και από την άλλη πλευρά

(figurado)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κλείνω τις πόρτες

expressão (figurado, impedir) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Απέτυχε στις εισαγωγικές εξετάσεις και έτσι έκλεισαν οι πόρτες τις νομικής για αυτόν.

αποκλείω

locução verbal (figurado) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Τα τελευταία σχόλια της πολιτικού δυστυχώς απέκλεισαν την προοπτική μιας ειρηνικής συμφωνίας μεταξύ των δύο χωρών.

κλείσε τα μάτια

expressão verbal (κυριολεκτικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κλειδώνω επιτόκιο, παγώνω επιτόκιο

locução verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πουλάω, πουλώ

locução verbal (vendedor)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κλείνω, βάζω λουκέτο σε

expressão verbal (comércio) (επιχειρήσεις)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κλείνω τα μάτια

expressão verbal (κυριολεκτικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ζητάω τον λογαριασμό

(restaurante: pedir a conta)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δίνω τα χέρια

(μεταφορικά: συμφωνώ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μένω σταθερός στις απόψεις μου

(não mudar a mente)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κόβω τις γέφυρες

(figurado) (μεταφορικά)

πλησιάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

παίρνω σκληρότερα μέτρα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
A polícia não vai mais tolerar bebedeira em público. Eles vão fazer valer a lei.
Η αστυνομία δε θα ανεχθεί πλέον τη δημόσια μέθη. Θα πάρει σκληρότερα μέτρα.

κλείνω, κουμπώνω

expressão

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

όταν κλείνουν νωρίς τα μαγαζιά

expressão

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Στην πόλη μου τα μαγαζιά κλείνουν νωρίς τις Τετάρτες.

σκάω

(informal, ofensivo) (καθομιλουμένη, προσβλητικό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

η ώρα που κλείνουν οι παμπ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κάνω τα στραβά μάτια

(figurado) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάνε πως δεν βλέπεις, αγνόησε

(figurado) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάνω πως δεν βλέπω, κλείνω τα μάτια

expressão verbal (ignorar algo) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κλειδώνω

locução verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κλείνω απ'έξω

locução verbal (κυριολεκτικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

παίρνω αυστηρά μέτρα εναντίον

expressão verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
O diretor está começar a fechar o cerco nas faltas sem justificativa.
Ο διευθυντής αρχίζει να παίρνει αυστηρά μέτρα εναντίον όσων κάνουν αδικαιολόγητες απουσίες.

κατσουφιάζω

(informal)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Não há por que ficar emburrado; se anime!
Δεν υπάρχει λόγος να κατσουφιάζεις. Ανέβα!

δεν βγάζω λέξη για κτ

locução verbal (figurado)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
É melhor você fechar a boca a respeito dos biscoitos que sumiram.
Καλύτερα να μην βγάλεις λέξη για τα μπισκότα που λείπουν.

τσακώνω, πιάνω

expressão verbal (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Todos os feriados, a polícia faz blitz para fechar o cerco nos motoristas bêbados.
Κάθε φορά στις γιορτές η αστυνομία στήνει μπλόκα για να τσακώσει τους μεθυσμένους οδηγούς.

μάτι

(δεν κλείνω)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
"Dormiste bem ontem à noite?" - "Nem fechei o olho." Não fechei sequer o olho, na noite passada, graças ao barulho da festa da casa ao lado.
«Κοιμήθηκες χθες το βράδυ;» - «Δεν κατάφερα να κλείσω μάτι». Δεν έκλεισα μάτι χθες βράδυ, επειδή οι διπλανοί είχαν πάρτι.

αφήνω το δωμάτιο

expressão verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Nesse hotel, você tem de fechar a conta às 11 da manhã ou pagar por mais um dia.
Σε αυτό το ξενοδοχείο πρέπει να αναχωρήσετε στις 11:00 π.μ., διαφορετικά θα πληρώσετε για μια ακόμη μέρα.

κλείνω το κύκλωμα

locução verbal (eletricidade)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
O eletricista fechou o circuito de fios através do dispositivo.

κλείνω

expressão verbal (negócio) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Esperamos fechar acordo esta tarde.

κλείνω με φερμουάρ

(BRA)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Grace fechou o zíper de sua bolsa.

βλέπω τα ραδίκια ανάποδα, πάω στα θυμαράκια

expressão verbal (gíria, eufemismo - morrer) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Houve rumores de que o chefe do crime havia batido as botas algum tempo atrás.
Φήμες έλεγαν ότι ο άρχοντας του εγκλήματος βλέπει τα ραδίκια ανάποδα εδώ και λίγο καιρό.

κλείνω

locução verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του fechar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.