Τι σημαίνει το admis στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης admis στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του admis στο Γαλλικά.

Η λέξη admis στο Γαλλικά σημαίνει δέχομαι, εισάγω, εισάγω, παραδέχομαι, ομολογώ, παραδέχομαι, αναγνωρίζω, ομολογώ, παραδέχομαι, αναγνωρίζω, ομολογώ, επιτρέπω την είσοδο σε κπ, δέχομαι, παραδέχομαι, παραδέχομαι, κάνω εισαγωγή, αναγνωρίζω, παραδέχομαι, παραδέχομαι ότι/πως, παραδέχομαι, δέχομαι, παραδέχομαι, αναγνωρίζω, ομολογώ, μιλάω ανοιχτά για κτ, παραδέχομαι ότι, αναγνωρίζω, παραδέχομαι, παραδέχομαι, επιτρέπω, ανέχομαι, αδιαμφισβήτητος, αναμφισβήτητος, αναντίρρητος, δέχομαι κπ σε κτ, ανακαλώ, αρνούμαι να παραδεχτώ, αρνούμαι να αποδεχτώ, αρνούμαι να δεχτώ, παραδέχομαι το λάθος μου, απρόθυμος να δεχθεί, αρνούμαι να παραδεχτώ, αρνούμαι, εισάγω κπ σε κτ, αναγνωρίζω, παραδέχομαι, εισάγω κπ σε κτ, εντάσσω κπ σε κτ, κάνω κπ μέλος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης admis

δέχομαι

verbe transitif (un membre)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le club n'admet aucun nouveau membre en ce moment.
Ο σύλλογος δε δέχεται νέα μέλη αυτή τη στιγμή.

εισάγω

verbe transitif (au sein d'un établissement)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Est-ce que vous avez déjà été admis à l'hôpital ?
Είχες ποτέ εισαχθεί στο νοσοκομείο;

εισάγω

locution verbale (au sein d'un établissement)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Elle fut admise de force.

παραδέχομαι, ομολογώ

verbe transitif (une vérité)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Elle a admis (or: a avoué) son amour pour lui.
Παραδέχτηκε (or: ομολόγησε) τον έρωτά της για εκείνον.

παραδέχομαι, αναγνωρίζω, ομολογώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Dave a admis être jaloux de son jeune frère.
Ο Ντέιβ είχε παραδεχθεί ότι ζήλευε τον μικρότερό του αδελφό.

παραδέχομαι, αναγνωρίζω, ομολογώ

verbe transitif (un crime)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cross a avoué le vol d'argent.
Ο Κρος παραδέχθηκε ότι έκλεψε τα χρήματα.

επιτρέπω την είσοδο σε κπ

(une personne)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le personnel ne fait entrer (or: ne laisse entrer) personne après cinq heures.
Το προσωπικό δεν επιτρέπει την είσοδο σε κανέναν μετά τις πέντε.

δέχομαι, παραδέχομαι

verbe transitif (une vérité, une théorie)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Je reconnais (or: J'admets) la logique de ton argument, mais je ne suis toujours pas d'accord avec ta conclusion.
Δέχομαι (or: παραδέχομαι) τη λογική του επιχειρήματός σου, αλλά εξακολουθώ να διαφωνώ με το συμπέρασμά σου.

παραδέχομαι

verbe transitif (la défaite)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le candidat a accepté (or: a admis) la défaite.
Ο υποψήφιος παραδέχθηκε την ήττα του.

κάνω εισαγωγή

verbe transitif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
L'hôpital l'a admis en tant que patient hier après-midi.
Χτες το απόγευμα έγινε η εισαγωγή του στο νοσοκομείο.

αναγνωρίζω, παραδέχομαι

(κάτι, ότι/πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
J'admets (or: Je reconnais) que j'aurais pu prendre de meilleures décisions.
Αναγνωρίζω (or: παραδέχομαι) ότι θα μπορούσα να είχα πάρει καλύτερες αποφάσεις.

παραδέχομαι ότι/πως

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il admit être celui qui l'avait cassé.

παραδέχομαι, δέχομαι

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
J'admets (or: reconnais) qu'il a l'air honnête, mais je ne crois toujours pas ce qu'il dit.

παραδέχομαι, αναγνωρίζω, ομολογώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Je dois concéder que je n'ai pas toujours un caractère facile.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Πρέπει να παραδεχθείς ότι παρανόησες την ερώτηση.

μιλάω ανοιχτά για κτ

(καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Tu te sentirais peut-être mieux si tu allais voir ton patron pour lui avouer ce que tu as fait.

παραδέχομαι ότι

verbe transitif (έκανα κάτι)

αναγνωρίζω, παραδέχομαι

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Je reconnais (or: admets) mes fautes.
Ο τραγουδιστής παραδέχτηκε ότι ο ανταγωνιστής του ήταν πραγματικά ταλαντούχος.

παραδέχομαι

(ότι, πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cette fois-ci, je dois reconnaître mon erreur.
Παραδέχομαι ότι αυτή τη φορά έχω άδικο.

επιτρέπω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il ne tolère pas ce genre d'attitude en sa présence.

ανέχομαι

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αδιαμφισβήτητος, αναμφισβήτητος, αναντίρρητος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

δέχομαι κπ σε κτ

locution verbale (un membre)

Il a été admis au club de golf en tant que membre.

ανακαλώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eh bien, j'avais tort je suppose. Je vais devoir admettre mon erreur.

αρνούμαι να παραδεχτώ

locution verbale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le ministre refusa d'admettre qu'il s'était mal comporté.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ο υπουργός αρνήθηκε να παραδεχτεί ότι είχε ενεργήσει ανάρμοστα.

αρνούμαι να αποδεχτώ, αρνούμαι να δεχτώ

verbe transitif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παραδέχομαι το λάθος μου

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

απρόθυμος να δεχθεί

locution adjectivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αρνούμαι να παραδεχτώ

(ότι/πως)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Doris refuse d'admettre qu'elle avait tort.

αρνούμαι

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Malgré les preuves, il refusa d'admettre son innocence.
Παρόλα τα αποδεικτικά στοιχεία αρνήθηκε την αθωότητά της.

εισάγω κπ σε κτ

αναγνωρίζω, παραδέχομαι

(ότι/πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Je reconnais (or: admets) que je pourrais avoir tort.
Αναγνωρίζω ότι μπορεί να κάνω λάθος.

εισάγω κπ σε κτ, εντάσσω κπ σε κτ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κάνω κπ μέλος

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του admis στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του admis

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.