Τι σημαίνει το aide στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης aide στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του aide στο Γαλλικά.
Η λέξη aide στο Γαλλικά σημαίνει βοήθεια, βοήθεια, βοήθεια, φροντίδα, συμπαραστάτης, συμπαραστάτρια, βοηθός, αρωγός, βοηθός, βοήθεια, αρωγή, βοήθεια, ενίσχυση, βοήθεια, εξυπηρέτηση, δικαίωμα, βοήθεια, υποστήριξη, προώθηση, δικαίωμα, καθοδήγηση, βοήθεια, ενισχύσεις, βοηθός, χείρα βοηθείας, αμοιβαιότητα, αλληλοϋποστήριξη, βοηθάω, βοηθώ, βοηθάω, βοηθώ, βοηθάω, βοηθώ, βοηθάω, βοηθώ, βοηθάω, βοηθώ, βοηθάω, βοηθώ, μπορώ να βοηθήσω, βοηθώ, βοηθώ, υποστηρίζω, στηρίζω, χρήσιμος, οδηγώ, χρησιμεύω, βοηθάω, βοηθώ, βοηθάω, βοηθώ, χρήσιμος, Βοήθεια!, σερβιτόρος, επιδότηση, επιχορήγηση, βοηθός σερβιτόρου, νοσοκόμος στο ναυτικό, αλληλοβοήθεια, που βοηθάει να θυμηθώ, geocaching, βοηθός γραφείου, Υπουργείο Κοινωνικής Ασφάλισης, στρατιωτική ιατρός, στρατιωτική γιατρός, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, περιφράζω, περιφράσσω, άχρηστος, γοητευτικά, σαγηνευτικά, χορηγία, υπενθύμιση, στηρίζω, ενισχύω, φτυαρίζω, σφηνώνω, με τρόπο που δεν βοηθά, βοηθός χτίστη, αβοήθητος, στην πρόνοια, που δεν με υποστηρίζει, που δεν με στηρίζει, συν Αθηνά και χείρα κίνει, βοήθεια, βοηθός, συνοδευτικό ποτό το οποίο πίνεται μετά την κατανάλωση αλκοόλ, βοήθημα επανένταξης, ψυχοθεραπεία, οικονομική ενίσχυση, συνδρομή ξένων δυνάμεων, πρόγραμμα επιδοτούμενης στέγασης, νομική βοήθεια, παραϊατρικός υπάλληλος, πρόγραμμα κοινωνικής πρόνοιας, πρόγραμμα κοινωνικής πρόνοιας, κυβερνητική υποστήριξη, βοηθός δασκάλου, κοινωνική πρόνοια, οικονομική βοήθεια, οικονομική ενίσχυση, συμβουλευτική υπηρεσία, συμβουλευτική υπηρεσία, κρατική βοήθεια, εργαλείο πωλήσεων, υποστήριξη λογισμικού, κρατική μέριμνα, κρατική στήριξη, κρατική ενίσχυση, κρατική υποστήριξη, βοηθός δασκάλου, βοηθός καθηγητή, υπάλληλος που συσκευάζει τα ψώνια, βοηθός στο σπίτι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης aide
βοήθεια(πράξη) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Louise avait besoin d'aide. Η Λουίζ χρειαζόταν βοήθεια. |
βοήθειαnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Durant sa maladie, Linda demandait de l'aide à ses voisins. Όταν η Λίντα ήταν άρρωστη, ζήτησε βοήθεια από τους γείτονές της. |
βοήθεια(υποστήριξη) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ce dictionnaire ne m'est d'aucune aide (or: d'aucun secours). ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Η συνδρομή σας στην πραγματοποίηση του έργου ήταν σημαντική. |
φροντίδα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Quand le patient s'est effondré, l'infirmière a couru à son secours. Όταν κατέρρευσε ο ασθενής η νοσηλεύτρια έτρεξε να του προσφέρει βοήθεια. |
συμπαραστάτης, συμπαραστάτρια(tempérament) (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) Elle était très serviable. Ήταν μεγάλη συμπαραστάτρια. |
βοηθός
(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) Nous avons trop de travail en ce moment, nous allons devoir recruter du personnel. |
αρωγός, βοηθός(αυτός που βοηθάει) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
βοήθειαnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αρωγή, βοήθεια, ενίσχυση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'organisation fournit une aide financière aux victimes de catastrophes naturelles. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Οι άνεργοι συνήθως παίρνουν βοήθημα απ' το κράτος. |
βοήθεια, εξυπηρέτησηnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Son aide en tant qu'hôte d'accueil ce jour-là nous a vraiment été d'un grand secours. |
δικαίωμαnom féminin (για παροχή, για επίδομα) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Julie espère bénéficier d'une aide en tant que mère célibataire. |
βοήθειαnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Lucy a fini le belvédère avec l'aide de Dexter et de ses amis. Η Λούσι ολοκλήρωσε το κιόσκι με τη βοήθεια του Ντέξτερ και των φίλων του. |
υποστήριξη, προώθηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
δικαίωμαnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La famille bénéficie de toutes les prestations prévues par la loi. |
καθοδήγηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Mary a envoyé son amie chez un spécialiste afin qu'elle puisse demander conseil. Η Μαίρη έστειλε τον φίλο της σε ένα δικηγόρο για να πάρει μερικές συμβουλές. |
βοήθεια
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ενισχύσεις(soutien) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) L'entreprise en difficulté espère pouvoir compter sur l'aide de l'État. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Όταν ο αστυνομικός συνειδητοποίησε πως δεν μπορούσε να ελέγξει μόνος του την κατάσταση, κάλεσε ενισχύσεις. |
βοηθόςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) |
χείρα βοηθείας(donner) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αμοιβαιότητα, αλληλοϋποστήριξη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
βοηθάω, βοηθώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) J'avancerais beaucoup plus vite dans le ménage si tu m'aidais. Θα μπορούσα να κάνω τις δουλειές του σπιτιού πολύ πιο γρήγορα εάν με βοηθούσες. |
βοηθάω, βοηθώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Aider ses amis dans le besoin, c'est important. Είναι σημαντικό να βοηθάμε τους φίλους μας όταν το έχουν ανάγκη. |
βοηθάω, βοηθώverbe transitif ([qqn] en danger) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Aidez-le, il est en train de faire une crise cardiaque ! Βοήθησέ τον! Παθαίνει καρδιακή προσβολή! |
βοηθάω, βοηθώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Nous demandons à tous ceux qui le peuvent de bien vouloir aider. Ζητάμε να επικουρήσουν όλοι όσοι μπορούν. |
βοηθάω, βοηθώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Elle m'a énormément soutenu lorsque j'étais au plus mal. |
βοηθάω, βοηθώ(la digestion,...) (κτ, σε κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les fibres facilitent la digestion. Οι φυτικές ίνες βοηθάνε στη χώνεψη. |
μπορώ να βοηθήσω
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
βοηθώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
βοηθώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) En fin de compte, aucune de ces mesures désespérées ne l'a aidé. Στο τέλος, κανένα από αυτά τα απελπισμένα μέτρα δεν τον ωφέλησαν. |
υποστηρίζω, στηρίζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Jason veut aider son ami pendant le match. |
χρήσιμος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Cet outil vous a-t-il été utile ? Σου χρησίμευσε καθόλου το εργαλείο; |
οδηγώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il la guida jusqu'à sa place. |
χρησιμεύωverbe transitif indirect (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
βοηθάω, βοηθώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Eva assiste les enfants du cours élémentaire dans leurs devoirs le mardi après-midi. Η Εύα βοηθά παιδιά του δημοτικού με το διάβασμά τους κάθε Τρίτη απόγευμα. |
βοηθάω, βοηθώverbe transitif (σε κάτι, με κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) L'Officier Blue a aidé dans l'enquête sur le récent meurtre. Ο Αστυνόμος Μπλου βοήθησε στην πρόσφατη εξιχνίαση φόνου. |
χρήσιμος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) J'espère que cette information sera utile. |
Βοήθεια!
(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Au secours ! Je n'arrive pas à bouger ! Βοήθεια! Δεν μπορώ να κουνηθώ! |
σερβιτόροςnom masculin (Can surtout) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Un aide-serveur est employé pour exécuter les tâches ingrates dans un restaurant. // J'ai donné par erreur un pourboire à l'aide-serveur au lieu de la serveuse. |
επιδότηση, επιχορήγηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
βοηθός σερβιτόρουnom féminin (γυναίκα) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
νοσοκόμος στο ναυτικόnom masculin (US Navy) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
αλληλοβοήθειαnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
που βοηθάει να θυμηθώnom masculin (κάτι) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
geocaching(anglicisme) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
βοηθός γραφείου
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
Υπουργείο Κοινωνικής Ασφάλισης(Royaume-Uni) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
στρατιωτική ιατρός, στρατιωτική γιατρόςnom féminin (US Navy) |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>
|
περιφράζω, περιφράσσω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
άχρηστος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
γοητευτικά, σαγηνευτικά(figuré) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
χορηγία(courant, aide publique) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Beaucoup d'artistes ont recours aux subventions pour mener leurs projets à bien. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Με μια οικονομική ενίσχυση από τους γονείς μου είχα τα μέσα για το καλύτερο διαμέρισμα. |
υπενθύμισηnom masculin invariable (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
στηρίζω, ενισχύω(aider) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le gouvernement a soutenu financièrement l'organisation humanitaire. Η κυβέρνηση στήριξε (or: ενίσχυσε) την φιλανθρωπική οργάνωση. |
φτυαρίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Laura a pelleté la terre du trou qu'elle creusait pour se faire un étang de jardin. Η Λώρα έβγαζε με το φτυάρι το χώμα από την τρύπα που έσκαβε για τη λιμνούλα του κήπου. |
σφηνώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Peter a calé la porte pour s'assurer qu'elle ne se referme pas. |
με τρόπο που δεν βοηθά
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
βοηθός χτίστηnom masculin (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
αβοήθητοςlocution adjectivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
στην πρόνοια
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Elle a vécu des allocations jusqu'à ce qu'elle retrouve du travail. |
που δεν με υποστηρίζει, που δεν με στηρίζειlocution adjectivale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
συν Αθηνά και χείρα κίνει
|
βοήθεια
(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) |
βοηθός
(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) Une assistante du gouverneur a répondu aux questions des médias. Ένας βοηθός του κυβερνήτη απάντησε στις ερωτήσεις των μέσων μαζικής ενημέρωσης. |
συνοδευτικό ποτό το οποίο πίνεται μετά την κατανάλωση αλκοόλnom masculin (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Bob a pris un verre de canneberge pour faire descendre son shot de vodka. |
βοήθημα επανένταξηςnom féminin (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
ψυχοθεραπεία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le docteur de Harold lui a recommandé une aide psychologique pour sa colère et sa dépression. |
οικονομική ενίσχυσηnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
συνδρομή ξένων δυνάμεωνnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Beaucoup de pays pauvres dépendent de l'aide internationale pour fournir à la population les services essentiels. |
πρόγραμμα επιδοτούμενης στέγασηςnom féminin (ΗΒ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
νομική βοήθειαnom féminin |
παραϊατρικός υπάλληλοςnom masculin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) L'aide médicale a assisté le médecin à mettre un plâtre sur la jambe du patient. |
πρόγραμμα κοινωνικής πρόνοιαςnom féminin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La survie de cette famille dépend de l'aide sociale fournie par la mairie. |
πρόγραμμα κοινωνικής πρόνοιαςnom féminin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κυβερνητική υποστήριξηnom féminin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
βοηθός δασκάλου
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) L'assistant essaie d'aider les élèves à améliorer leur expression orale. |
κοινωνική πρόνοιαnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
οικονομική βοήθεια, οικονομική ενίσχυσηnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le bureau d'aide financière de l'université ne traite pas seulement les bourses basées sur les besoins mais aussi celles basées sur le mérite. |
συμβουλευτική υπηρεσίαnom masculin |
συμβουλευτική υπηρεσίαnom masculin (ψυχολογία) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
κρατική βοήθειαnom féminin |
εργαλείο πωλήσεωνnom masculin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
υποστήριξη λογισμικούnom féminin (Η/Υ) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
κρατική μέριμνα, κρατική στήριξη, κρατική ενίσχυση, κρατική υποστήριξηnom féminin |
βοηθός δασκάλου, βοηθός καθηγητήnom masculin (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.) |
υπάλληλος που συσκευάζει τα ψώνια(Can) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
βοηθός στο σπίτιnom féminin (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.) |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του aide στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του aide
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.