Τι σημαίνει το âgé στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης âgé στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του âgé στο Γαλλικά.

Η λέξη âgé στο Γαλλικά σημαίνει ηλικία, εποχή, χρονών, ετών, χρόνων, μεγάλος, γερασμένος, ηλικιωμένος, γηραιότερος, ηλικιωμένος, υνί, εποχή, ετών, χρονών, γερνάω, παλαιωμένος, -, -χρονος, χρονών, ετών, χρόνων, ηλικία, -χρονος, μεσαιωνικός, ενήλικος, ομάδα συνομηλίκων, μεσαιωνικός, πρωτόγονος, ωρίμανση, απαιτούμενη από το νόμο ηλικία, πρόωρα, προσχολικής ηλικίας, μεγαλύτερος, τα χρόνια της σύνταξης, συντάξιμος, κατάλληλος για γάμο, με παίρνουν τα χρόνια, γέρος, πολύ γέρος, γερασμένος, πολύ γερασμένος, μεσήλικας, αρκετά μεγάλος, που μεγαλοδείχνει, σε οποιαδήποτε ηλικία, στο άνθος της ηλικίας μου, την ακμή της ζωής μου, απόγειο, αποκορύφωμα, μεσουράνημα, ενήλικη ζωή, ενηλικίωση, ενηλικίωση, προσχολικής ηλικίας, μέση ηλικία, ώριμη ηλικία, τρυφερή ηλικία, προχωρημένη ηλικία, ηλικιακό όριο, όριο ηλικίας, ενηλικότητα, χρυσή εποχή, γηρατειά, νόμιμη ηλικία, ώριμη ηλικία, ώριμος άνδρας, ώριμος άντρας, ώριμη γυναίκα, Εποχή του Χαλκού, Μεσοζωικός Αιώνας, παιδί προσχολικής ηλικίας, Λίθινη Εποχή, το σήμερα, διαφορά ηλικίας, ηλικιακό όριο για την κατανάλωση οινοπνεύματος, νηπιακή ηλικία, βρεφική ηλικία, Χρυσούς Αιών, ένδοξο παρελθόν, μεγάλη ηλικία, εισιτήριο ηλικιωμένων, ιστορία ενηλικίωσης, ηλικία συνταξιοδότησης, New Age, εκλογική ενηλικιότητα, ηλικιακό εύρος, εποχή μεγάλης οικονομικής άνθισης στο τέλος του 19ου αιώνα στις ΗΠΑ, Μεσαίωνας, Μεσαίωνας, εφηβική ηλικία, ωριμάζω, ενηλικιώνομαι, μεγαλώνω, γερνώ, ενήλικη ζωή, συνομήλικος, ηλικιακό όριο, όριο ηλικίας, ηλικιωμένος, αναπαραγωγικός, New Age, που συνοδεύει τα γηρατειά, μεσαίωνας, παραμένω υγιής, παραμένω ακμαίος, παραμεγαλώνω, ξεπερνάω, δεκαπέντε, . Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης âgé

ηλικία

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
C'est à l'âge de six ans que David est entré en maternelle.
Στην ηλικία των έξι ετών, ο Ντέιβιντ πήγε στο νηπιαγωγείο.

εποχή

(période historique)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Η εποχή των δεινοσαύρων τελείωσε πριν από εκατομμύρια χρόνια. Την εποχή των πολυμέσων πρέπει να ελέγχουμε πολύ προσεκτικά την πηγή των πληροφοριών μας.

χρονών, ετών, χρόνων

nom masculin

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι Ολυμπιακοί (αγώνες), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Quel âge faut-il avoir pour conduire ?
Πόσο χρονών πρέπει να είναι κανείς για να μπορεί να οδηγήσει;

μεγάλος

(personne) (σε ηλικία)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ma voisine est très vieille ; elle a plus de quatre-vingt-dix ans je pense.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ο πατέρας της είναι πολύ γέρος.

γερασμένος

(vieilli)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Il a l'air vieux.

ηλικιωμένος

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Chaque week-end, Gareth rend visite à sa grand-mère âgée.
Ο Γκάρεθ επισκέπτεται την ηλικιωμένη γιαγιά του κάθε Σαββατοκύριακο.

γηραιότερος

adjectif (επίσημο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La communauté s'occupe des personnes âgées.
Η κοινότητα φροντίζει τους ηλικιωμένους ενήλικες.

ηλικιωμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Sa tante âgée lui a laissé sa fortune en bijoux.
Η ηλικιωμένη θεία της τής άφησε μια περιουσία από κοσμήματα.

υνί

nom masculin (partie d'une charrue)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Les champs ne peuvent être labourés tant que nous n'aurons pas réparé l'age.

εποχή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ετών, χρονών

(σε γενική)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Sophie a 12 ans.
Η Σόφι είναι 12 χρονών.

γερνάω

(personne) (γίνομαι ηλικιωμένος)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
En vieillissant, on prend des rides.
Όσο μεγαλώνουν οι άνθρωποι, κάνουν ρυτίδες.

παλαιωμένος

adjectif invariable (alcool)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Ce whisky a 18 ans d'âge.
Αυτό το ουίσκι είναι 18 ετών.

-

(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Par exemple : esclavage

-χρονος

χρονών, ετών, χρόνων

(âge)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)
J'aurai vingt-deux ans demain.
Αύριο γίνομαι είκοσι δύο ετών (or: χρόνων).

ηλικία

nom masculin (vieillesse)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Son grand âge ne semblait pas avoir affecté sa mémoire.
Φαίνεται ότι τα γηρατειά δεν έχουν εξασθενίσει τη μνήμη του.

-χρονος

μεσαιωνικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ils ont découvert le site d'un village médiéval près d'ici.
Ανακάλυψαν τη θέση ενός μεσαιωνικού χωριού εδώ κοντά.

ενήλικος

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ομάδα συνομηλίκων

(même situation sociale)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
J'ai été le seul de mes pairs à aller à l'université.

μεσαιωνικός, πρωτόγονος

(figuré) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il a des idées vraiment médiévales sur la façon d'élever les enfants.
Έχει κάποιες πραγματικά μεσαιωνικές ιδέες για την ανατροφή των παιδιών.

ωρίμανση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La plupart des animaux atteignent la maturité quelques années après la naissance.

απαιτούμενη από το νόμο ηλικία

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πρόωρα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

προσχολικής ηλικίας

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Quel type d'activités pédagogiques fonctionnent auprès des préscolaires ?

μεγαλύτερος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Οι μεγαλύτεροι μαθητές του σχολείου επιτρέπεται να πηγαίνουν στην πόλη την ώρα του μεσημεριανού, ενώ οι μικρότεροι πρέπει να μένουν στις εγκαταστάσεις του σχολείου.

τα χρόνια της σύνταξης

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

συντάξιμος

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κατάλληλος για γάμο

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

με παίρνουν τα χρόνια

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Mon chien prend de l'âge, mais il continue à courir après les voitures.
Τον σκύλο μου τον πήραν τα χρόνια, αλλά ακόμα κυνηγάει αυτοκίνητα.

γέρος, πολύ γέρος, γερασμένος, πολύ γερασμένος

locution adjectivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μεσήλικας

locution adjectivale

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)
Ceux qui aiment surtout acheter sur internet sont des hommes et des femmes d'âge mûr.

αρκετά μεγάλος

locution verbale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που μεγαλοδείχνει

locution adjectivale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σε οποιαδήποτε ηλικία

adverbe

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Le cancer peut faucher tout le monde, à tout âge.

στο άνθος της ηλικίας μου, την ακμή της ζωής μου

locution adverbiale (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

απόγειο, αποκορύφωμα, μεσουράνημα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Durant son âge d'or, ce cinéma était plein à craquer tous les soirs.

ενήλικη ζωή

nom masculin

Malheureusement, leur second fils n'a jamais atteint l'âge adulte.

ενηλικίωση

(διαδικασία: αντρική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ενηλικίωση

nom masculin (pour une femme) (ηλικία)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

προσχολικής ηλικίας

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

μέση ηλικία

nom masculin

Quand Ray est arrivé à l'âge mûr, il a réalisé qu'il devait faire quelque chose pour rester en forme.

ώριμη ηλικία

Grand-père mourut à l'âge vénérable de 99 ans.

τρυφερή ηλικία

nom masculin

Mozart a joué devant la royauté européenne à l'âge tendre de six ans (or: au jeune âge de six ans).

προχωρημένη ηλικία

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ηλικιακό όριο, όριο ηλικίας

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ενηλικότητα

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

χρυσή εποχή

nom masculin (μεταφορικά)

L'âge d'or des vols à bas prix est quasiment fini.

γηρατειά

nom masculin

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Les tortues peuvent vivre jusqu'à un âge avancé.

νόμιμη ηλικία

nom masculin

Le gouvernement devrait réfléchir à passer l'âge légal pour conduire de 17 à 18 ans.

ώριμη ηλικία

Sa mère est d'âge mûr à 40 ans.

ώριμος άνδρας, ώριμος άντρας

nom masculin (μεταφορικά)

ώριμη γυναίκα

nom féminin (μεταφορικά)

Εποχή του Χαλκού

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Το απολίθωμα χρονολογείται από την Εποχή του Χαλκού.

Μεσοζωικός Αιώνας

nom masculin (courant)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

παιδί προσχολικής ηλικίας

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Les enfants d'âge préscolaire doivent être accompagnés de leurs deux parents.

Λίθινη Εποχή

nom masculin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Les dinosaures s'étaient déjà éteints au début de l'âge de pierre.

το σήμερα

διαφορά ηλικίας

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il y a une différence d'âge importante entre John et sa femme.

ηλικιακό όριο για την κατανάλωση οινοπνεύματος

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

νηπιακή ηλικία, βρεφική ηλικία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Mon fils a commencé à lire à un âge précoce : à 3 ans, si je me souviens bien.

Χρυσούς Αιών

nom masculin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Certains considèrent le 18e siècle comme l'âge d'or de la raison.

ένδοξο παρελθόν

nom masculin

L'humanité est toujours tentée de chercher à revenir à son âge d'or.

μεγάλη ηλικία

nom masculin

εισιτήριο ηλικιωμένων

nom masculin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ιστορία ενηλικίωσης

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ηλικία συνταξιοδότησης

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

New Age

nom masculin (anglicisme : mouvement) (ξενικό)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

εκλογική ενηλικιότητα

nom masculin

ηλικιακό εύρος

nom féminin

εποχή μεγάλης οικονομικής άνθισης στο τέλος του 19ου αιώνα στις ΗΠΑ

nom masculin (fin du XIXe)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

Μεσαίωνας

nom masculin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

Μεσαίωνας

nom masculin

La plupart des sociétés européennes étaient basées sur un système féodal au Moyen Âge.
Κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα, οι περισσότερες ευρωπαϊκές κοινωνίες ήταν φεουδαρχικές.

εφηβική ηλικία

nom masculin (figuré, péjoratif)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ωριμάζω, ενηλικιώνομαι

locution verbale

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Certains animaux de ferme mettent jusqu'à trois ans à atteindre l'âge adulte. De nos jours, beaucoup d'enfants sont trop pressés d'atteindre l'âge adulte.
Κάποια ζώα της φάρμας κάνουν έως και τρία χρόνια για να ενηλικιωθούν.

μεγαλώνω

locution verbale (μεταφορικά: ευφημισμός)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La vue de la plupart des gens se détériore au fur et à mesure qu'ils prennent de l'âge.

γερνώ

locution verbale

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Je trouve qu'il a pris de l'âge ces derniers temps ; les soucis, sans doute.

ενήλικη ζωή

nom masculin

À l'âge adulte, le mâle de l'espèce développe une crête.

συνομήλικος

locution adjectivale

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)

ηλικιακό όριο, όριο ηλικίας

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ηλικιωμένος

nom féminin

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)

αναπαραγωγικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

New Age

locution adjectivale (ξενικό)

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

που συνοδεύει τα γηρατειά

locution adjectivale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le déclin de la santé est un problème du troisième âge qui touche beaucoup de personnes.

μεσαίωνας

nom masculin (figuré) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Mon patron vit encore au Moyen Âge : il pense que ce sont les femmes qui devraient faire le café.

παραμένω υγιής, παραμένω ακμαίος

(personne)

παραμεγαλώνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Veronica a passé l'âge de jouer à la poupée Barbie à l'âge de treize ans.

ξεπερνάω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ο Ρίτσαρντ ξεπέρασε τη συνήθεια να πιπιλάει τον αντίχειρά του.

δεκαπέντε

(âge)

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Elle a quinze ans.
Είναι δεκαπέντε ετών.

nom féminin invariable (abr (Assemblée générale extraordinaire)

La prochaine AGE de la société aura lieu en décembre.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του âgé στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του âgé

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.