Τι σημαίνει το agent στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης agent στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του agent στο Γαλλικά.
Η λέξη agent στο Γαλλικά σημαίνει ατζέντης, ατζέντισσα, παράγοντας, ατζέντης, ατζέντισσα, πράκτορας, αντιπρόσωπος, ποιητικό αίτιο, μυστικός πράκτορας, μυστική πράκτορας, ειδικός πράκτορας του εγκληματολογικού, ατζέντης, στέλεχος, μάνατζερ, manager, αντιπρόσωπος πωλήσεων, εμπορικός αντιπρόσωπος, αστυνομικός, λευκαντικό, ταξιδιωτικός πράκτορας, βαλτός, καθαριστής, καθαρίστρια, χρηματιστής, χρηματήστρια, επιστάτης, επιστάτρια, αστυνομικός, αστυφύλακας, χρηματοδότης, χρηματοδότρια, οικονομικός διαχειριστής σχολής, προωθητικό αέριο, κτηματομεσίτης, κτηματομεσίτρια, ψηφοθήρας, παθογόνο, αντικατάσκοπος, επιστάτης, αστυφύλακας, άτομο που κάνει ανταλλακτικό εμπόριο, αποφυλλωτικό, μπόγιας, ελεγκτής, σιδηροδρομικός υπάλληλος, διπλός πράκτορας, κτηματομεσίτης, κτηματομεσίτρια, αστυνομικός, αστυνόμος, χρεοσυλλέκτης, κάποιος που κάνει κρατήσεις, συλλέκτης χρεών, συστατικό το οποίο βοηθά να δέσει μία σάλτσα, αστυφύλακας, ρυπαντική ουσία, μυστικός πράκτορας, κατάσκοπος, φρουρός, φύλακας, ελεγκτής της κυβέρνησης, οδοκαθαριστής, τροχονόμος, εργάτης, μεσίτης, κτηματομεσίτης, υπάλληλος, υπάλληλος, σχολικός τροχονόμος, υπεύθυνος ασφάλειας πλήθους, υπάλληλος στην υπηρεσία μετανάστευσης, υπάλληλος στην υπηρεσία μετανάστευσης, υπεύθυνος στην υπηρεσία μετανάστευσης, μεσίτης, μεσίτρια, υπηρεσία αδειοδότησης, εργάτης παραγωγής, εργάτρια παραγωγής, αντικολλητικό, αθλητικός μάνατζερ, τελωνειακός, bot, μποτ, φλυκταινογόνος ουσία, χημικό ωρίμανσης, τελωνειακός, διπλωμάτης, διπλωμάτισσα, υπάλληλος στα εκδοτήρια εισιτηρίων, μπόγιας, υπεύθυνος τήρησης μέτρων κοινωνικής αποστασιοποίησης, εργάτης οδοποιίας, εργάτρια οδοποιίας, αστυνομικός, που επισπεύδει, που επιταχύνει, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, εργάτης, μυστικός πράκτορας, κατάσκοπος, αστυφύλακας, ομοσπονδιακός αξιωματούχος, κυρίως του FBI, τροχονόμος, εισπράκτορας, χρηματιστής, προβοκάτορας, εκπρόσωπος, μανατζάρω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης agent
ατζέντης, ατζέντισσαnom masculin (ηθοποιός κ.λπ.) (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) L'agent d'Amanda lui a trouvé un contrat d'édition. Ο ατζέντης της Αμάντας της εξασφάλισε ένα συμβόλαιο για συγγραφή βιβλίου. |
παράγονταςnom masculin (Chimie) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Les agents oxydants disparaissent au contact des électrons. |
ατζέντης, ατζέντισσαnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) L'agent du quaterback répondra à ces questions. Ο ατζέντης του επιθετικού παίκτη θα απαντήσει σε αυτές τις ερωτήσεις. |
πράκτοραςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) Le gouvernement a secrètement envoyé un agent épier les activités du gang. Η κυβέρνηση έστειλε κρυφά έναν πράκτορα για να κατασκοπεύσει τις δραστηριότητες της συμμορίας. |
αντιπρόσωπος(entité commerciale) (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) Il s'adressa aux dépositaires du fabricant de moteur pour acheter un nouveau carburateur. Πήγε στην αντιπροσωπεία αυτοκινήτων για να αγοράσει ένα ανταλλακτικό καρμπυρατέρ. |
ποιητικό αίτιοnom masculin (Grammaire) (στη γραμματική) |
μυστικός πράκτορας, μυστική πράκτοραςnom masculin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ils ont été interrogés par un agent de la CIA. |
ειδικός πράκτορας του εγκληματολογικούnom masculin (France) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ατζέντηςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Οι ατζέντηδες βρίσκουν γκαλερί για εικαστικούς καλλιτέχνες και ντεφιλέ μόδας για μοντέλα. |
στέλεχος(ανώτερο) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Naomi est le membre de notre club responsable de la trésorerie. |
μάνατζερ, manager(Show-business, anglicisme) (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. ρόκερ, ντιτζέι κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Son manager (or: agent) est en fait son cupide de père. Ο μάνατζερ της ποπ σταρ είναι στην πραγματικότητα ο άπληστος πατέρας της. |
αντιπρόσωπος πωλήσεων, εμπορικός αντιπρόσωπος(France) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.) |
αστυνομικός
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
λευκαντικό(για απορρυπαντικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ταξιδιωτικός πράκτορας(personne) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Ο ταξιδιωτικός πράκτορας μας πούλησε ένα πακέτο διακοπών στις Βερμούδες. |
βαλτός(familier : espion) (ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) Ils suspectaient Riley d'être une taupe. |
καθαριστής, καθαρίστρια
(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) Un homme de ménage se rend au manoir deux fois par semaine pour nettoyer. Μια καθαρίστρια έρχεται δυο φορές την εβδομάδα να καθαρίσει την έπαυλη. |
χρηματιστής, χρηματήστριαnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) La plupart des titres ne sont valables qu'auprès d'agents de change. Τα περισσότερα από αυτά τα χρεόγραφα είναι διαθέσιμα μόνο μέσω των χρηματιστών. |
επιστάτης, επιστάτρια(surveillant) (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) Les bureaux sont surveillés par un gardien de nuit. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Η ντουλάπα του επιστάτη είναι ακριβώς κάτω από τη σκάλα. |
αστυνομικόςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Un policier a appréhendé le suspect dans les environs. Ένας αστυφύλακας συνέλαβε τον ύποπτο εκεί κοντά. |
αστυφύλακας(équivalent) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Le policier est arrivé sur la scène du crime au coucher du soleil. |
χρηματοδότης, χρηματοδότρια
(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) |
οικονομικός διαχειριστής σχολής
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
προωθητικό αέριο
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
κτηματομεσίτης, κτηματομεσίτριαnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) L'agent immobilier nous a montré de nombreuses maisons et appartements, mais nous n'avons voulu en acheter aucun. Ο μεσίτης μας έδειξε πολλά σπίτια και διαμερίσματα, όμως δεν θέλαμε να αγοράσουμε κανένα από αυτά. |
ψηφοθήραςnom masculin (personne qui sollicite la voix des électeurs) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
παθογόνοnom masculin |
αντικατάσκοπος
(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) |
επιστάτηςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
αστυφύλακας
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
άτομο που κάνει ανταλλακτικό εμπόριοnom masculin (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
αποφυλλωτικόnom masculin |
μπόγιαςnom masculin (pour la capture des chiens errants) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
ελεγκτήςnom masculin (ΗΠΑ: για αλκοόλ) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
σιδηροδρομικός υπάλληλοςnom masculin (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
διπλός πράκτοραςnom masculin (κατάσκοπος της κυβέρνησης) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Nous ne savions pas que notre espion était un agent double qui travaillait aussi pour l'ennemi. |
κτηματομεσίτης, κτηματομεσίτριαnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) Si tu veux devenir agent immobilier, tu devrais d'abord suivre une formation pour savoir vendre correctement. Αν θέλεις να γίνεις κτηματομεσίτης, πρέπει πρώτα να παρακολουθήσεις ένα σεμινάριο για τους τρόπους πώλησης ακινήτων. |
αστυνομικός, αστυνόμος
(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) Quand il sera grand, il veut être pompier ou policier. Όταν μεγαλώσει θέλει να γίνει είτε πυροσβέστης είτε αστυνομικός. |
χρεοσυλλέκτηςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
κάποιος που κάνει κρατήσειςnom masculin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
συλλέκτης χρεώνnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
συστατικό το οποίο βοηθά να δέσει μία σάλτσαnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) De nombreux produits cosmétiques contiennent des agents gélifiants. |
αστυφύλακας(équivalent) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Ils ont paniqué quand ils ont vu le gendarme s'approcher d'eux. |
ρυπαντική ουσίαnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il s'est avéré que l'agent polluant retrouvé dans l'eau de la rivière était du chlore provenant de la blanchisserie. |
μυστικός πράκτορας, κατάσκοποςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
φρουρός, φύλακας
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) L'agent de sécurité patrouillait dans le centre commercial à la recherche d'écoliers chahuteurs. Ο φύλακας (or: φρουρός) έκανε περιπολία στο εμπορικό κέντρο ψάχνοντας για άτακτους μαθητές. |
ελεγκτής της κυβέρνησηςnom masculin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
οδοκαθαριστήςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
τροχονόμοςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Elle roulait trop vite alors l'agent de la circulation l'a arrêtée. |
εργάτης(εργοστασίου) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Les ouvriers d'usine à la centrale se sont mis en grève pour un meilleur salaire. |
μεσίτης, κτηματομεσίτηςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) L'agent immobilier nous a fait visiter plusieurs maisons avant que nous trouvions celle de nos rêves. Ο μεσίτης μας έδειξε αρκετά σπίτια πριν βρούμε το τέλειο σπίτι. |
υπάλληλος
(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) |
υπάλληλος
(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) |
σχολικός τροχονόμος(Can) |
υπεύθυνος ασφάλειας πλήθουςnom masculin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
υπάλληλος στην υπηρεσία μετανάστευσηςnom masculin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
υπάλληλος στην υπηρεσία μετανάστευσηςnom masculin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
υπεύθυνος στην υπηρεσία μετανάστευσηςnom masculin (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
μεσίτης, μεσίτριαnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) C'est un agent immobilier qui se charge de me trouver une location. |
υπηρεσία αδειοδότησηςnom masculin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
εργάτης παραγωγής, εργάτρια παραγωγήςnom masculin |
αντικολλητικόnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
αθλητικός μάνατζερnom masculin |
τελωνειακός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
bot, μποτnom masculin (Internet) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
φλυκταινογόνος ουσίαnom masculin (ιατρική) |
χημικό ωρίμανσηςnom masculin (substance) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
τελωνειακός
|
διπλωμάτης, διπλωμάτισσαnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) |
υπάλληλος στα εκδοτήρια εισιτηρίωνnom masculin (vendeur de billets de train, avion) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.) |
μπόγιαςnom masculin (pour la capture des chiens errants) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
υπεύθυνος τήρησης μέτρων κοινωνικής αποστασιοποίησηςnom masculin (Australie, Royaume-Unie...) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
εργάτης οδοποιίας, εργάτρια οδοποιίας(France) |
αστυνομικός
(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) Matthew est policier (or: agent de police). |
που επισπεύδει, που επιταχύνειnom masculin (άτομο) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>nom masculin |
εργάτης
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
μυστικός πράκτορας, κατάσκοποςnom masculin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αστυφύλακας
(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) |
ομοσπονδιακός αξιωματούχος, κυρίως του FBI(États-Unis) (στις ΗΠΑ) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
τροχονόμοςnom masculin (trafic automobile) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
εισπράκτορας(χρεών) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Francine se recroqueville quand le téléphone sonne de peur que ce ne soit l'appel d'un percepteur. |
χρηματιστήςnom masculin et féminin (bourse) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
προβοκάτοραςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) |
εκπρόσωποςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) |
μανατζάρω(Sports, Show-business) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ruth est le manager (or: la directrice sportive) de plusieurs célébrités sportives. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του agent στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του agent
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.