Τι σημαίνει το algum στο πορτογαλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης algum στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του algum στο πορτογαλικά.
Η λέξη algum στο πορτογαλικά σημαίνει μερικοί, μερικοί, ορισμένοι, μερικοί, ορισμένοι, καθόλου, κανένας, λίγοι από, κανένας, κανένας, κάποιοι, ορισμένοι, μερικοί, κάπου, κάποτε, ποτέ, ουδέποτε, με τίποτα, σε καμία περίπτωση, πριν καιρό, για κάποιον λόγο, καθόλου, επ'ουδενί, σε καμία περίπτωση, κάποια στιγμή, σε κάποια φάση, μελλοντικά, στο μέλλον, κάποια μέρα, μια μέρα, κάποια στιγμή, κοντά σε, μετά από λίγο, μετά από κάποιο διάστημα, σημειώνω πρόοδο, αποτελεσματικός, οπουδήποτε, κάπου, κάποτε, κάπως. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης algum
μερικοίpronome (um pouco, uns) (μόνο πληθυντικός) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Comi alguns chocolates, mas não muitos. Έφαγα μερικές σοκολάτες, αλλά όχι πολλές. |
μερικοί, ορισμένοιpronome (algumas pessoas) (μόνο πληθυντικός) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Alguns amigos acham que minhas piadas são engraçadas. Κάποιοι φίλοι βρίσκουν διασκεδαστικά τα αστεία μου. |
μερικοί, ορισμένοιpronome (certas pessoas, eventos) (μόνο πληθυντικός) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Alguns dos meus amigos acham que minhas piadas são bobas. Κάποιοι φίλοι μου βρίσκουν χαζά τα αστεία μου. |
καθόλου
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Você ainda tem alguma dúvida? ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Έχεις καθόλου ψωμί; |
κανένας
(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) Se chegar alguma carta, você pode guardar até eu voltar? Εάν έρθει κανένα γράμμα, μπορείς να το κρατήσεις μέχρι να επιστρέψω; |
λίγοι απόpronome (pequena quantidade) (μόνο πληθυντικός) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Alguns de seus alunos foram reprovados no teste. Μερικοί από τους μαθητές της απέτυχαν στο διαγώνισμα. |
κανέναςpronome (απροσδιόριστο πρόσωπο) (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) Conheceste algum dos meus amigos? Έχεις γνωρίσει κανέναν από τους φίλους μου; |
κανέναςpronome (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) Estou procurando uma caneta. Você viu alguma? Ψάχνω ένα στυλό. Έχεις δει κανένα; |
κάποιοι, ορισμένοι, μερικοί(μόνο πληθυντικός) (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) Certas crianças ficaram doentes depois de comer a pizza. Κάποια παιδιά αρρώστησαν αφού έφαγαν την πίτσα. |
κάπουlocução adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Robert estava se escondendo em algum lugar da casa. Coloquei meu passaporte em algum lugar, mas não consigo lembrar onde. // Por que você está colocando seu casaco? Você está indo a algum lugar? ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Ο Ρόμπερτ κρυβόταν κάπου μέσα στο σπίτι. Έβαλα κάπου το διαβατήριό μου, αλλά δε μπορώ να θυμηθώ που. |
κάποτε(στο μέλλον) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Κάποτε οι άνθρωποι μπορεί να ζουν σε μακρινούς πλανήτες. |
ποτέ, ουδέποτεlocução adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
με τίποτα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Essa bolsa custa 300 libras, mas não é de jeito nenhum a mais cara da loja. Αυτή η τσάντα κοστίζει 300 λίρες, αλλά με τίποτα δεν είναι η πιο ακριβή στο κατάστημα. |
σε καμία περίπτωσηexpressão (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πριν καιρό
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
για κάποιον λόγοlocução adverbial (por razão desconhecida) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
καθόλου, επ'ουδενί
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Meu chefe não estava satisfeito com meu trabalho de forma alguma, por isso ele me demitiu. Το αφεντικό μου δεν ήταν καθόλου ευχαριστημένο από τη δουλειά μου κι έτσι με απέλυσε. |
σε καμία περίπτωση
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
κάποια στιγμή, σε κάποια φάση
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Em algum momento, teremos de decidir se o projeto merece continuar. Κάποια στιγμή θα πρέπει να αποφασίσουμε εάν αξίζει τον κόπο να συνεχίσουμε το έργο. |
μελλοντικά, στο μέλλον
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
κάποια μέρα, μια μέρα, κάποια στιγμή(em uma data não especificada no futuro) (αόριστα στο μέλλον) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
κοντά σε
|
μετά από λίγο, μετά από κάποιο διάστημαlocução adverbial (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
σημειώνω πρόοδοexpressão verbal (figurado) |
αποτελεσματικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) A pomada que eu te dei fez algum bem? Ήταν καθόλου αποτελεσματική η αλοιφή που σου έδωσα; |
οπουδήποτε(para,onde qualquer lugar) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Não conseguimos encontrar minhas chaves em lugar nenhum. // O dinheiro está curto, então não vamos a lugar nenhum neste verão. ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Δεν έβρισκα πουθενά τα κλειδιά μου. |
κάπουlocução adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Você tem algum lugar para dormir hoje à noite? Έχεις κάπου να κοιμηθείς απόψε; |
κάποτε
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Te visitarei em algum momento. Θα σε επισκεφθώ κάποτε! |
κάπωςlocução adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Mark precisava do carro para trabalhar, por isso ele teria pago pelos reparos de qualquer maneira. De qualquer maneira, Lisa tinha acabado presa num trabalho que ela odiava. Ο Μαρκ χρειαζόταν το αυτοκίνητο για τη δουλειά του, γι' αυτό έπρεπε με κάποιο τρόπο να πληρώσει την επισκευή. |
Ας μάθουμε πορτογαλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του algum στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.
Σχετικές λέξεις του algum
Ενημερωμένες λέξεις του πορτογαλικά
Γνωρίζετε για το πορτογαλικά
πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.