Τι σημαίνει το all στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης all στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του all στο Αγγλικά.

Η λέξη all στο Αγγλικά σημαίνει όλος, όλος, όλος, όλοι, όλος, όλος, ολόκληρος, όλος, κάθε, όλα, εντελώς, παντελώς, όλα, ο καλύτερός μου εαυτός, πολυτάλαντος, πάνω από όλα, πάνω από όλα, πάνω απ' όλα, εν τέλει, στο τέλος, τελικώς, τελικά, παρόλο, εν τέλει, στο τέλος, τελικώς, τελικά, σε τελική ανάλυση, ενάντια στις πιθανότητες, ανυπόμονος, επιβιβαστείτε αμέσως, για, γύρω, τριγύρω, μόνος, μοναχός, μονάχος, ολομόναχος, μόνος, μοναχός, μονάχος, ολομόναχος, εξαρχής, από την αρχή, κατά μήκος, όλοι, παντού, για όλους, από όλες τις απόψεις, από κάθε άποψη, από όλες τις πλευρές, αναπάντεχα, ξαφνικά, ταυτόχρονα, όλοι εκτός, σχεδόν, σχεδόν, όλα εντάξει, όλα εντάξει, όλοι όσοι έρθουν, παν, όλη μέρα, όλη την ημέρα, όλη μέρα, όλη την ημέρα, τελειώνω, όλος αυτιά, το βλέμμα όλων, υπέρ, όσοι είναι υπέρ, όλοι για έναν, που έχει τελειώσει, που έχει εξαφανιστεί, χαίρε, χαίρετε, όλοι, πτώμα, λιώμα, καθημερινότητα, γενικά, συνολικά, όλα στην ώρα τους, που περιλαμβάνεται, που περιλαμβάνεται, ποικίλος, πολυειδής, κάθε είδους, τα πιο εξελιγμένα χαρακτηριστικά, τα πιο σύγχρονα χαρακτηριστικά, όλη μου την ζωή, κατά την διάρκεια όλης μου της ζωής, όλη την νύχτα, ολονύχτιος, μόνο, μόλις, ξαφνικά, αναπάντεχα, ξάφνου, αιφνιδίως, πέρα από αυτά, όλα εκ των οποίων, το οποίο, όλα τα κυνηγόσκυλα παρόντα, όλα το ίδιο, παντελώς, εντελώς, τελείως, ολότελα, παντού, παντού, εντελώς, πλήρης, ολόσωμος, πάλι από την αρχή, από την αρχή, άνω-κάτω, παντού, παντού, ταξιδεύω, σ' όλο τον κόσμο, παντού, έχω τελειώσει, τελειώνω, εντάξει, καλά, εντάξει, μέτριος, καλούτσικος, μια χαρά, σίγουρα, γιορτή των Αγίων Πάντων, έτοιμος, έτοιμος, υπό έλεγχο, στην τσίτα, κάθε είδους, κάθε λογής, Ψυχοσάββατο, όλα έτοιμα, όλα εντάξει, περιλαμβανομένων όλων των φόρων, περιλαμβανομένων όλων των φόρων, όλοι όσοι, όλα αυτά, εντυπωσιακός, ειδικά, συγκεκριμένα, ιδαιτέρως, Ό,τι λάμπει δεν είναι χρυσός, όλα όσα, με εκτίμηση, ό,τι καλύτερο, τόσο το καλύτερο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης all

όλος

pronoun (every one of)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Someone has eaten all of the chocolates. All of his classmates went to his birthday party.
Κάποιος έφαγε όλες τις σοκολάτες.

όλος

pronoun (every bit of)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I've spent all of my money.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Όλοι οι συμμαθητές του πήγαν στο πάρτι.

όλος

adjective (every bit of)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He spilled all the soup on the floor.
Έχυσε όλη τη σούπα στο πάτωμα.

όλοι

adjective (every one of)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
All these books need to be sold.
Πρέπει να πουληθούν όλα αυτά τα βιβλία.

όλος

adjective (time: the entirety of) (σύνολο: χρόνος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I've been waiting all afternoon.
Περιμένω όλο το απόγευμα.

όλος, ολόκληρος

adjective (extent: the entirety of) (διάρκεια)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
We played cards all the way to Paris.
Παίζαμε χαρτιά σε όλη (or: ολόκληρη) τη διαδρομή μέχρι το Παρίσι.

όλος

adjective (duration: the entirety of)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He snored through all the play.
Ροχάλιζε σε όλη την παράσταση.

κάθε

adjective (any)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Beyond all shadow of a doubt, she's the best worker that we have.
Πέρα από κάθε αμφιβολία, είναι η καλύτερη υπάλληλος που έχουμε.

όλα

pronoun (everything)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
It's midnight and all is quiet.
Είναι μεσάνυχτα και τα πάντα είναι ήσυχα.

εντελώς, παντελώς

adverb (informal (completely)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
He came in all covered in mud.
Ήρθε εντελώς (or: παντελώς) καλυμμένος από λάσπη.

όλα

adverb (score: apiece, each) (μεταφορικά: για σκορ)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The score is thirty-all at the moment.
Αυτή τη στιγμή, το σκορ είναι τριάντα όλα.

ο καλύτερός μου εαυτός

noun (best effort) (δίνω)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Even though my daughter didn't win her game, I'm still proud because I know she gave it her all.
Αν και δεν κέρδισε τον αγώνα, είμαι περήφανος για την κόρη μου γιατί ξέρω πως έβαλε τα δυνατά της.

πολυτάλαντος

noun (figurative (capable man)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πάνω από όλα

adverb (more than anything)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Above all, Louise wants to become a nurse.
Η Λουίζ θέλει να γίνει νοσοκόμα πάνω από όλα.

πάνω από όλα

adverb (more than any other)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Peter is a clever, handsome and, above all, honest man.
Ο Πίτερ είναι έξυπνος, όμορφος και πάνω από όλα τίμιος άντρας.

πάνω απ' όλα

adverb (most importantly)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Above all else, the company must make a profit.

εν τέλει, στο τέλος, τελικώς, τελικά

adverb (ultimately)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
After all, nobody but the patient has the right to refuse the treatment.
Εν τέλει κανείς άλλος εκτός από τον ασθενή δεν έχει δικαίωμα να αρνηθεί τη θεραπεία.

παρόλο

adverb (despite that)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Tina is feeling better now, so she can come with us after all.

εν τέλει, στο τέλος, τελικώς, τελικά

adverb (explanatory: because)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I'm definitely going to the concert - they are my favourite band after all.
Θα πάω οπωσδήποτε στη συναυλία. Στο κάτω-κάτω είναι το αγαπημένο μου συγκρότημα.

σε τελική ανάλυση

expression (ultimately)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
After all is said and done, the decision to have a baby is a personal one.

ενάντια στις πιθανότητες

adverb (highly improbably)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Julie fell out of the moving train. She survived against all odds.

ανυπόμονος

adjective (eager)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The children sat there agog as he told the story.
Τα παιδιά κάθονταν ανυπόμονα ενώ τους έλεγε την ιστορία.

επιβιβαστείτε αμέσως

interjection (train, boat: call to board)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
"All aboard!" the captain called out, and then the ship set sail.
«Επιβιβαστείτε αμέσως!», φώναξε ο καπετάνιος, και μετά αναχώρησε το πλοίο.

για

adjective (on the topic of)

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
I want to hear all about your trip.
Θέλω να ακούσω τα πάντα σχετικά με το ταξίδι σου.

γύρω, τριγύρω

adverb (UK (all around a certain area)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The pickpocket looked all about to make sure nobody was watching.

μόνος, μοναχός, μονάχος, ολομόναχος

adjective (without company)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
After alienating her family and friends, she found herself all alone.

μόνος, μοναχός, μονάχος, ολομόναχος

adjective (without help)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Many women in third world countries give birth all alone.

εξαρχής, από την αρχή

adverb (the whole time)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
She knew about the surprise party all along.
Γνώριζε για το πάρτι έκπληξη από την αρχή.

κατά μήκος

preposition (alongside)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
There were willow trees all along the river banks.
Υπήρχαν ιτιές κατά μήκος της όχθης του ποταμού.

όλοι

noun (everyone, no matter who)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
The lord complained that since he'd opened the castle to the public, he'd had to put up with all and sundry tramping through his home every weekend.

παντού

adverb (everywhere)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Prices have increased all around.
Οι τιμές αυξήθηκαν παντού.

για όλους

adverb (informal (for everyone)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Joe called for drinks all around to celebrate his good news.
Για να γιορτάσει τα καλά του νέα παρήγγειλε ποτά για όλους.

από όλες τις απόψεις, από κάθε άποψη, από όλες τις πλευρές

adverb (in all aspects)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
This is a better solution all round.
Αυτή η λύση είναι καλύτερη από κάθε άποψη.

αναπάντεχα, ξαφνικά

adverb (suddenly)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
All at once, I heard a noise in the kitchen.

ταυτόχρονα

adverb (simultaneously, at the same time)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The guests cried "Surprise!" all at once.

όλοι εκτός

preposition (everyone except)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
All but one of her students passed the exam.
Όλοι εκτός από έναν από τους μαθητές της πέρασαν την εξέταση.

σχεδόν

adverb (with verb: almost completely)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
You've all but polished off that cake.
Σχεδόν το τελείωσες εκείνο το κέικ.

σχεδόν

adverb (with adjective: nearly)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The rain is all but finished now.
Η βροχή έχει σχεδόν τελειώσει τώρα.

όλα εντάξει

noun (signal that there is no danger)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
When the fire drill was done, the principal gave the all clear.

όλα εντάξει

noun (figurative (signal to go ahead)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

όλοι όσοι έρθουν

plural noun (anyone)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
We welcome all comers but we have limited capacity.

παν

noun (everything)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I think cats are the most exquisite creatures in all creation.

όλη μέρα, όλη την ημέρα

adverb (throughout the whole day)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
She's been practising all day.
Κάνει πρόβα όλη την ημέρα.

όλη μέρα, όλη την ημέρα

adverb (throughout the whole day)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
I could water the flowers all day long. I sat in the sun all day long and read my book.
Θα μπορούσα να ποτίζω τα λουλούδια όλη μέρα. Έκατσα στον ήλιο όλη μέρα και διάβαζα το βιβλίο μου.

τελειώνω

adjective (informal (finished)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
When you're all done with the quiz, please put your pencil down and wait for everyone else to finish.

όλος αυτιά

adjective (informal, figurative (eager to hear about [sth])

Tell me about your wedding plans; I'm all ears.

το βλέμμα όλων

plural noun (everyone's gaze)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
All eyes were on Amanda as she walked down the aisle.

υπέρ

preposition (informal (completely in favour of)

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
I was all for getting ice cream after classes.

όσοι είναι υπέρ

preposition (everyone in favour of)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
All for the motion, say "Yes".
Όσοι είναι υπέρ της πρότασης, να πουν «Ναι».

όλοι για έναν

interjection (expressing solidarity)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

που έχει τελειώσει

adjective (finished, used up)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I can't make beef stroganoff tonight because the mushrooms are all gone.

που έχει εξαφανιστεί

adjective (disappeared)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The snow banks in the garden are all gone after this week of warm weather.

χαίρε, χαίρετε

(greeting) (χαιρετισμός)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

όλοι

plural noun (figurative (everyone on board) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The ship was sinking, so the captain called for all hands on deck.

πτώμα, λιώμα

adjective (slang (exhausted, very tired) (αργκό, μεταφορικά)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)

καθημερινότητα

expression (informal, figurative (routine activity)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
There's no need to thank me - it's all in a day's work for me.

γενικά, συνολικά

adverb (on the whole)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
All in all, I think you did a fine job. The trip wasn't perfect, but all in all, I'm glad we went.
Γενικά, πιστεύω ότι έκανες καλή δουλειά. Το ταξίδι δεν ήταν τέλειο, αλλά γενικά χαίρομαι που πήγαμε.

όλα στην ώρα τους

expression (be patient)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The doctor assured the family that the patient would be out of hospital the next day, all in good time.

που περιλαμβάνεται

adjective (paid for)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Flights are all included in the price of the holiday.

που περιλαμβάνεται

adjective (accounted for)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Make sure the figures are all included in your calculations.

ποικίλος, πολυειδής

adjective (a wide variety of)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I'll plant all kinds of flowers this spring and see which ones survive.

κάθε είδους

adjective (many different kinds of)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
On our safari we saw only one lion, but all manner of antelopes.

τα πιο εξελιγμένα χαρακτηριστικά, τα πιο σύγχρονα χαρακτηριστικά

plural noun (abbr, informal (most up-to-date features)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

όλη μου την ζωή, κατά την διάρκεια όλης μου της ζωής

adverb (throughout my lifetime)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I was born in Manchester, and I've lived here all my life.

όλη την νύχτα

adverb (throughout the night)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The convenience store is open all night.

ολονύχτιος

adjective (continuing through the night)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
These all-night study sessions are tiring me out.
Το ολονύχτιο διάβασμα με εξαντλεί.

μόνο, μόλις

preposition (only)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
She took all of twenty minutes to complete the puzzle.
Χρειάστηκε μόνο (or: μόλις) είκοσι λεπτά, για λύσει τον γρίφο.

ξαφνικά, αναπάντεχα, ξάφνου, αιφνιδίως

adverb (suddenly)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
All of a sudden, a dark cloud blotted out the sun.
Ξαφνικά ένα σκούρο σύννεφο έκρυψε τον ήλιο.

πέρα από αυτά

adverb (regardless, nevertheless)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

όλα εκ των οποίων

plural noun (every item mentioned)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The cupcakes, all of which are gluten-free, are in the glass case.

το οποίο

noun (everything mentioned)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Greg stole his sister's purse and lied to his parents about it; all of which goes to show that you can't trust him.

όλα τα κυνηγόσκυλα παρόντα

interjection (fox hunting)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

όλα το ίδιο

adjective (the same thing)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Whatever way you choose, it's all one.
Όποιο δρόμο και να διαλέξεις, όλοι το ίδιο είναι.

παντελώς, εντελώς, τελείως, ολότελα

adverb (totally, to the utmost)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Andrew was trying all out to defeat his opponent.

παντού

adverb (informal (everywhere)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I've looked all over but still can't find my keys.
Κοίταξα παντού αλλά ακόμα δεν μπορώ να βρω τα κλειδιά μου.

παντού

adverb (over whole surface)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Oil from the site of the wrecked tanker is now spreading all over.
Το πετρέλαιο από τα συντρίμμια του δεξαμενόπλοιου απλώνεται τώρα παντού.

εντελώς

adverb (figurative, informal (in every respect, characteristic)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
He forgot to turn up for his own wedding? That's him all over!
Ξέχασε να πάει στον ίδιο του το γάμο; Εντελώς κλασική συμπεριφορά για τα δεδομένα του!

πλήρης

adjective (thorough, complete)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Jack gave the bike an all-over check.
Ο Τζακ έκανε έναν πλήρη έλεγχο στο ποδήλατο.

ολόσωμος

adjective (tan, massage: over whole body)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Mandy would like to have an all-over tan.
Η Μάντι θέλει να κάνει ολόσωμο μαύρισμα.

πάλι από την αρχή, από την αρχή

adverb (once more, from the beginning)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Oh no! I forgot the cake was in the oven and now it's burnt; I'll have to do it over again.

άνω-κάτω

expression (figurative, informal (changeable) (καθομιλουμένη, μτφ)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
After her father died, her emotions were all over the map.
Όταν πέθανε ο πατέρας της εκείνη ήταν άνω κάτω.

παντού

expression (informal (in many places)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
When he looked up the nearest ATM, they came up all over the map.

παντού

expression (informal (in many places)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
There is dust all over the place; I really need to clean house!

ταξιδεύω

expression (figurative, informal (not focused) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I have been very distracted lately; my thoughts are all over the place.
Είμαι πολύ απρόσεκτος τελευταία· το μυαλό μου είναι αλλού για αλλού.

σ' όλο τον κόσμο

expression (in many countries)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Santa Claus is known all over the world.
Ο Αη Βασίλης είναι γνωστός σ' όλο τον κόσμο.

παντού

adverb (figurative (everywhere)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Luke had searched all over the world, but there was no sign of Naomi.
Ο Λουκ είχε ψάξει παντού, αλλά δεν υπήρχε πουθενά ίχνος της Ναόμι.

έχω τελειώσει

adjective (informal (finished, over) (μόνο παρελθόν)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Thank goodness that ordeal is all over with.

τελειώνω

adjective (ended a relationship with [sb]) (για σχέση)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
It's all over with Robert and Hannah.
Όλα τελείωσαν στη σχέση του Ρόμπερτ με τη Χάνα.

εντάξει

interjection (informal (OK)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
All right, let's go to the pub.
Εντάξει, ας πάμε στην παμπ.

καλά, εντάξει

adjective (informal (fine, well)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I was a bit nauseous yesterday but I'm feeling all right again today.
Είχα λίγο ναυτία χθες, αλλά νιώθω καλά πάλι σήμερα.

μέτριος, καλούτσικος

adjective (informal (average, mediocre)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The food was all right, I suppose - nothing special.
Το φαγητό ήταν καλούτσικο, υποθέτω - τίποτε το ιδιαίτερο.

μια χαρά

adverb (informal (satisfactorily) (καθομιλουμένη)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
The car always works all right for me.
Το αυτοκίνητο δουλεύει πάντα μια χαρά για μένα.

σίγουρα

adverb (slang (certainly, without a doubt)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
You didn't see me, but I was there, all right.
Δεν με είδες, αλλά εγώ ήμουν εκεί, εντάξει;

γιορτή των Αγίων Πάντων

noun (Christian calendar: 1st November)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
All Saints' Day is the day after Halloween.

έτοιμος

adjective (ready, prepared) (άτομα)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Are we all set? Then let's go!
Όλα έτοιμα; Πάμε λοιπόν!

έτοιμος

adjective (ready, prepared)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Are you all set for opening night?

υπό έλεγχο

adverb (figurative (assured)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The party planner has the details of the big birthday celebration all sewn up.

στην τσίτα

adjective (US, slang (shaken, very upset) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The criminal was all shook up because he knew the police would find him.

κάθε είδους, κάθε λογής

preposition (many and varied)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
The shelves were lined with all sorts of lotions and potions for the skin.

Ψυχοσάββατο

noun (November 2 holiday)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

όλα έτοιμα, όλα εντάξει

expression (figurative, informal (ready for action)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

περιλαμβανομένων όλων των φόρων

adjective (no additional tax)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

περιλαμβανομένων όλων των φόρων

adjective (price: includes tax)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

όλοι όσοι

noun (everything that, everything which)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
"All that you see here," said our tour guide, "was built in the 19th century."

όλα αυτά

noun (colloquial (all those things)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
"What about the driving arrangements?" "Leave all that to me."

εντυπωσιακός

adjective (slang (especially impressive)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He thinks he's God's gift to women, but he's not all that.

ειδικά, συγκεκριμένα, ιδαιτέρως

adverb (particularly, especially)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
My dog isn't actually all that mean, but his size scares people.

Ό,τι λάμπει δεν είναι χρυσός

expression (figurative (appearances can be deceptive)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

όλα όσα

noun (everything that exists)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
What if all that is existed only in your mind?

με εκτίμηση

expression (written (closing: letter or email)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The letter ended, "Please let me know if I can be of any further help. All the best, Simon."

ό,τι καλύτερο

noun (good wishes)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
I wish you all the best in your new career.
Σου εύχομαι ό,τι καλύτερο για τη νέα σου σταδιοδρομία.

τόσο το καλύτερο

expression (enhances [sth])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
"Big eyes? All the better to see you with, my dear!" said the wolf to Little Red Riding Hood.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του all στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του all

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.