Τι σημαίνει το allá στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης allá στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του allá στο ισπανικά.

Η λέξη allá στο ισπανικά σημαίνει εκεί πέρα, εκεί πέρα, εκεί, εκεί, εκεί, εκεί πέρα, -, απόκοσμος, υπερφυσικός, ακατανόητος, ασύγκριτος, ξεπερνώ τα όρια, άντε, περιαστικός, πέραν αμφιβολίας, πέραν αμφιβολίας, πέραν πάσης υποψίας, ακατανόητος, από εκεί, εκεί γύρω, περίπου, γύρω, πάνω κάτω, εδώ κι εκεί, προς εκείνη την κατέυθυνση, παντού, οπουδήποτε, πιο πέρα, παραπέρα, στην απομόνωση, από δω κι από κει, εκεί πέρα, από ψηλά, υπερβάλλων ζήλος, πάω, ξεκινάω, φεύγω, μετά, πέρα από, υπέρ το δέον, πολύ περισσότερο από κτ, πηγαινοέρχομαι, περπατώ πάνω-κάτω, ξεπερνώ τα όρια, τραβιέμαι, κουβαλιέμαι, σέρνομαι, ξεπερνώ, ξεπερνάω, κοιτάζω πέρα από κτ, παραβλέπω, σποραδικά, περιοδικά, εκτός, έξω, παρακάτω στον δρόμο, πιο κάτω στον δρόμο, διαφωνώ για μικροπράγματα, ξεπερνάω, ξεπερνώ, περνάω, περνώ, χαμηλά, πέρα από, πάνω από, έξω από, τρέχω ένα γύρω σε κτ, τρέχω γύρω γύρω σε κτ, η μεταθανάτια ζωή, κάτω, απομακρυσμένος, η μετά θάνατον ζωή, πηγαινοέρχομαι, καρφώνομαι πολύ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης allá

εκεί πέρα

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Mas allá está el lago.

εκεί πέρα

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
La torta está allá.
Το κέικ είναι εκεί πέρα.

εκεί

adverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Yo voy allá esta noche.

εκεί

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

εκεί

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

εκεί πέρα

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

-

(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Ven aquí y mira esto.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Μπορείς να έρθεις εδώ ένα λεπτό;

απόκοσμος, υπερφυσικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ακατανόητος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La teoría cuántica era incomprensible para Simón.
Η κβαντική θεωρία ήταν ακατανόητη για τον Σάιμον. Αδυνατώ να καταλάβω τι του βρίσκει!

ασύγκριτος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La dulzura de su voz es incomparable.

ξεπερνώ τα όρια

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La preocupación por este tema trasciende las divisiones políticas tradicionales.

άντε

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
¡Es casi la hora de ir al colegio! Venga.
Ώρα να πας στο σχολείο, άντε.

περιαστικός

locución adverbial

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πέραν αμφιβολίας

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Su integridad está más allá de toda cuestión.

πέραν αμφιβολίας, πέραν πάσης υποψίας

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Su inocencia quedó demostrada más allá de cualquier sospecha.

ακατανόητος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

από εκεί

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Los campesinos decidieron organizar un alzamiento, de ahí pasó a una rebelión y al final a la revolución.

εκεί γύρω

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

περίπου, γύρω, πάνω κάτω

(aproximadamente)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
La clase empieza a la una, ¿nos juntamos como a las menos cuarto?

εδώ κι εκεί

locución adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Vivía una vida sin rumbo, yendo de aquí para allá pero sin establecerse en ningún lado.

προς εκείνη την κατέυθυνση

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Para la estación de trenes tienes que ir por allí.
Για να πας στο σιδηροδρομικό σταθμό θα πρέπει να πας προς εκείνη την κατεύθυνση. Θα πρέπει να πας προς εκείνη την κατεύθυνση αν θέλεις να βρεις το μαγαζί.

παντού, οπουδήποτε

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

πιο πέρα, παραπέρα

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Un poquito más allá, pasando la iglesia, va a encontrar una rotonda.

στην απομόνωση

locución adverbial (μεταφορικά)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Allá en Japón es difícil encontrar galletas digestivas. Construí mi casa allá en los bosques para disfrutar de la Madre Naturaleza.

από δω κι από κει

locución adverbial

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

εκεί πέρα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

από ψηλά

locución adverbial

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Un estruendo vino de allá arriba y el mar empezó a dividirse.

υπερβάλλων ζήλος

(επιδεικνύω)

Fue felicitado por ir más allá de sus responsabilidades.

πάω, ξεκινάω, φεύγω

interjección

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Abrochaos los cinturones que allá vamos.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. «Φύγαμε!» είπε ο μπαμπάς, γυρνώντας το κλειδί στη μίζα.

μετά

adverbio

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Ahora mismo me encuentro un poco más allá de la farmacia.
Είμαι λίγο μετά το φαρμακείο τώρα.

πέρα από

locución preposicional (απόσταση)

Más allá de las montañas se divisaban algunas nubes.
Σύννεφα φαίνονταν πέρα από τα βουνά.

υπέρ το δέον

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ella siempre va más allá de lo que se espera de ella.
Πάντα δίνει και με το παραπάνω αυτό που αναμένεται από αυτήν.

πολύ περισσότερο από κτ

locución preposicional

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πηγαινοέρχομαι

locución verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

περπατώ πάνω-κάτω

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ξεπερνώ τα όρια

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τραβιέμαι, κουβαλιέμαι, σέρνομαι

locución verbal (μτφ, καθομ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Κουβαλήθηκα (or: τραβήχτηκα) τόσο δρόμο για να σε δω και τώρα δεν έχεις διάθεση για κουβέντα;

ξεπερνώ

(καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Su nuevo álbum va más allá de todo lo que han logrado anteriormente.
Το νέο τους άλμπουμ ξεπερνά όλες τις προηγούμενες επιτυχίες τους.

ξεπερνάω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Para tener éxito, hay que ir más allá de lo que espera el cliente.

κοιτάζω πέρα από κτ

(μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Mira más allá de las apariencias; ten en cuenta su personalidad.

παραβλέπω

locución verbal (figurado)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Pudo ver más allá de sus defectos y aprender a quererlo con el tiempo.

σποραδικά, περιοδικά

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
La tienda tiene franquicias esparcidas aquí y allá por todo el país.

εκτός, έξω

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Está más allá de nuestras posibilidades.

παρακάτω στον δρόμο, πιο κάτω στον δρόμο

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Este es el número 17 de la calle Mayor, el número 25 está más allá.

διαφωνώ για μικροπράγματα

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ξεπερνάω, ξεπερνώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El misil pasó de largo su objetivo.

περνάω, περνώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Fue más allá de la frontera.

χαμηλά

locución adverbial (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

πέρα από, πάνω από

locución preposicional (entendimiento, experiencia)

La solución a tus problemas está más allá de mi campo de acción.
Η λύση στα προβλήματά σου είναι πέρα από (or: πάνω από) τις γνώσεις μου.

έξω από

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
La bola cayó fuera del campo y el otro equipo tomó el control.
Η μπάλα έπεσε εκτός της πλευρικής γραμμής και η άλλη ομάδα απέκτησε τον έλεγχο.

τρέχω ένα γύρω σε κτ, τρέχω γύρω γύρω σε κτ

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Va de acá para allá en la oficina llevando a cabo una tarea tras otra.

η μεταθανάτια ζωή

expresión

La mujer agonizante esperaba reencontrarse con su amado esposo en el más allá.

κάτω

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Están al sur, en la costa meridional toda esta semana.

απομακρυσμένος

locución adverbial

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
La aldea está más allá de las colinas.

η μετά θάνατον ζωή

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

πηγαινοέρχομαι

(καθομιλουμένη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

καρφώνομαι πολύ

expresión (καθομιλουμένη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του allá στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του allá

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.