Τι σημαίνει το amable στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης amable στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του amable στο ισπανικά.

Η λέξη amable στο ισπανικά σημαίνει φιλικός, καλός, ευγενικός, καλός, ευγενικός, καλοσυνάτος, ήπιος, πράος, ευγενής, αβρός, της γειτονιάς, καλός, ευγενικός, τρυφερός, στοργικός, ευγενικός, ευγενής, καλοσυνάτος, καλόκαρδος, καλόψυχος, καλός, εντάξει, που σκέφτεται τους άλλους, καλοσυνάτος, γλυκομίλητος, ευκοινώνητος, συμπαθητικός, ευχάριστος, ευγενικός, προσηνής, καταδεχτικός, ευγενής, ευγενικός, καταδεκτικός, φιλικός, εξυπηρετικός, περιποιητικός, υποχωρητικός, ενδοτικός, πρόθυμος, καλόκαρδος, ήπιος, πράος, ήρεμος, ευγενικός, στοργικός, τρυφερός, ευμενής, προσηνής, εγκάρδιος, φιλικός, ευγενικός, ευχάριστος, φιλικός, ευγενικός, εγκάρδιος, φιλικός, ευγενικός, ευγενής, φιλικός, άσπλαχνος, άκαρδος, σκληρός, αγενής, μπορείτε παρακαλώ...;, καλός λόγος, είμαι επιεικής, είμαι ευγενικός, δείχνω καλοσύνη/ευαισθησία προς, νοιάζομαι για, ψυχρή υποδοχή,ψυχρολουσία, συμπεριφέρομαι φιλικά. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης amable

φιλικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Él es una persona muy amable. Todo el mundo lo quiere.
Είναι τόσο φιλικό άτομο! Όλοι τον συμπαθούν.

καλός, ευγενικός

adjetivo de una sola terminación

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ese señor amable me ayudó a cruzar la calle.
Αυτός ο καλός (or: ευγενικός) κύριος με βοήθησε να περάσω απέναντι.

καλός, ευγενικός, καλοσυνάτος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Es tan amable que dedicó su tiempo a ayudarme con los deberes.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Είναι τόσο καλή. Βρήκε χρόνο να με βοηθήσει με τα μαθήματά μου.

ήπιος, πράος

(άνθρωπος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Fred era un ser amable y todos los querían.
Ο Φρεντ ήταν ένας πράος άνθρωπος, αγαπητός από όλους.

ευγενής, αβρός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Chris es amable, pero parece un estafador.

της γειτονιάς

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

καλός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Phil es una persona muy amable.
Ο Φιλ είναι ωραίος τύπος.

ευγενικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Fue muy amable de tu ex jefe haberte enviado una tarjeta por tu cumpleaños.
Ήταν ευγενικό εκ μέρους του παλιού σου αφεντικού να σου στείλει κάρτα γενεθλίων.

τρυφερός, στοργικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La amable esposa de Peter lo animó cuando él perdió su empleo.
Η στοργική γυναίκα του Πίτερ τον παρηγόρησε όταν έχασε τη δουλειά του.

ευγενικός, ευγενής

adjetivo de una sola terminación (ευγένεια)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Su amable recibimiento fue bien recibido por los invitados.
Ο ευγενικός χαιρετισμός της ήταν καλοδεχούμενος από τους επισκέπτες.

καλοσυνάτος, καλόκαρδος, καλόψυχος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El amable hombre mayor trabajó en su jardín y echó un ojo a los niños durante el día.
Ο καλοκάγαθος ηλικιωμένος δούλευε στον κήπο του και πρόσεχε τα παιδιά κατά τη διάρκεια της μέρας.

καλός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La vida no ha sido amable con ella. Mira, he sido amable contigo hasta ahora, pero necesitas empezar a trabajar más duro.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Το αφεντικό δεν της φέρθηκε καλά, παρά την αφοσίωση που έδειξε τόσα χρόνια.

εντάξει

(ανεπίσημο)

Ella es amable, pero su hermana es mucho más simpática.
Καλή είναι. Η αδερφή της όμως είναι πολύ πιο φιλική.

που σκέφτεται τους άλλους

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La hija de Marilyn es muy considerada y la cuida muy bien.
Η κόρη της Μέριλιν είναι τόσο συμπονετική· φροντίζει καλά τη μητέρα της.

καλοσυνάτος, γλυκομίλητος, ευκοινώνητος, συμπαθητικός

(χαρακτήρας)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Todos en la fiesta eran simpáticos, a pesar de las opiniones políticas divididas.

ευχάριστος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Siempre me pareció un joven encantador y muy agradable.
Πάντα τον θεωρούσα ένα γοητευτικό και ευχάριστο νεαρό άνδρα.

ευγενικός, προσηνής, καταδεχτικός

(αβρός)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Sus corteses modales hicieron que todos se sintieran cómodos.

ευγενής

(άτομο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Fue muy noble de tu parte dejar tu sitio en la mesa.
Ήταν ευγενές εκ μέρους σας να προσφέρετε τη θέση σας στο τραπέζι.

ευγενικός, καταδεκτικός, φιλικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Mi tío era un tipo afable con sonrisa fácil.

εξυπηρετικός, περιποιητικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El servicial empleado ayudó al patrón a encontrar un lindo vestido nuevo.

υποχωρητικός, ενδοτικός, πρόθυμος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

καλόκαρδος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ήπιος, πράος, ήρεμος, ευγενικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
¿Quién iba a creer que el apacible Sr. Smith terminaría siendo un asesino?

στοργικός, τρυφερός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ευμενής, προσηνής, εγκάρδιος

(συμπεριφορά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Si tienes una actitud simpática, la gente querrá incluirte.

φιλικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Jeff siempre ha sido perfectamente cordial conmigo.

ευγενικός, ευχάριστος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La sonrisa agradable de Catherine hacía que todos la quisieran.

φιλικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ευγενικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La gente educada no discute en público.
Οι πολιτισμένοι άνθρωποι δεν τσακώνονται δημοσίως.

εγκάρδιος, φιλικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Pensé que fue muy cordial de parte de Nicole pedirle a su prima que sea dama de honor en la boda.

ευγενικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Es muy cortés de tu parte ayudarme.
Ήταν ευγενικό εκ μέρους σου να με βοηθήσεις.

ευγενής

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

φιλικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Era amigable con la nueva chica, quien apreció su amabilidad.
Ήταν φιλική με το καινούριο κορίτσι, το οποίο εκτίμησε την καλοσύνη της.

άσπλαχνος, άκαρδος, σκληρός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αγενής

locución adjetiva (έλλειψη ευγένειας)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μπορείτε παρακαλώ...;

expresión (formal)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
¿Sería tan amable de decirme dónde queda el baño?
Μπορείτε παρακαλώ να μου πείτε που βρίσκεται το μπάνιο;

καλός λόγος

nombre femenino

Mi vecino es muy simpático y siempre tiene una palabra amable para todos.

είμαι επιεικής, είμαι ευγενικός

locución verbal

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
No seas amable conmigo, debes decir lo que realmente piensas.
Μην είσαι επιεικής (or: Μην είσαι ευγενικός) μαζί μου. Πρέπει να πεις αυτό που πιστεύεις.

δείχνω καλοσύνη/ευαισθησία προς, νοιάζομαι για

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
¿No te han enseñado a ser amable con tus mayores?

ψυχρή υποδοχή,ψυχρολουσία

(PR) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

συμπεριφέρομαι φιλικά

locución verbal

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του amable στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.