Τι σημαίνει το ambiente στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης ambiente στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του ambiente στο πορτογαλικά.

Η λέξη ambiente στο πορτογαλικά σημαίνει περιβάλλον, περιβάλλον, περιβάλλον, περιβάλλων, περιβάλλον, κλίμα, ατμοσφαιρικός, περιβάλλον, περιβάλλον, χώρος εργασίας, εργασιακός χώρος, μουσική ασανσέρ, θερμοκρασία δωματίου, θερμοκρασία περιβάλλοντος, φυσικό περιβάλλον, δομημένο περιβάλλον, επιχειρηματικό περιβάλλον, εταιρικό περιβάλλον, οικιακό περιβάλλον, εχθρικό περιβάλλον, νοσοκομειακό περιβάλλον, υγιεινό περιβάλλον, υγιές περιβάλλον, σχολικό περιβάλλον, αστικό τοπίο, δήθεν προστασία του περιβάλλοντος, σύστημα οργάνωσης γραφείων όπου οι υπάλληλοι δεν έχουν συγκεκριμένο χώρο εργασίας, θόρυβος βάθους, φωτισμός περιβάλλοντος, προετοιμάζω το έδαφος, επιφάνεια εργασίας, μίασμα, θερμοκρασία δωματίου, αερίζω, ξεσκονίζω, φρεσκάρω, αύρα, αίγλη, της επιφάνειας εργασίας, εργασιακό περιβάλλον. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης ambiente

περιβάλλον

substantivo masculino (φυσικές συνθήκες)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
O ambiente amazônico pode ser difícil para humanos.
Το περιβάλλον στον Αμαζόνιο μπορεί να είναι σκληρό για τους ανθρώπους.

περιβάλλον

substantivo masculino (χώρος γύρω)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
O ambiente em muitas cidades é barulhento.
Σε πολλές πόλεις το περιβάλλον είναι θορυβώδες.

περιβάλλον

substantivo masculino (προσωπικό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A vida é difícil para ele por causa do seu ambiente familiar.
Η ζωή του είναι δύσκολη εξαιτίας του οικογενειακού του περιβάλλοντος.

περιβάλλων

adjetivo

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
Οι περιβάλλοντες ήχοι του δωματίου παρεμβλήθηκαν στην ηχογράφηση.

περιβάλλον, κλίμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Το περιβάλλον (or: κλίμα) στο πάρτυ του Τζον και της Ρόουζ ήταν χαλαρό και φιλικό.

ατμοσφαιρικός

adjetivo (música) (μουσική)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Η ατμοσφαιρική μουσική που ακούγεται σε κάποια μαγαζιά υποτίθεται ότι χαλαρώνει τους πελάτες.

περιβάλλον

substantivo masculino (κοινωνικό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Αισθάνεται πιο άνετα σε καλλιτεχνικό περιβάλλον.

περιβάλλον

(φύση)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
O meio ambiente está mudando devido ao aquecimento global.
Το περιβάλλον αλλάζει εξαιτίας της υπερθέρμανσης του πλανήτη.

χώρος εργασίας, εργασιακός χώρος

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
É importante ter um lugar de trabalho onde possa se sentir confortável; afinal de contas, você passa muito tempo lá!
Είναι σημαντικό να δουλεύει κανείς σε έναν εργασιακό χώρο όπου νιώθει άνετα, καθώς περνά πολύ χρόνο εκεί.

μουσική ασανσέρ

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

θερμοκρασία δωματίου

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

θερμοκρασία περιβάλλοντος

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Καλώς ήλθατε στο Φοίνιξ, όπου η θερμοκρασία περιβάλλοντος το καλοκαίρι είναι κατά μέσο όρο 95 βαθμοί Φαρενάιτ.

φυσικό περιβάλλον

(hábitat)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

δομημένο περιβάλλον

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

επιχειρηματικό περιβάλλον, εταιρικό περιβάλλον

οικιακό περιβάλλον

εχθρικό περιβάλλον

(vizinhança ou condições hostis)

νοσοκομειακό περιβάλλον

υγιεινό περιβάλλον, υγιές περιβάλλον

σχολικό περιβάλλον

αστικό τοπίο

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

δήθεν προστασία του περιβάλλοντος

(από εταιρείες)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σύστημα οργάνωσης γραφείων όπου οι υπάλληλοι δεν έχουν συγκεκριμένο χώρο εργασίας

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

θόρυβος βάθους

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

φωτισμός περιβάλλοντος

substantivo feminino

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

προετοιμάζω το έδαφος

(condicionar)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Η οικονομική συμφωνία προετοίμασε το έδαφος για πλήρη πολιτική συνεργασία.

επιφάνεια εργασίας

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

μίασμα

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

θερμοκρασία δωματίου

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

αερίζω, ξεσκονίζω, φρεσκάρω

locução verbal (κυριολεκτικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αύρα, αίγλη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ben ficou impressionado com a atmosfera romântica das ruínas.
Ο Μπεν έμεινε έκπληκτος από την αίγλη των ερειπίων.

της επιφάνειας εργασίας

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εργασιακό περιβάλλον

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του ambiente στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.