Τι σημαίνει το amor στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης amor στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του amor στο ισπανικά.
Η λέξη amor στο ισπανικά σημαίνει αγάπη, αγάπη, αγάπη, αγάπη, αγάπη μου, έρωτας, αγάπη, αγάπη, αγαπημένος, μωρό, μωράκι, άνθρωπος, αγαπημένος, αγαπημένη, μπέμπης, μπέμπα, αγάπη μου, αγαπούλα μου, γλυκέ μου, γλυκιά μου, έρωτας, γλυκός, καλός, αγάπη μου, συμπαθής, αξιαγάπητος, αγαπημένος, αγαπημένη, έρωτας, γλυκέ μου, γλυκιά μου, κάνω έρωτα, περηφάνια, υπερηφάνεια, που δεν τον έχουν αγαπήσει, που δεν έχει νιώσει αγάπη, με αγάπη, με τρυφερότητα, με στοργή, με πολλή αγάπη, εγωισμός, ρομάντζο, χωρίς αγάπη, από αγάπη, με στοργή, τρελά ερωτευμένος, η απουσία αυξάνει την ένταση της αγάπης, για όνομα του θεού! έλεος!, για όνομα του θεού! έλεος!, για όνομα του Θεού!, έλεος!, για όνομα του Θεού, κάντε έρωτα, όχι πόλεμο, που να πάρει ο διάολος, κάρτα για τη μέρα του Αγίου Βαλεντίνου, νεανικός έρωτας, εφηβικός έρωτας, αληθινή αγάπη, πράξη αγάπης, αδερφική αγάπη, απαγορευμένος έρωτας, παράνομος έρωτας, ελεύθερος έρωτας, θεά του έρωτα, ερωτικό γράμμα, ερωτικό τραγούδι, αισθηματική ιστορία, μητρική αγάπη, μητρική αγάπη, αγάπη μου, γονική αγάπη, συνουσία, σωματική επαφή, ερωτικό πάθος, πραγματική αγάπη, αληθινή αγάπη, ταινία που απευθύνεται σε γυναικείο κοινό, ερωτικό γράμμα, ενθουσιασμός, χαμένη αγάπη, έρωτας με την πρώτη ματιά, κόμπος της αληθινής αγάπης, ζεστό σπίτι, ερωτική πράξη, αγάπη για το σχολείο, αγάπη για τον εαυτό μου, χλωρόφυτο, δίψα για ζωή, για το καλό κπ, αγάπη για τα έργα τέχνης, αυτοεκτίμηση, στοργή και προδέρμ, κτ που γίνεται για ευχαρίστηση, ερωτική φωλιά, που έχουν σχέση από το σχολείο, ειρήνη και αγάπη, από αγάπη για, κάνω έρωτα, βρίσκω την αληθινή αγάπη, κερδίζω τη συμπάθεια κπ, με αγάπη, αμάν, απαγορευμένος έρωτας, παράνομος έρωτας, εκδήλωση αγάπης, πραγματική αγάπη, αυτοσεβασμός, τρελός για κπ, προτίμηση για κτ, ιπποτικός έρωτας, με αυτοσεβασμό, που σέβεται τον εαυτό του, ψεύτικη αγάπη. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης amor
αγάπηnombre masculino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) El amor es probablemente la emoción humana más importante. Η αγάπη είναι ίσως το πιο σημαντικό συναίσθημα του ανθρώπου. |
αγάπη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Puedes ver el amor que siente por él en sus ojos. Μπορούσες να δεις την αγάπη της για αυτόν στα μάτια της. |
αγάπη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ella fue mi primer amor. Ήταν ο πρώτος μου έρωτας. |
αγάπη, αγάπη μου
(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Amor, ¿me pasas el mando a distancia? Αγάπη (or: Αγάπη μου), μπορείς να μου δώσεις το τηλεκοντρόλ; |
έρωταςnombre masculino (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Su amor le hacía sentirse tan bien. Ο έρωτάς του γι' αυτήν την έκανε να νιώθει πολύ ωραία. |
αγάπη(figurado) (για κάτι) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Su amor por el baloncesto era evidente para todos. Η αγάπη του για το μπάσκετ ήταν φανερή σε όλους. |
αγάπη(figurado) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Su primer amor fue el ballet. Το μπαλέτο ήταν η πρώτη της αγάπη. |
αγαπημένοςnombre masculino (σύντροφος) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Dale una rosa a tu amor. Πρόσφερε στην καλή σου ένα τριαντάφυλλο. |
μωρό, μωράκι(ανεπίσημο) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Después del baile, mi amor y yo caminamos a lo largo de la playa. Μετά τον χορό, το μωρό μου και εγώ περπατήσαμε στην άμμο. |
άνθρωποςnombre masculino (figurado) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Ella es un amor de mujer. |
αγαπημένος, αγαπημένη(ερωτική σχέση) Me casaré con mi amor a más tardar en la primavera. |
μπέμπης, μπέμπα(AmL) (παιδί) (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) |
αγάπη μου, αγαπούλα μου
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
γλυκέ μου, γλυκιά μου(καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) ¿Qué tal te fue en el trabajo, cariño? Είχες μια καλή μέρα στην δουλειά, γλυκέ μου; |
έρωτας
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Imogen no cree que el romance valga la pena. Η Ίμοτζεν πιστεύει ότι δεν αξίζει να κάνει κανείς τόση προσπάθεια για τον έρωτα. |
γλυκός, καλός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Gracias por ayudarme con ese trabajo. Eres un encanto. Ευχαριστώ που με βοήθησες με αυτή την δουλειά· είσαι τόσο γλυκός. |
αγάπη μου
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ven aquí, cariño, y dame un abrazo. |
συμπαθής, αξιαγάπητος(figurado) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) James es un hombre dulce. |
αγαπημένος, αγαπημένη
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
έρωτας(figurado) (μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Ο έρωτάς της με οτιδήποτε ιαπωνικό ξεκίνησε πριν από δύο χρόνια, μετά τις διακοπές της στην Ιαπωνία. |
γλυκέ μου, γλυκιά μου
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ven y siéntate junto a mí, precioso. |
κάνω έρωταlocución verbal (tener sexo) (καθομ: σε κάποιον) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Quiero que hoy me hagas el amor con pasión. Θέλω να μου κάνεις παθιασμένο έρωτα σήμερα, μωρό μου. |
περηφάνια, υπερηφάνεια
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Tiene demasiado orgullo para admitir que estaba equivocado. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Με καμάρι μας ανακοίνωσε ότι πήρε άριστα στο διαγώνισμα. |
που δεν τον έχουν αγαπήσει, που δεν έχει νιώσει αγάπη
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
με αγάπη, με τρυφερότητα, με στοργή
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
με πολλή αγάπη(στο διαδίκτυο) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Mi mamá me envió un mensaje que decía "Hoy vuelvo tarde. Besos". |
εγωισμός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Me parece que su nuevo esposo es todo ego. |
ρομάντζο(libro) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) A Linda le gusta leer romances. Στη Λίντα αρέσει να διαβάζει ρομάντζα. |
χωρίς αγάπηlocución adjetiva (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La pobre Cynthia está estancada en un matrimonio sin amor. |
από αγάπηlocución adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Cuando me case, me casaré sólo por amor. |
με στοργήlocución adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
τρελά ερωτευμένος
Luego de su primera cita con Matt, Cara estaba locamente enamorada de él. |
η απουσία αυξάνει την ένταση της αγάπηςexpresión (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
για όνομα του θεού! έλεος!interjección (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) ¡Por el amor de Dios! ¿Cuántas veces tengo que decirte que limpies tu habitación? |
για όνομα του θεού! έλεος!interjección (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) ¡Por el amor de Dios! ¡Déjame en paz cuando intento leer! |
για όνομα του Θεού!, έλεος!interjección (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Deja de molestar a tu hermana, ¡por el amor de Dios! Σταμάτα να είσαι κακός με την αδερφή σου, για όνομα του Θεού! Για όνομα του Θεού, μην το κάνεις αυτό! |
για όνομα του Θεούinterjección (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) John, por el amor de Dios, siéntate quietecito durante un minuto y déjame pensar. |
κάντε έρωτα, όχι πόλεμοexpresión (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) "Sí al amor, no a la guerra" es la consigna más famosa del movimiento hippie. |
που να πάρει ο διάολοςlocución interjectiva (καθομιλουμένη, προσβλητικό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κάρτα για τη μέρα του Αγίου Βαλεντίνου
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
νεανικός έρωτας, εφηβικός έρωτας
Los dos adolescentes sentían un amor adolescente. |
αληθινή αγάπη
Creo que esto que tengo con Nelson es el amor de verdad. |
πράξη αγάπης
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αδερφική αγάπηlocución nominal masculina (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
απαγορευμένος έρωτας, παράνομος έρωταςlocución nominal masculina (sexual) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
ελεύθερος έρωταςlocución nominal masculina (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
θεά του έρωτα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ερωτικό γράμμα(κυριολεκτικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Él le escribió una carta de amor todos los días mientras estuvo fuera. |
ερωτικό τραγούδιlocución nominal femenina (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La mayoría de las canciones pop son canciones de amor. |
αισθηματική ιστορίαlocución nominal femenina (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Fue una bonita historia de amor. |
μητρική αγάπηlocución nominal masculina Estudios han demostrado que el amor maternal es fundamental para el desarrollo de niños sanos y con buena autoestima. |
μητρική αγάπηlocución nominal masculina (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Se supone que el amor de madre es instantáneo, pero las recién paridas lo que quieren es descansar. |
αγάπη μου(καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) ¿Vienes, mi amor? Έρχεσαι αγάπη μου; |
γονική αγάπη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
συνουσία, σωματική επαφήlocución nominal masculina (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ερωτικό πάθος
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πραγματική αγάπη, αληθινή αγάπη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Todos podían ver que lo de la pareja era amor verdadero, no podían sacarse los ojos de encima. Η αληθινή αγάπη του ζευγαριού ήταν εμφανής σε όλους. Δεν μπορούσαν να πάρουν ο ένας τα μάτια του από τον άλλον. |
ταινία που απευθύνεται σε γυναικείο κοινόexpresión (coloquial) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) ¡Cada vez que sale una de amor, es mi novio quien quiere verla, no yo! |
ερωτικό γράμμα
Carlos le mandó una carta de amor perfumada a su enamorada. |
ενθουσιασμός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
χαμένη αγάπη
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Hoy tuve noticias de un viejo amor. |
έρωτας με την πρώτη ματιά
(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) Cuando Harry conoció a Sally no fue un amor a primera vista, se enamoraron años más tarde. |
κόμπος της αληθινής αγάπης
(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
ζεστό σπίτιlocución nominal masculina (μεταφορικά) |
ερωτική πράξηverbo transitivo (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Tener sexo no es necesariamente lo mismo que hacer el amor. |
αγάπη για το σχολείο(στο οποίο φοιτά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Cuando era pequeña no tenía mucho amor por el colegio, pero aun así es profesora. |
αγάπη για τον εαυτό μουlocución nominal masculina (αυτοεκτίμηση) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
χλωρόφυτοlocución nominal masculina (planta) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) En ese rincón de sombra te irá bien un lazo de amor. |
δίψα για ζωή(μεταφορικά) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
για το καλό κπ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αγάπη για τα έργα τέχνης
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αυτοεκτίμησηlocución nominal masculina (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
στοργή και προδέρμexpresión (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κτ που γίνεται για ευχαρίστηση
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ερωτική φωλιάlocución nominal masculina (figurado, coloquial) |
που έχουν σχέση από το σχολείοlocución nominal masculina (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Eso fue un amor de colegio. |
ειρήνη και αγάπηexpresión |
από αγάπη γιαlocución preposicional (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Me gusta la jardinería por el amor de ver cómo crecen las cosas. |
κάνω έρωταlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La encuesta reveló que una pareja promedio hace el amor tres veces por semana. |
βρίσκω την αληθινή αγάπηlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) El romántico adolescente espera encontrar el amor verdadero. |
κερδίζω τη συμπάθεια κπlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
με αγάπηlocución adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Con amor, tu padre. |
αμάνinterjección (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) ¡Por el amor de Dios! Ya llevamos aquí media hora y todavía no nos han servido. |
απαγορευμένος έρωτας, παράνομος έρωταςlocución nominal masculina (romántico) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
εκδήλωση αγάπης(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La película es una muestra de amor a Roma. |
πραγματική αγάπηnombre masculino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Después de dieciocho años separados, ella se reunió con su verdadero amor. |
αυτοσεβασμόςlocución nominal masculina (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
τρελός για κπ(μεταροφικά) Piensa en él todo el tiempo porque está loca de amor por él. Τον σκέφτεται όλη την ώρα γιατί είναι τρελή γι' αυτόν. |
προτίμηση για κτ
Desde que se mudó a Italia, George adquirió un gusto por los trajes caros. |
ιπποτικός έρωτας
|
με αυτοσεβασμό, που σέβεται τον εαυτό του
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ψεύτικη αγάπη
|
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του amor στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του amor
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.