Τι σημαίνει το false στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης false στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του false στο Αγγλικά.

Η λέξη false στο Αγγλικά σημαίνει ψευδής, αναληθής, ψεύτικος, λάθος, που δεν είναι αληθινός, ψευδομαρτυρώ, ψευδομαρτυρώ, ψευδομαρτυρώ, ψευδής κατηγορία, παραπλανητική διαφήμιση, λάθος συναγερμός, εσφαλμένος συναγερμός, λάθος συναγερμός, εσφαλμένος συναγερμός, ψευδόφιλη λέξη, ψεύτικες βλεφαρίδες, φρούδες ελπίδες, παράνομη κράτηση, ψευδοκύηση, άκυρη εκκίνηση, λάθος βήμα, τεχνητή οδοντοστοιχία. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης false

ψευδής, αναληθής

adjective (statement: not true)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The witness made a false statement and was arrested for perjury.
Η μάρτυρας έδωσε ψευδή κατάθεση και τη συνέλαβαν για ψευδορκία.

ψεύτικος

adjective (artificial, fake)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Laura got false nails at the salon.
Η Λώρα έβαλε ψεύτικα νύχια στο κομμωτήριο.

λάθος

adjective (untrue idea, belief)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)
Peter was under the false impression that his job was safe.
Ο Πήτερ είχε τη λανθασμένη εντύπωση πως η θέση εργασίας του ήταν ασφαλής.

που δεν είναι αληθινός

adjective (friend: not faithful)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Tim was a false friend, he was only interested in himself.
Ο Τιμ ήταν δεν ήταν αληθινός φίλος. Τον ένοιαζε μόνο ο εαυτός του.

ψευδομαρτυρώ

verbal expression (lie in court)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The law takes the act of bearing false witness very seriously.

ψευδομαρτυρώ

verbal expression (Bible: lie about [sb])

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The sin of bearing false witness is a serious offense before God.

ψευδομαρτυρώ

verbal expression (Bible: lie about [sb]) (εις βάρος κάποιου)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
You shall not bear false witness against your neighbor.

ψευδής κατηγορία

noun (law: wrongful allegation)

παραπλανητική διαφήμιση

noun (misleading marketing)

λάθος συναγερμός, εσφαλμένος συναγερμός

noun (false report of fire)

λάθος συναγερμός, εσφαλμένος συναγερμός

noun ([sth] untrue causing alarm)

ψευδόφιλη λέξη

noun (word: appears related to another)

ψεύτικες βλεφαρίδες

plural noun (fake eyelid hairs)

Many dancers use false eyelashes to make their eyes stand out.

φρούδες ελπίδες

noun (misplaced optimism)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

παράνομη κράτηση

(unlawful restraint)

ψευδοκύηση

noun (pregnancy symptoms when not pregnant)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

άκυρη εκκίνηση

noun (in a race) (σε αγώνα)

λάθος βήμα

noun (foolish act)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
The politician's false step cost him his career.
Το λάθος βήμα του πολιτικού του κόστισε την καριέρα του.

τεχνητή οδοντοστοιχία

plural noun (dentures)

It is difficult to eat corn when you have false teeth.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του false στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του false

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.