Τι σημαίνει το attaque στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης attaque στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του attaque στο Γαλλικά.

Η λέξη attaque στο Γαλλικά σημαίνει επίθεση, επίθεση, επίθεση, επίθεση, γίνομαι στόχος επίθεσης, μανία να τραφούν, χτύπημα, κτύπημα, έφοδος, επίθεση, επέλαση, επίθεση, κρίση, παιχνίδι στο οποίο ένας παίκτης προσπαθεί να προωθήσει την μπάλα πέρα από τη γραμμή επίθεσης, εγκεφαλικό επεισόδιο, ξυλοδαρμός, επιτίθεμαι, επιτίθεμαι, τρώω, καταβροχθίζω, αρπάζω, επιτίθεμαι, ξεσπάω, ξεσπώ, επιτίθεμαι σε κτ/κπ, επιτίθεμαι λεκτικά σε κπ, επιτίθεμαι σε κπ, επιτίθεμαι σε κπ/κτ, όρμα, επιτίθεμαι, ορμάω, επιτίθεμαι, επιτίθεμαι σε κτ, κατασπαράζω, παρενοχλώ, επιτίθεμαι σε κπ, ρίχνομαι σε κτ, επιτίθεμαι σε κτ/κπ, κάνω εισαγωγή, επιτίθεμαι σε κπ, επιτίθεμαι, ξεκινώ να τρώω, επιτίθεμαι σε κπ, επιτίθεμαι, τρώω, επιτίθεμαι άσχημα, γίνομαι εχθρικός, γίνομαι επιθετικός, που έχει υποστεί κρυοπαγήματα, αντεπίθεση, αντεπίθεση, ανταπόδοση, ευάλωτος σε επίθεση, κεραυνοβόλα επίθεση, μαχαίρωμα, εναέρια επίθεση, αντίδραση, αιφνιδιαστική επίθεση, αεροπορική επίθεση, γωνία προσβολής, επίθεση με δηλητηριώδες αέριο, μαζική επίθεση, σχέδιο επίθεσης, επιθετική τακτική, αεροπορική επιδρομή, αεροπορική επιδρομή, εξαπολύω επίθεση, παραπέμπομαι σε δίκη, παθαίνω κρίση, επιθετικός, έντονη προσπάθεια, προληπτική ενέργεια, χείλος προσβολής. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης attaque

επίθεση

(Militaire)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'attaque a duré douze heures avant que l'ennemi ne se rende.
Η επίθεση διήρκεσε δώδεκα ώρες πριν παραδοθεί ο εχθρός.

επίθεση

(Sports)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'attaque de l'équipe vers le but a pris ses adversaires par surprise.
Η επίθεση της ομάδας στο τέρμα εξέπληξε τους αντιπάλους τους.

επίθεση

nom féminin (αθλητικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'attaque a été puissante pendant la première mi-temps, mais a faibli ensuite.
Η επίθεση ήταν πολύ καλή στο πρώτο ημίχρονο, αλλά μετά έπεσε.

επίθεση

(πράξη)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'attaque l'a laissé avec le nez cassé.
Η επίθεση που δέχτηκε τον άφησε με σπασμένη μύτη.

γίνομαι στόχος επίθεσης

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ils comprirent alors que le château était attaqué.

μανία να τραφούν

nom féminin (d'animaux, pour manger) (καρχαρίες, πιράνχας κλπ.)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

χτύπημα, κτύπημα

nom féminin (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
J'en ai marre de ces attaques constantes à cause de ce que j'ai dit.

έφοδος, επίθεση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Une attaque de l'ennemi peut survenir à tout moment.

επέλαση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'attaque de l'ennemi fut soudaine et brutale.

επίθεση

(Militaire) (στρατιωτική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Les troupes ont été prises au dépourvu par un assaut éclair.
Τα στρατεύματα πιάστηκαν στον ύπνο κατά την ολοσχερή επίθεση.

κρίση

(santé)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il a des crises de temps en temps.

παιχνίδι στο οποίο ένας παίκτης προσπαθεί να προωθήσει την μπάλα πέρα από τη γραμμή επίθεσης

(Football américain, anglicisme) (αμερικανικό ποδόσφαιρο)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Le quart-arrière fut taclé, ce qui permit à l'attaquant de faire un beau rush.

εγκεφαλικό επεισόδιο

(Médecine) (ιατρική)

Mon grand-père est mort d'un AVC (or: accident vasculaire cérébral).
Ο παππούς μου πέθανε από εγκεφαλικό.

ξυλοδαρμός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

επιτίθεμαι

(personne)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les voleurs l'ont attaqué (or: l'ont agressé) dans la rue.
Οι ληστές του επιτέθηκαν στο δρόμο.

επιτίθεμαι

verbe transitif (verbalement) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le candidat a vicieusement critiqué (or: attaqué) son opposant.
Η υποψήφια επιτέθηκε άγρια στον αντίπαλό της.

τρώω, καταβροχθίζω

(familier) (φαγητό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Φάτο πριν κρυώσει.

αρπάζω

(καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Άρπα την, κύριε! φώναξε ο Σέρλοκ Χόλμς, τραβώντας το μπαστούνι-σπαθί του.

επιτίθεμαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le gang a attaqué sa victime sans prévenir. La meute a attaqué le renard.

ξεσπάω, ξεσπώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ian a tendance à attaquer (or: à se défendre) s'il pense qu'il est personnellement critiqué.
Ο Ίαν έχει την τάση να ξεσπάει αν νομίζει πως τον κρίνουν σε προσωπικό επίπεδο.

επιτίθεμαι σε κτ/κπ

Un serpent enroulé attaquera tout ce qui le menace.
Τα κουλουριασμένα φίδια επιτίθενται σε οτιδήποτε τα απειλεί.

επιτίθεμαι λεκτικά σε κπ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Οι αντίπαλοι του πολιτικού του επιτίθενται συνεχώς λεκτικά στις δημόσιες ομιλίες.

επιτίθεμαι σε κπ

Un des hommes a attaqué Ed avec un couteau.

επιτίθεμαι σε κπ/κτ

verbe transitif

Les deux hommes ont attaqué leur victime alors que celle-ci marchait dans la rue.
Οι δύο άντρες επιτέθηκαν στο θύμα τους ενώ περπατούσε στον δρόμο.

όρμα

verbe transitif (chien) (προστακτική: σε σκύλο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Allez, mon chien, attaque !

επιτίθεμαι, ορμάω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Soudain, le chien l'a attaqué, lui grognant dessus.
Ξαφνικά, του όρμησε ο σκύλος γρυλίζοντας άγρια.

επιτίθεμαι

verbe transitif (κάνω επίθεση)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le boxeur attaqua du gauche.
Ο μποξέρ επιτέθηκε με την αριστερή γροθιά του.

επιτίθεμαι σε κτ

La milice attaqua la garnison.

κατασπαράζω

(figuré, par la parole) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les critiques ont attaqué le tout dernier film du réalisateur.

παρενοχλώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les guérilleros attaquaient constamment les voies d'approvisionnement des envahisseurs.

επιτίθεμαι σε κπ

verbe transitif

Des manifestants en colère ont tenté d'attaquer le politicien.

ρίχνομαι σε κτ

verbe transitif (figuré, familier) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

Jose a attaqué le dîner comme s'il n'avait pas mangé depuis une semaine.
Ο Τζος έπεσε με τα μούτρα στο βραδινό του λες και είχε να φάει πάνω από μία εβδομάδα.

επιτίθεμαι σε κτ/κπ

κάνω εισαγωγή

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il a abordé le sujet en donnant un aperçu historique.
Έκανε την εισαγωγή στο θέμα με κάποια ιστορικά στοιχεία.

επιτίθεμαι σε κπ

verbe transitif

επιτίθεμαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Οι κλέφτες επιτέθηκαν στο θύμα τους όταν τους διέκοψαν.

ξεκινώ να τρώω

verbe transitif (manger)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

επιτίθεμαι σε κπ

Les deux hommes ont attaqué (or: agressé) James alors qu'il se promenait dans le parc.
Οι δύο άνδρες επιτέθηκαν στον Τζέιμς όταν περπατούσε στο πάρκο.

επιτίθεμαι

verbe transitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le chevalier a tiré son épée et a attaqué son ennemi.

τρώω

verbe transitif (acide corrosif) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'acide attaque le métal et laisse des marques gravées.

επιτίθεμαι άσχημα

verbe transitif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

γίνομαι εχθρικός, γίνομαι επιθετικός

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Après avoir supporté les moqueries de Tony pendant plus d'une heure, Pete s'en prit finalement à lui.
Αφού ο Τόνι τον πείραζε για παραπάνω από μία ώρα, ο Πιτ τελικά έγινε επιθετικός.

που έχει υποστεί κρυοπαγήματα

(mains, pieds)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αντεπίθεση

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ils se sont empressés de lancer une contre-attaque pour reprendre la main.

αντεπίθεση, ανταπόδοση

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ευάλωτος σε επίθεση

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Les soldats ennemis étaient en terrain découvert, à la merci d'une attaque.

κεραυνοβόλα επίθεση

(Militaire) (από τον αέρα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Les militaires ont planifié un raid aérien afin de reconquérir la ville.

μαχαίρωμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Deux victimes d'une agression à l'arme blanche (or: d'une attaque au couteau) ont été transportées à l'hôpital.

εναέρια επίθεση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αντίδραση

nom féminin (έντονη)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αιφνιδιαστική επίθεση

nom féminin

Les Britanniques ont pris Québec lors d'une attaque surprise nocturne.

αεροπορική επίθεση

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'armée a mené une attaque aérienne sur une base ennemie.

γωνία προσβολής

nom masculin (αεροδυναμική)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

επίθεση με δηλητηριώδες αέριο

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μαζική επίθεση

nom féminin

σχέδιο επίθεσης, επιθετική τακτική

nom féminin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αεροπορική επιδρομή

nom féminin

αεροπορική επιδρομή

εξαπολύω επίθεση

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παραπέμπομαι σε δίκη

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ο γείτονάς μου με πάει στα δικαστήρια.

παθαίνω κρίση

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

επιθετικός

(Sports) (αθλητικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Un jeu offensif de dernière minute nous a permis de remporter la victoire.
Το επιθετικό παιχνίδι στα τελευταία λεπτά μας έδωσε τη νίκη.

έντονη προσπάθεια

(καμπάνια)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Une campagne choc pour le nouveau parfum a été lancée la semaine dernière.

προληπτική ενέργεια

nom féminin (Militaire)

χείλος προσβολής

nom masculin (d'un avion) (αεροναυπηγική)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Le jet a perdu une section de 2,4 m du bord d'attaque de l'aile arrière après le décollage.
Μετά την απογείωση, το τζετ έχασε τμήμα μήκους 2,4 μέτρων από το χείλος πρόσβασης του ουραίου πτερυγίου.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του attaque στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του attaque

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.