Τι σημαίνει το attitude στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης attitude στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του attitude στο Αγγλικά.

Η λέξη attitude στο Αγγλικά σημαίνει στάση, συμπεριφορά, στάση, στάση, κακή συμπεριφορά, αποφασιστικότητα, ωχαδερφισμός, ζαμανφουτισμός, επιπόλαιη στάση, απερίσκεπτη στάση, χαλαρός τρόπος, αρνητική στάση,αντιμετώπιση, χαλαρή αντιμετώπιση, αταραξία, απάθεια, αδιαφορία, χαλαρή αντιμετώπιση, αταραξία, απάθεια, αδιαφορία, υιοθετώ τη στάση, δυναμικός. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης attitude

στάση

noun (mental state, disposition)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
She has a positive attitude towards work.
Έχει θετική στάση απέναντι στη δουλειά.

συμπεριφορά

noun (informal (bad attitude)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
His attitude is always getting him in trouble.

στάση

noun (posture)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
His stiff attitude shows his disdain for others.

στάση

noun (aircraft: orientation)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The steep attitude of the aircraft caused the engine to stall.

κακή συμπεριφορά

noun (negative manner)

αποφασιστικότητα

noun (positive attitude)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ωχαδερφισμός, ζαμανφουτισμός

noun (slang, potentially offensive (apathy, lack of concern)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
There's no way I'd hire him with his couldn't-give-a-damn attitude.
Δεν υπάρχει περίπτωση να τον προσλάβω με τέτοιο ζαμανφουτισμό που επιδεικνύει.

επιπόλαιη στάση, απερίσκεπτη στάση

noun (informal (recklessness)

χαλαρός τρόπος

noun (informal (relaxed approach)

Rita's laid-back attitude sometimes infuriated her boss.

αρνητική στάση,αντιμετώπιση

noun (pessimism or nay-saying)

He went into the exam with a negative attitude and, unsurprisingly, did not do well. She had a negative attitude so it was really not enjoyable to work with her.
Πήγε στο διαγώνισμα με αρνητική στάση και, όπως ήταν αναμενόμενο, δεν τα πήγε καλά. Είχε αρνητική στάση και έτσι δεν ήταν καθόλου ευχάριστο να δουλεύεις μαζί της.

χαλαρή αντιμετώπιση, αταραξία, απάθεια, αδιαφορία

noun (nonchalance, easygoing nature)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A lot of people like Carrie for her relaxed attitude and friendly smile. A lot of people like Carrie for her relaxed attitude and friendly smile.
Πολλοί συμπαθούν την Κάρι για την αταραξία της και το φιλικό της χαμόγελο.

χαλαρή αντιμετώπιση, αταραξία, απάθεια, αδιαφορία

noun (laxness, leniency)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
His relaxed attitude concerning details gets him into a lot of trouble at work. My parents took a very relaxed attitude to discipline.
Η αδιαφορία του για τις λεπτομέρειες τον βάζει σε προβλήματα στη δουλειά.

υιοθετώ τη στάση

verbal expression (adopt the stance or belief) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
She took the attitude that no news is good news.

δυναμικός

adjective (informal (forceful or uncompromising)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του attitude στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του attitude

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.