Τι σημαίνει το power στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης power στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του power στο Αγγλικά.

Η λέξη power στο Αγγλικά σημαίνει δύναμη, δυνάμεις, ενέργεια, ρεύμα, οπτικό ζουμ, δύναμη, εξουσία, ισχύς, εξουσία, κινώ, οδηγώ, δικαίωμα, δύναμη, ικανότητα, δύναμη, εξουσία, δύναμη, δύναμη, ισχύς, ενέργεια, δύναμη, δυνάμεις, σβήνω, κλείνω, σβήνω, κλείνω, σβήνω, κλείνω, ανάβω, ανοίγω, ανοίγω, απόλυτος έλεγχος, κατάχρηση εξουσίας, αεροπορικές δυνάμεις, ατομική ενέργεια, ισορροπία δυνάμεων, εξισορρόπηση δυνάμεων, διαπραγματευτική δύναμη, νοημοσύνη, δύναμη πέδησης, αγοραστική δύναμη, αγοραστική δύναμη, ιδιότητα του να τραβάω τον κόσμο, μεθυσμένος από την εξουσία, μόνιμο πληρεξούσιο, ηλεκτρικό ρεύμα, δύναμη πυρός, κίνημα των χίπηδων, που δεν πρέπει να τον πάρεις αψήφιστα, στην υψηλότερη σκάλα, πλήρης εξουσιοδότηση, μεγάλη ισχύς, επιρροή, μεγάλες δυνάμεις, έχω εξουσία/επιρροή, έχω εξουσία/επιρροή σε, έχω εξουσία, καλυπτική ικανότητα, που διψάει για εξουσία, υδραυλική ενέργεια, υδροηλεκτρική ενέργεια, στην εξουσία, στην αρμοδιότητα σου, που εξαρτάται από εσένα, έμφυτη ικανότητα, αυτεπάγγελτη εξουσία, ευφυία, νοημοσύνη, πνευματική ικανότητα, μοχλοί της εξουσίας, εξασθενώ, χάνω την εξουσία, ανθρώπινο δυναμικό, ανθρώπινο δυναμικό, κατάχρηση εξουσίας, πυρηνική ενέργεια, εργοστάσιο παραγωγής πυρηνικής ενέργειας, κυβερνών κόμμα, μετακίνηση με ποδήλατο, ισχύς ποδηλάτου, λαϊκή δύναμη, λαϊκή εξουσία, προσαρμογέας ρεύματος, σερβόφρενο, αυτός που κινεί τα νήματα, καλώδιο, κατανάλωση ενέργειας, καλώδιο ρεύματος, διακοπή ρεύματος, ηλεκτρικό τρυπάνι, διακοπή ρεύματος, καλώδιο, μηχανικός αργαλειός, ισχυόμετρο, ισχυόμετρο, βατόμετρο, εξουσία διορισμού, πληρεξουσιότητα, αυθυποβολή, ύπνωση, επιρροή, πρίζα, ηλεκτρικός μετασχηματιστής, εργοστάσιο παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, κίνηση ισχύος, ηλεκτρικός μετασχηματιστής, ρευματοδότης, υδραυλική αντλία, ηλεκτρικός αντιδραστήρας, δισκοπρίονο, πηγή ενέργειας, εργοστάσιο παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, υδραυλικό τιμόνι, πολύπριζο, δομή εξουσίας, μάχη για την εξουσία, πάροχος ενέργειας, πηγή ενέργειας, δικαιοδοσία, δικαιοδοσία, Η εξουσία στον λαό!, ηλεκτρικό εργαλείο, σύστημα κινητήρα και μετάδοσης, ηλεκτρικός μετασχηματιστής, προσπάθεια να επιβληθώ, μονάδα ενέργειας, κάνω γρήγορο βάδισμα, καθαρισμός με νερό υπό πίεση, που διψά για εξουσία, αγοραστική δύναμη, αγοραστική δύναμη, κυβερνώσα δύναμη, κυβερνητικό κτίριο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης power

δύναμη

noun (force)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He used the sledgehammer with great power, splitting the log with a single blow.
Χειρίστηκε τη βαριοπούλα με μεγάλη δύναμη, και έσχισε το κούτσουρο με ένα χτύπημα.

δυνάμεις

plural noun (faculties, esp. mental)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Although he was a great writer, towards the end his powers waned.
Παρόλο που ήταν καταπληκτικός συγγραφέας προς το τέλος οι ικανότητές του μειώθηκαν.

ενέργεια

noun (energy)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
This battery still has power.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Θα χρησιμοποιήσουμε την μπαταρία για πηγή ενέργειας.

ρεύμα

noun (electricity)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The house lost power for three hours last night. We had to use candles and couldn't watch TV.
Το ρεύμα έπεσε για τρεις ώρες στο σπίτι χθες. Χρειάστηκε να ανάψουμε κεριά και δεν μπορούσαμε να δούμε τηλεόραση.

οπτικό ζουμ

noun (lens) (φακός)

That lens has a power of 10x.
Αυτός ο φακός έχει μεγεθυντική ικανότητα 10x.

δύναμη, εξουσία, ισχύς

noun (authority)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The owner of the company has the power to fire any workers if he needs to.
Ο ιδιοκτήτης της εταιρείας έχει την εξουσία να απολύσει όποιον εργαζόμενο θέλει, άμα χρειαστεί.

εξουσία

noun (political control)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
After winning the election, the democrats took power.
Οι δημοκρατικοί ανέλαβαν την εξουσία όταν κέρδισαν τις εκλογές.

κινώ

transitive verb (supply energy to)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The wind powers the electrical generator.
Ο άνεμος κινεί την ηλεκτρική γεννήτρια.

οδηγώ

transitive verb (figurative (drive, give energy to) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The midfielder powered the winning football team to victory.
Ο μέσος οδήγησε την ποδοσφαιρική ομάδα στη νίκη.

δικαίωμα

noun (law: right)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The law says that the landlord has the power to evict you from the house if you don't pay the rent.

δύναμη

noun (physical ability)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He doesn't have the power to lift his arm over his head.

ικανότητα

noun (faculty, ability)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
She seems to have the power to make everyone fall in love with her.

δύναμη

noun (nation)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
France was once a great power, and remains highly influential in world affairs.

εξουσία, δύναμη

noun (figurative (powerful person, group)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He is the real power in that government, not the prime minister.
Αυτός είναι στην πραγματικότητα το μεγάλο κεφάλι στην κυβέρνηση, όχι ο πρωθυπουργός.

δύναμη

noun (military force) (στρατιωτική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The army used overwhelming power to defeat the enemy.

ισχύς

noun (physics: energy transfer) (μόνο ενικός)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
In physics, power is a measure of energy transfer during a time period.

ενέργεια

noun (mechanical energy)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The internal combustion engine creates power for cars.

δύναμη

noun (math)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Two to the power of three (2³) is eight.
Δύο εις στην τρίτη (2³) κάνει οκτώ.

δυνάμεις

plural noun (divinity, deity)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
May the celestial powers grant you long life!

σβήνω, κλείνω

phrasal verb, transitive, separable (computer: switch off) (Η/Υ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
At the end of the working week, the computer should be powered down; you should also power it down during holidays.

σβήνω, κλείνω

phrasal verb, intransitive (computer: be switched off)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

σβήνω, κλείνω

phrasal verb, transitive, separable (computer: shut down) (Η/Υ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Before leaving the office, I always power off my computer. Never forget to power your computer off before you go home for the night.
Πριν φύγω από το γραφείο σβήνω πάντοτε τον υπολογιστή μου. Ποτέ μην ξεχνάτε να κλείσετε τον υπολογιστή σας πριν πάτε σπίτι στο τέλος της ημέρας.

ανάβω, ανοίγω

phrasal verb, transitive, separable (computing, etc.: turn on, start)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ανοίγω

phrasal verb, intransitive (computer: be switched on)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

απόλυτος έλεγχος

noun (total control, authoritarianism)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Hitler maintained absolute power in Nazi Germany.

κατάχρηση εξουσίας

noun (using authority for own benefit)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Violence against children is an abuse of power.

αεροπορικές δυνάμεις

(military)

ατομική ενέργεια

noun (nuclear energy)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Atomic power is usually called nuclear power.

ισορροπία δυνάμεων, εξισορρόπηση δυνάμεων

noun (between nations)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The balance of power shifted when the king became ill, with parliament becoming more independent.

διαπραγματευτική δύναμη

noun (influence in negotiating deals)

νοημοσύνη

noun (intellectual or mental capacity)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Eating fish is supposed to increase one's brain power.

δύναμη πέδησης

noun (strength of vehicle's brakes)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

αγοραστική δύναμη

noun (spending money)

αγοραστική δύναμη

noun (value of money)

ιδιότητα του να τραβάω τον κόσμο

noun (ability to attract people)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
We use celebrities in the ads because they have great drawing power.
Χρησιμοποιούμε σελέμπριτις στις διαφημίσεις γιατί τραβάνε τον κόσμο.

μεθυσμένος από την εξουσία

adjective (informal, figurative (abusing influence) (μεταφορικά)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

μόνιμο πληρεξούσιο

noun (legal right: act for [sb])

ηλεκτρικό ρεύμα

noun (electricity used as power)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

δύναμη πυρός

noun (weapons capability)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

κίνημα των χίπηδων

noun (informal (1960s hippy movement)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

που δεν πρέπει να τον πάρεις αψήφιστα

noun ([sth/sb] powerful)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
When Angela gets angry, she is a force to be reckoned with.

στην υψηλότερη σκάλα

noun (heat, etc.: highest setting)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Microwave your soup at full power for 1 minute to re-warm it.

πλήρης εξουσιοδότηση

noun (complete authority)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μεγάλη ισχύς, επιρροή

noun (authority and influence)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The Church had great power over the population in the past.

μεγάλες δυνάμεις

plural noun (politics: leading states) (πολιτική)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The great powers will take up the question at the UN next week.
Οι μεγάλες δυνάμεις θα δεχθούν την ερώτηση στον ΟΗΕ την επόμενη εβδομάδα.

έχω εξουσία/επιρροή

intransitive verb (have control or influence)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The army may have power right now, but they cannot govern forever without the consent of the people.

έχω εξουσία/επιρροή σε

transitive verb (be able to control or influence)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
His wife has power over him because she is the family's breadwinner.

έχω εξουσία

intransitive verb (be authorized: to do [sth])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
You are a policeman and you have the power to arrest him.

καλυπτική ικανότητα

noun (paint: opacity)

Cheap paint has such low hiding power that you will need three coats to cover a dark blue wall.

που διψάει για εξουσία

adjective (aggressively ambitious)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

υδραυλική ενέργεια

noun (energy generated by water)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

υδροηλεκτρική ενέργεια

noun (electricity generated by water)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Hydroelectric power is a clean way of producing energy as it does not use fossil fuels.

στην εξουσία

expression (holding office, having authority)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

στην αρμοδιότητα σου, που εξαρτάται από εσένα

adverb (within your control)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
It is in your power to help me get a job.

έμφυτη ικανότητα

noun (natural ability)

αυτεπάγγελτη εξουσία

noun (formal (authority not derived from another)

Only Parliament has the inherent power to make laws.

ευφυία, νοημοσύνη, πνευματική ικανότητα

noun (intelligence, brainpower)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μοχλοί της εξουσίας

plural noun (figurative (control) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The party now has its hands on the levers of power.

εξασθενώ

(grow weaker)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The car engine began to lose power as we climbed the hill.

χάνω την εξουσία

(lose authority)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
You can be sure this government will lose power in the next election.

ανθρώπινο δυναμικό

noun (workforce)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The company is restructuring in order to use its manpower more efficiently.

ανθρώπινο δυναμικό

noun (number of workers)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
We need more manpower if we're going to finish construction on time.

κατάχρηση εξουσίας

noun (abuse of authority)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πυρηνική ενέργεια

noun (atomic energy)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Nuclear power is another alternative energy source to consider.

εργοστάσιο παραγωγής πυρηνικής ενέργειας

noun (factory that generates atomic energy)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κυβερνών κόμμα

noun (political party that is in government)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
In Britain, the Conservative Party was the party in power at the outbreak of the Second World War.

μετακίνηση με ποδήλατο

noun (use of a cycle)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ισχύς ποδηλάτου

noun (energy generated by cycling)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

λαϊκή δύναμη, λαϊκή εξουσία

noun (community action)

προσαρμογέας ρεύματος

noun (power plug for an electrical device)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

σερβόφρενο

noun (often plural (automotive)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αυτός που κινεί τα νήματα

noun (powerful person who uses influence)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

καλώδιο

noun (electricity supply line)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
As there was no mains supply on the camp site, we had to run a power cable from a generator.

κατανάλωση ενέργειας

noun (energy use)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Power consumption in big cities is generally much higher that in smaller towns. These days I try to control my power consumption by switching off lights I'm not using.
Η κατανάλωση ενέργειας στις μεγάλες πόλεις είναι γενικά πολλή μεγαλύτερη απ' ότι στις μικρότερες πόλεις..

καλώδιο ρεύματος

noun (electrical cable)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

διακοπή ρεύματος

noun (break in electricity supply)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I lost the file I was working on when there was a sudden power cut. After the power cut to that part of the city, many people went into a panic.
Έχασα το αρχείο πάνω στο οποίο δούλευα όταν έγινε ξαφνικά διακοπή ρεύματος.

ηλεκτρικό τρυπάνι

noun (electrically-operated tool for making holes)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A power drill is much more efficient than a hand drill. It's not a bad idea to wear goggles whenever you're working with tools like power drills.
Δεν είναι κακή ιδέα να φοράμε προστατευτικά γυαλιά κάθε φορά που χρησιμοποιούμε εργαλεία όπως το ηλεκτρικό τρυπάνι.

διακοπή ρεύματος

noun (electricity outage)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
We had no air conditioning for four hours due to the power failure.

καλώδιο

noun (electricity supply cable)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
When lightning struck a nearby power line, our neighbourhood suffered a blackout for several days. Hundreds of homes were without electricity last night after a storm took down power lines.
Όταν ένας κεραυνός χτύπησε ένα κοντινό καλώδιο, η γειτονιά μας έμεινε χωρίς ηλεκτρικό για αρκετές μέρες.

μηχανικός αργαλειός

noun (machine for weaving textiles)

ισχυόμετρο

noun (measures electricity supplied)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ισχυόμετρο

noun (measures electricity in a circuit)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

βατόμετρο

noun (measures bike rider's effort) (σε ποδήλατο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

εξουσία διορισμού

(law)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

πληρεξουσιότητα

noun (legal right to act for [sb])

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Jones had given his wife power of attorney.
Ο Τζόουνς έδωσε πληρεξουσιότητα στη γυναίκα του.

αυθυποβολή, ύπνωση

noun (hypnosis)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The hypnotist was able to make participants do funny things by using the power of suggestion.

επιρροή

noun (influence on thoughts)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Sexy TV ads are designed to make you want to buy things through the power of suggestion.

πρίζα

noun (electrical socket)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The room was built with power outlets on every wall.

ηλεκτρικός μετασχηματιστής

noun (electrical adaptor, converter)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
This power pack's losing its charge: I'll be needing a new one soon.

εργοστάσιο παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας

noun (factory where energy is generated)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
John works at the power plant. The local power plant was fined for emitting too much pollution.
Επιβλήθηκε πρόστιμο για υπέρμετρη εκπομπή ρύπων στον τοπικό ηλεκτροπαραγωγικό σταθμό.

κίνηση ισχύος

noun (move aimed at taking control)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ηλεκτρικός μετασχηματιστής

noun (electrical adaptor, converter)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
A power plug is something you plug into an electrical outlet.

ρευματοδότης

noun (electrical socket)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

υδραυλική αντλία

noun (pump powered by hydraulics)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ηλεκτρικός αντιδραστήρας

noun (nuclear generator that produces electricity)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
France produces most of its electricity with power reactors.

δισκοπρίονο

noun (electrically-powered saw)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I can't cut straight with a hand saw, but a power saw makes it easy.

πηγή ενέργειας

noun ([sth] that supplies energy)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Given that oil supplies are finite, we need to find alternative power sources.

εργοστάσιο παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας

noun (factory where energy is generated)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
In 1900 the town had its own power station to provide electricity for some businesses and homes.

υδραυλικό τιμόνι

noun (engine-assisted steering system)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I can't even remember what driving was like before power steering was invented.

πολύπριζο

noun (electrical extension lead)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
You can plug your PC, monitor, and so on into a power strip.

δομή εξουσίας

noun (system of authority)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

μάχη για την εξουσία

noun (fight to take control)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

πάροχος ενέργειας

noun (electricity/gas company)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

πηγή ενέργειας

noun (source of energy)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

δικαιοδοσία

noun (law: right to intervene)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

δικαιοδοσία

noun (authority to take action)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

Η εξουσία στον λαό!

interjection (left-wing slogan)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ηλεκτρικό εργαλείο

noun (electric tool for woodworking, etc.)

That wood is too hard to carve by hand, you'll need a power tool.

σύστημα κινητήρα και μετάδοσης

(machinery)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ηλεκτρικός μετασχηματιστής

noun (electrical converter)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

προσπάθεια να επιβληθώ

noun (informal (egotistical use of authority)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μονάδα ενέργειας

noun (measurement of energy)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κάνω γρήγορο βάδισμα

intransitive verb (exercise: walk fast) (για άσκηση)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

καθαρισμός με νερό υπό πίεση

noun (pressure cleaning)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

που διψά για εξουσία

adjective (person: wants power excessively)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αγοραστική δύναμη

noun (value of a currency)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αγοραστική δύναμη

noun (income available for spending)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κυβερνώσα δύναμη

noun (government, authority)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The ruling power in ancient Rome was called the Senate.

κυβερνητικό κτίριο

noun (government building)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The Kremlin is the seat of power in Russia.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του power στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του power

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.