Τι σημαίνει το avantage στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης avantage στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του avantage στο Γαλλικά.

Η λέξη avantage στο Γαλλικά σημαίνει πλεονέκτημα, προνόμιο, πλεονέκτημα, πλεονέκτημα, προσόν, ευκολία, κίνητρο, πλεονέκτημα, πλεονέκτημα, πλεονέκτημα, παροχές, προνόμιο, πλεονέκτημα, όφελος, κέρδος, όφελος, όφελος, πλεονέκτημα, προνόμιο, πλεονεκτική θέση, όφελος, ευλογία, συν, το πάνω χέρι, προνόμιο, πλεονέκτημα, επίδομα, προσόν, χρήσιμος, κολακεύω, καλό, θετικό, επίδομα, ιδιαίτερο προνόμιο, ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, το καλύτερο, συγκριτικό πλεονέκτημα, φορολογικό πλεονέκτημα, ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, παίρνω το πάνω χέρι, έχω πλεονέκτημα, έχω το πάνω χέρι, έχω το πλεονέκτημα, πλεονέκτημα, βάζω τα δυνατά μου, δίνω τον καλύτερό μου εαυτό, έχω το πάνω χέρι, επωφελούμαι από κτ, ωφελούμαι από κτ, αποκτώ το πλεονέκτημα, βγάζω κέρδος από κτ, επωφελούμαι από κτ, επωφελούμαι, ωφελούμαι, περνάω, ξεπερνάω, επωφελούμαι από κτ, κερδίζω από κτ, επωφελούμαι από κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης avantage

πλεονέκτημα, προνόμιο

nom masculin (être dominant)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
L'armée qui tient la partie supérieure du champ de bataille prend l'avantage.

πλεονέκτημα

nom masculin (Tennis)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Au tennis, lorsque les joueurs sont à égalité, celui qui marque le point suivant obtient l'avantage.
Σε έναν αγώνα τένις, ο παίκτης που σκοράρει τον επόμενο πόντο μετά την ισοπαλία έχει το πλεονέκτημα.

πλεονέκτημα, προσόν

nom masculin (qualité)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
L'un des avantages de notre équipe est sa flexibilité.
Ένα από τα πλεονεκτήματα αυτής της ομάδας είναι η προσαρμοστικότητά της.

ευκολία

nom masculin (utilité) (πρακτικό προσόν)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Vu ses graves allergies, habiter près d'une pharmacie est un avantage pour elle.
Με τόσο σοβαρές αλλεργίες, το να μένει κοντά σε φαρμακείο ήταν πολύ βολικό.

κίνητρο

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Le club offrait des avantages pour attirer de nouveaux membres.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Οι πράξεις του είχαν ταπεινά ελατήρια.

πλεονέκτημα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il y a plusieurs avantages à fréquenter une université prestigieuse.
Υπάρχουν πολλά πλεονεκτήματα στο να φοιτά κανείς σε ένα πανεπιστήμιο υψηλού κύρους.

πλεονέκτημα

nom masculin (ευνοϊκότερη θέση)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
L'équipe locale avait un avantage sur l'opposition car ils étaient plus grands.
Οι γηπεδούχοι είχαν το αβαντάζ συγκριτικά με τους αντιπάλους τους, επειδή ήταν ψηλότεροι.

πλεονέκτημα

nom masculin (figuré)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Elle a profité de la situation pour prendre l'avantage dans les négociations.
Εκμεταλλεύτηκε την κατάσταση για να αποκτήσει πλεονέκτημα στις διαπραγματεύσεις.

παροχές

nom masculin (travail)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Cette société offre des avantages généreux.
Αυτή η εταιρεία παρέχει καλές παροχές.

προνόμιο, πλεονέκτημα, όφελος

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Parmi les avantages offerts aux membres, on compte une assurance et des conseils juridiques.
Η ασφάλιση και η παροχή νομικών συμβουλών περιλαμβάνονται στα προνόμια της συνδρομής.

κέρδος, όφελος

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il est difficile d'apprendre une langue étrangère, mais l'avantage est de pouvoir communiquer avec de nouvelles personnes.

όφελος

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Viens à la réunion ce soir et tu en tireras peut-être quelque chose à ton avantage.
'Ελα στην αποψινή συνάντηση και μπορεί να ακούσεις κάτι που θα είναι προς όφελός σου.

πλεονέκτημα, προνόμιο

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il y a des avantages à posséder une voiture.
Το να έχεις αυτοκίνητο έχει πλεονεκτήματα.

πλεονεκτική θέση

nom masculin (figuré) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

όφελος

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il n'y a aucun avantage à mentir à ses clients.

ευλογία

(figuré)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Peter voit son métier comme une bénédiction.
Ο Πήτερ θεωρεί τη νέα του δουλειά ευλογία.

συν

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Parler anglais couramment est un plus pour décrocher un travail.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Η δουλειά της Τζόαν της παρέχει ευέλικτο ωράριο και αυτό είναι πλεονέκτημα.

το πάνω χέρι

nom masculin (μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

προνόμιο, πλεονέκτημα

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
David a profité de plusieurs privilèges, dont une famille aisée et une éducation privée.

επίδομα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

προσόν

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
C'est toujours un atout d'opter pour une approche souple.
Είναι πάντοτε προσόν να είναι κανείς εύελικτος.

χρήσιμος

nom masculin (objet, programme)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ce logiciel constitue un atout pour diagnostiquer les problèmes techniques.

κολακεύω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les tenues sombres flattent tous les corps.
Τα μαύρα ρούχα κολακεύουν κάθε σωματότυπο.

καλό, θετικό

nom masculin

Le salaire de Peter n'est pas très élevé, mais son travail offre d'excellents avantages en nature comme l'assurance santé et une réduction pour les employés.
Ο μισθός του Πίτερ δεν είναι πολύ υψηλός, αλλά η δουλειά του έχει πολλά προνόμια όπως ασφάλεια υγείας και έκπτωση για το προσωπικό.

επίδομα

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ιδιαίτερο προνόμιο

nom masculin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ανταγωνιστικό πλεονέκτημα

nom masculin

Communiquer sur la réduction de l'impact environnemental donne à notre entreprise un avantage concurrentiel.

το καλύτερο

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

συγκριτικό πλεονέκτημα

nom masculin (οικονομία)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

φορολογικό πλεονέκτημα

nom masculin

ανταγωνιστικό πλεονέκτημα

nom masculin

παίρνω το πάνω χέρι

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il a fallu longtemps pour qu'une équipe arrive à prendre le dessus (sur l'autre).

έχω πλεονέκτημα

locution verbale

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Il utilise toujours des matériaux de haute qualité pour avoir l'avantage sur ses concurrents.

έχω το πάνω χέρι

locution verbale (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

έχω το πλεονέκτημα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πλεονέκτημα

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La fortune de ses parents lui a donné un avantage sur les autres dans la vie.

βάζω τα δυνατά μου, δίνω τον καλύτερό μου εαυτό

verbe pronominal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Montrez-vous à votre avantage lors de votre prochain entretien d'embauche.

έχω το πάνω χέρι

locution verbale (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ο κλέφτης είχε το πάνω χέρι επειδή κρατούσε όπλο.

επωφελούμαι από κτ, ωφελούμαι από κτ

La société tire profit de la fusion.
Η εταιρεία θα βγάλει κέρδος από τη συγχώνευση.

αποκτώ το πλεονέκτημα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
L'entreprise a pris l'avantage en adoptant un nouveau business model.
Η εταιρεία πήρε το προβάδισμα υιοθετώντας ένα νέο επιχειρηματικό μοντέλο.

βγάζω κέρδος από κτ, επωφελούμαι από κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La société a tiré profit de la vente de licences de son système d'exploitation aux fabricants d'appareils mobiles.
Η εταιρεία έβγαλε κέρδος από την πώληση αδειών του λειτουργικού συστήματός της σε κατασκευαστές κινητών συσκευών.

επωφελούμαι, ωφελούμαι

(κάνοντας κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Des pompes funèbres peu scrupuleuses peuvent profiter des familles endeuillées en ne proposant que les options les plus chères.
Αδίστακτοι εργολάβοι κηδειών επωφελούνται προσφέροντάς στους πενθούντες μόνο τις πιο ακριβές επιλογές.

περνάω, ξεπερνάω

(σε επιτυχία)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'entreprise a développé un système de jeu multimédia qui lui a permis de prendre l'avantage sur ses rivaux.
Η εταιρεία σχεδίασε ένα σύστημα πολυμέσων για παιχνίδια το οποίο της επέτρεψε να ξεπεράσει τους αντιπάλους της.

επωφελούμαι από κτ

Ma collègue a essayé de tirer profit de (or: tirer avantage de) mon erreur.

κερδίζω από κτ, επωφελούμαι από κτ

Si vous pouviez nous conseiller, nous pourrions tirer profit de (or: tirer avantage de) votre expertise.
Εάν είχατε τη διάθεση να μας συμβουλέψεις, θα κερδίζαμε από τις γνώσεις σας.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του avantage στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του avantage

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.