Τι σημαίνει το barra στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης barra στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του barra στο ισπανικά.

Η λέξη barra στο ισπανικά σημαίνει μπαρ, ράβδος, πλάκα, μονόζυγο, διακριτικό, διακριτικό, κάθετος, μπάρα, ράβδος, μπάρα, δοκός, δοκός, ράβδος, κάθετος, πλάκα, μπαγκέτα, φραντζόλα, ράβδος, κοντάρι, κοντάρι, πλάκα, μπάρα, κάθετος, σκουπίζω, μεταφέρω, κουβαλάω, σκουπίζω, σκουπίζω, εξαλείφω, καθαρίζω, ξεκαθαρίζω, αφανίζω, εξοντώνω, εξολοθρεύω, σκουπίζω, σκουπίζω, καθαρίζω κτ από το χιόνι, απομακρύνω το χιόνι, ανατρέπω, γαζώνω, σαρώνω, σαρώνω κτ για κτ, μαζεύω με την τσουγκράνα, καθαρίζω με τσουγκράνα, σκουπίζω με τσουγκράνα, σαρώνω, κάνω σκόνη, δικηγορικός σύλλογος, φραντζόλα, γωνιά φαγητού, τρέμολο, chin-ups, chinups, διωστήρας, πλευρική μπάρα, πλευρική γραμμή, γραμμή εργαλείων, ανάποδη κάθετος, ανάστροφη κάθετος, μείγμα ξηρών καρπών, φρούτων κλπ, κάθετος, πλάκα σαπούνι, κουζίνα, σοκολάτα, κοκτέιλ μπαρ, οριζόντια μπάρα, φρατζόλα ψωμί, σοκολάτα, κόλλα, ανάστροφη κάθετος, ανάποδη κάθετος, διαστολή, μπάρα δημητριακών, μπάρα ενέργειας, μπαγκέτα, γκρανόλα, κοτσαδόρος, μπουφές με σαλάτες, αστερόεσσα, συνδετήρια ράβδος, ράβδος έλξης, ράβδος ζεύξης, μπάρα προόδου, γραμμή εργασιών, ράβδος Τ, το ρίχνω στο ποτό, σε πλήρη σύνθεση, ζυγός, κραγιόν, πήχης, ράβδος έλξης, ράβδος ζεύξης, μελωδικά κουδούνια, καρφί, μαγνητική ράβδος, μπάρα στήριξης, λαβή στήριξης, open bar, δοκός προστασίας, καραμέλα, κραγιόν, στικ, πείρος, κενό, μονόζυγο, σταμπιλιζατέρ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης barra

μπαρ

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
El vaquero se acercó a la barra del bar y pidió una cerveza.
Ο καουμπόι μπήκε στο μπαρ και παρήγγειλε μια μπύρα.

ράβδος

(construcción)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Los muros de cemento se han reforzado con barras de acero.
Οι τοίχοι από σκυρόδεμα ενισχύονται με χαλύβδινες ράβδους.

πλάκα

nombre femenino (καθομ: σοκολάτα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Sandy se premió a sí misma con una barra de chocolate.
Συνήθως τρώω μια μπάρα δημητριακών για πρωινό.

μονόζυγο

nombre femenino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El gimnasta estaba realizando un ejercicio en la barra.
Ο αθλητής έκανε μια άσκηση στο μονόζυγο.

διακριτικό

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
La barra indica que se ha ganado la misma condecoración por segunda vez.

διακριτικό

nombre femenino

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
Puedes saber su rango por el número de barras que hay en su uniforme.

κάθετος

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La dirección del diccionario de francés de WordReference es www punto wordreference punto com, barra enfr.

μπάρα, ράβδος

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Usaba una barra fija para robar autos estacionados.
Χρησιμοποίησε μια μεταλλική ράβδο για να βανδαλίσει αρκετά παρκαρισμένα αυτοκίνητα.

μπάρα

(ballet) (για χορό, μπαλέτο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

δοκός

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Me parece asombroso que las mujeres puedan hacer piruetas en una barra de 4 pulgadas de ancho sin caerse.
Το βρίσκω καταπληκτικό που οι γυναίκες μπορούν να κάνουν τούμπες και πιρουέτες σε μια δοκό πλάτους 4 ιντσών χωρίς να πέφτουν.

δοκός

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La gimnasta ganó el oro por su desempeño en la barra.

ράβδος

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La barra de metal ayudó a que la estructura se mantuviera unida.

κάθετος

La tecla de la barra no funciona: debo comprar un teclado nuevo.

πλάκα

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Quisiera una barra nueva de jabón de lavanda.

μπαγκέτα

(voz francesa) (γαλλικό ψωμί)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
¿Puedes comprar unas baguettes en la panadería?
Θα μου φέρεις σε παρακαλώ δυο μπαγκέτες από το φούρνο;

φραντζόλα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ράβδος

(oro, plata) (χρυσός, ασήμι)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κοντάρι

(μεσαιωνικό όπλο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κοντάρι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Los Smith pusieron un poste con una bandera en su jardín.
Οι Σμιθ έστησαν έναν ψηλό στύλο στον κήπο τους και του έβαλαν μια σημαία.

πλάκα

(de jabón)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Josh abrió el paquete de jabón y puso una pastilla en la jabonera.

μπάρα

(ολόκληρο, μακρόστενο σχήμα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Desprendió un dedo de su galleta y lo mojó en el café.

κάθετος

(carácter)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Pon una barra inclinada.

σκουπίζω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Robert limpió y barrió antes de irse a la cama.
Ο Ρόμπερτ καθάρισε και σκούπισε πριν πάει για ύπνο.

μεταφέρω, κουβαλάω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Varios desechos de la calle eran barridos por el viento.

σκουπίζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σκουπίζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Necesito barrer mi garaje.

εξαλείφω, καθαρίζω, ξεκαθαρίζω, αφανίζω, εξοντώνω, εξολοθρεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Con esta nueva arma podremos barrer a nuestros enemigos.
Με αυτό το καινούριο όπλο θα μπορέσουμε να αφανίσουμε τους εχθρούς μας.

σκουπίζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Si permites que los perros entren en casa tendrás que barrer los pelos.

σκουπίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Helen barrió el piso de la cocina cuando terminó de cocinar.
Αφού τελείωσε το μαγείρεμα, η Έλεν σκούπισε το πάτωμα της κουζίνας.

καθαρίζω κτ από το χιόνι, απομακρύνω το χιόνι

verbo transitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Lleva mucho tiempo barrer las calles después de una nevada fuerte.

ανατρέπω

verbo transitivo (figurado, informal)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Las tropas aliadas todavía estaban intentando barrer con la resistencia en el sur del país.
Τα συμμαχικά στρατεύματα προσπαθούσαν ακόμη να ανατρέψουν την αντίσταση στο νότιο μέρος της χώρας.

γαζώνω

(figurado) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El escuadrón barrió el edificio a balazos.

σαρώνω

(figurado) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σαρώνω κτ για κτ

(figurado) (μεταφορικά)

El escuadrón barrió el área buscando minas.

μαζεύω με την τσουγκράνα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Harriet está amontonando las hojas.
Η Χάριετ μαζεύει τα φύλλα σε μια στοίβα με την τσουγκράνα.

καθαρίζω με τσουγκράνα, σκουπίζω με τσουγκράνα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Charlie está rastrillando en el jardín.
Ο Τσάρλι καθαρίζει τον κήπο με την τσουγκράνα.

σαρώνω

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κάνω σκόνη

(figurado, coloquial) (καθομιλουμένη, μτφ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
El equipo de fútbol de Kate barrió al otro equipo con facilidad.

δικηγορικός σύλλογος

(profesiones)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
El Colegio de Abogados dio al Sr. Brown su matrícula para poder ejercer.

φραντζόλα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El panadero amasó el pan en forma de hogaza.
Ο φούρναρης έφτιαξε μια φραντζόλα ψωμί από το ζυμάρι.

γωνιά φαγητού

(MX)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

τρέμολο

(voz inglesa)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

chin-ups, chinups

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

διωστήρας

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

πλευρική μπάρα, πλευρική γραμμή

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

γραμμή εργαλείων

locución nominal femenina

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ανάποδη κάθετος, ανάστροφη κάθετος

(πληκτρολόγιο)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

μείγμα ξηρών καρπών, φρούτων κλπ

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

κάθετος

(τυπογραφία: κάθετη μπάρα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πλάκα σαπούνι

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κουζίνα

(σε χώρο εργασίας)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

σοκολάτα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La receta del pastel incluye tres barras de chocolate.

κοκτέιλ μπαρ

nombre femenino (AR)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

οριζόντια μπάρα

φρατζόλα ψωμί

(ES)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Corté en rebanadas la barra de pan para hacer tostadas para el desayuno. William compró una barra de pan en la tienda.
Έκοψα τη φρατζόλα του ψωμιού για να το φρυγανίσω για το πρωινό. Ο Ουίλιαμ αγόρασε μια φρατζόλα ψωμί από το σούπερ μάρκετ.

σοκολάτα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Una barra de chocolate no es un tentempié saludable.
Η σοκολάτα δεν είναι υγιεινό σνακ. Συνήθως, μπορείς να αγοράσεις σοκολάτες από κάποιον αυτόματο πωλητή.

κόλλα

nombre masculino (España)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Utilicé pegamento en barra para unir las piezas del collage.

ανάστροφη κάθετος, ανάποδη κάθετος

nombre femenino (τυπογραφικός χαρακτήρας)

διαστολή

locución nominal femenina (notación musical) (μουσική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μπάρα δημητριακών

nombre femenino

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

μπάρα ενέργειας

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Después de andar en bicicleta por 50 km me comí una barrita energética y anduve por 50 km más.

μπαγκέτα

locución nominal femenina (ψωμί)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Una buena barra de pan tiene una corteza dura y una miga suave.

γκρανόλα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κοτσαδόρος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

μπουφές με σαλάτες

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

αστερόεσσα

locución nominal femenina (bandera de EE.UU.) (σημαία ΗΠΑ)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

συνδετήρια ράβδος

ράβδος έλξης, ράβδος ζεύξης

(τρακτέρ)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

μπάρα προόδου

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

γραμμή εργασιών

(Informática)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ράβδος Τ

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

το ρίχνω στο ποτό

locución verbal (ES, coloquial) (αργκό, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Luego de la muerte de su querida esposa, el joven se abonó a la barra fija.

σε πλήρη σύνθεση

locución adverbial (AR, coloquial)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Sus amigos vinieron en patota para apoyarlo en la carrera.

ζυγός

locución nominal femenina (gimnasia)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

κραγιόν

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

πήχης

locución nominal femenina

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ράβδος έλξης, ράβδος ζεύξης

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

μελωδικά κουδούνια

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Las campanas chinas se usan a menudo para hacer efectos sonoros en los dibujos animados.
Τα μελωδικά κουδούνια συχνά χρησιμοποιούνται για ηχητικά εφέ στα κινούμενα σχέδια.

καρφί

(ξύλινο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Hillary puso la varilla de madera en su lugar, uniendo firmemente las dos piezas.
Η Χίλαρυ έβαλε το καρφί στη θέση του, ενώνοντας σφιχτά τα δυο κομμάτια.

μαγνητική ράβδος

μπάρα στήριξης, λαβή στήριξης

(σε τοίχο)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

open bar

locución nominal femenina

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

δοκός προστασίας

(προστασία από ανατροπή)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

καραμέλα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Trajo barras de caramelo de sus vacaciones en la playa.

κραγιόν

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Tina levó un lápiz labial rojo brillante a la cita.

στικ

(120 γραμμάρια περίπου)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Necesito una barra de mantequilla para hacer esta receta.

πείρος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Rosa usó una barra de metal para asegurar el eje.

κενό

locución nominal femenina (πλήκτρο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μονόζυγο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

σταμπιλιζατέρ

locución nominal femenina

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του barra στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του barra

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.