Τι σημαίνει το grounded στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης grounded στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του grounded στο Αγγλικά.

Η λέξη grounded στο Αγγλικά σημαίνει βασίζομαι σε κτ, καθηλωμένος στο έδαφος, τιμωρημένος, έδαφος, έδαφος, χώμα, περιοχή, χτήμα, κτήμα, γήπεδο, αιτία, βασίζω κτ σε κτ, εκπαιδεύω, τιμωρώ κπ απαγορεύοντας του την έξοδο, τριμμένος, κιμάς, γείωση, κατακάθι, προσαράζω, προσαράσσω, βασίζω, καθηλώνω στο έδαφος, γειώνω, προσαράζω, προσαράσσω, ρίχνω στο έδαφος, βάσιμος, γνώστης. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης grounded

βασίζομαι σε κτ

(based, founded)

This fictional story is actually grounded in fact.
Αυτή η ιστορία φαντασίας στην πραγματικότητα βασίζεται σε γεγονότα.

καθηλωμένος στο έδαφος

adjective (aircraft: not in service)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The plane is grounded because of bad weather.
Το αεροπλάνο είναι καθηλωμένο στο έδαφος εξαιτίας του κακού καιρού.

τιμωρημένος

adjective (teenager: not allowed out)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Heather is grounded for three more days.
Η Χέδερ είναι τιμωρία για άλλες τρεις μέρες.

έδαφος

noun (surface of the earth) (επιφάνεια της γης)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The coconut fell to the ground right beside us.
Η καρύδα έπεσε στο έδαφος δίπλα μας.

έδαφος, χώμα

noun (soil)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The ground here is rich in colour and minerals.
Η γη εδώ είναι πλούσια σε χρώμα και μεταλλικά στοιχεία.

περιοχή

noun (area)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
During the search, we need to cover all the ground - the whole area.
Κατά την διάρκεια της αναζήτησης πρέπει να καλύψουμε ολόκληρη την περιοχή, όλη δηλαδή την έκταση.

χτήμα, κτήμα

plural noun (property associated with a house) (στην εξοχή)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The grounds of the mansion extended to the river.
Τα κτήματα της έπαυλης έφταναν ως το ποτάμι.

γήπεδο

noun (usually plural (area used for sports)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
We used to play football on the old school sports ground.
Συνηθίζαμε να παίζουμε ποδόσφαιρο στο γήπεδο του παλιού σχολείου.

αιτία

noun (usually plural (basis, reason)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
On what grounds do you base your conclusions? The judge said she had no grounds to believe he would reoffend.
Η δικαστής είπε ότι δεν είχε λόγο να πιστεύει ότι θα έκανε και άλλο αδίκημα.

βασίζω κτ σε κτ

(base on)

εκπαιδεύω

(educate) (κάποιον σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The tennis pro grounded his students in the basics.
Ο επαγγελματίας τενίστας έμαθε στους μαθητές του τα βασικά.

τιμωρώ κπ απαγορεύοντας του την έξοδο

transitive verb (informal (punish by keeping indoors)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
His parents grounded him for two weeks.
Για να τον τιμωρήσουν, οι γονείς του του απαγόρευσαν να βγει για δύο εβδομάδες.

τριμμένος

adjective (subjected to grinding) (όχι κρέας)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Ursula tipped the ground coffee beans into the pot.

κιμάς

adjective (US (meat: minced)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The ground beef was made into hamburgers.

γείωση

noun (US (electrical wire: earth) (ηλεκτρισμός)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
US electrical plugs have two live pins and one ground.
Οι πρίζες στις ΗΠΑ έχουν δύο ηλεκτροφόρες περόνες και μία γείωση.

κατακάθι

plural noun (coffee, drinks)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
There were always some grounds left in the bottom of her coffee cup.

προσαράζω, προσαράσσω

intransitive verb (be stranded)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The ship grounded on a sand bar.

βασίζω

transitive verb (often passive (base) (κάτι σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
His argument was grounded in his belief in God.

καθηλώνω στο έδαφος

transitive verb (prevent from flying)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The plane was grounded because of mechanical problems.

γειώνω

transitive verb (US (electricity: connect earth wire)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
This connection grounds the device to keep it from shocking you.

προσαράζω, προσαράσσω

transitive verb (often passive (strand)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The ship was grounded on a desert island.

ρίχνω στο έδαφος

transitive verb (American football: throw to the ground)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The quarterback grounded the ball to stop the play.

βάσιμος

adjective (evidence based)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

γνώστης

adjective (knowledgeable)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του grounded στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του grounded

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.