Τι σημαίνει το charge στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης charge στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του charge στο Αγγλικά.

Η λέξη charge στο Αγγλικά σημαίνει χρεώνω, χρεώνω κπ για κτ, χρεώνω κπ κτ, χρεώνω, φορτίζω, χρέωση, χρέωση, κατηγορία, φορτίο, εντολή, διαταγή, ευθύνη, υποχρέωση, έφοδος, υπεύθυνος, φόρτιση, φορτίο, φορτίο, αυτός που βρίσκεται υπό τη φροντίδα κπ, δίνω εντολή, ορμώ, ανεβαίνω κτ γρήγορα, εισβάλλω, εισβάλλω σε κτ, χρεώνω, κατηγορώ, ορμώ, χιμώ, γεμίζω, φορτώνω, αναθέτω, χρεώνω κτ σε κτ, κατηγορώ κπ για κτ, αναθέτω κτ σε κπ, γίνομαι καπνός, επαναφορτίζω, τραπεζικά έξοδα, τραπεζικά τέλη, τρεχούμενος λογαριασμός, κάρτα προθεσμιακής χρέωσης, επιτετραμμένος, επιτετραμμένη, χρεώνω για, προϊσταμένη, επισφάλεια, αμοιβή δικηγόρου για μεταβίβαση, είσοδος, κουβέρ, επισταλία, βόμβα βυθού, ηλεκτρικό φορτίο, επιπλέον χρέωση, χρηματοδοτική δαπάνη, χρηματοδοτική επιβάρυνση, πάγια χρέωση, δωρεάν, δωρεάν, έξοδα αποστολής, κόστος διαχείρισης, υπεύθυνος, υπεύθυνος για κτ, υπεύθυνος για κτ, υπεύθυνος, επικεφαλής, τόκος υπερημερίας, χωρίς χρέωση, ελάχιστη χρέωση, ξεφόρτιστος, υπεύθυνος, υπεύθυνη, υπεύθυνος, υπεύθυνη, λογική χρέωση, πέφτει η μπαταρία, κουβέρ, φιλοδώρημα, έξοδα αποστολής, έξοδα αποστολής, αναλαμβάνω, παίρνω τον έλεγχο, παίρνω τον έλεγχο, δυναμικός, διόδια. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης charge

χρεώνω

transitive verb (ask for money)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The waitress didn't charge me for my drink.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ο ιδιοκτήτης της ταβέρνας είναι φίλος μου και δεν μου παίρνει ποτέ χρήματα.

χρεώνω κπ για κτ

(ask for money)

The barman didn't charge me for my drink.
Ο μπάρμαν δεν με χρέωσε για το ποτό μου.

χρεώνω κπ κτ

transitive verb (ask for money)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The taxi driver charged me £15.
Ο ταξιτζής μου πήρε (or: μου ζήτησε) 15 λίρες.

χρεώνω

transitive verb (ask as a fee)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The lawyer charges a hundred pounds an hour.
Ο δικηγόρος παίρνει εκατό δολάρια την ώρα.

φορτίζω

transitive verb (power: battery, etc.)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I need to charge my mobile phone.
Πρέπει να φορτίσω το κινητό μου.

χρέωση

noun (often plural (fee)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The video rental shop has a late fee charge.
Το βίντεο κλαμπ έχει χρέωση για τις καθυστερημένες επιστροφές.

χρέωση

noun (often plural (debit)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
There are extra charges on my account.
Υπάρχουν έξτρα χρεώσεις στον λογαριασμό μου.

κατηγορία

noun (often plural (official accusation)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
John was innocent of the charges against him.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ισχυρίστηκε πως όλες οι κατηγορίες εναντίον του είναι αβάσιμες.

φορτίο

noun (load)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
This is heavy charge for such a small car.

εντολή, διαταγή

noun (order)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The soldier was unimpressed by his charge to clean the whole barracks.

ευθύνη, υποχρέωση

noun (formal (duty)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Will you promise to help my family? Will you take this charge?

έφοδος

noun (military attack)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Pickett's charge was an important event in the American Civil War.

υπεύθυνος

noun (control)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The manager is in charge of two shops.
Ο διευθυντής έχει την ευθύνη δύο καταστημάτων.

φόρτιση

noun (battery power)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The charge on my phone has run down.

φορτίο

noun (electrical force)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Instead of bullets, a taser shoots a 50,000-volt charge of electricity. When Steve touched the electrical outlet, the sudden charge made him jump.

φορτίο

noun (explosive power)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Police believe that the bomber detonated a charge he was carrying.

αυτός που βρίσκεται υπό τη φροντίδα κπ

noun (person in [sb] else's care)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The tutor's charges were all very well-behaved children.

δίνω εντολή

verbal expression (order) (σε κάποιον να κάνει κάτι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I charge you to look after the house properly while I am away.

ορμώ

intransitive verb (rush forward)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The bull charged again and again.

ανεβαίνω κτ γρήγορα

(hills, stairs: run up)

The infantry charged up the hill to meet the attack.
Το πεζικό ανέβηκε γρήγορα τον λόφο για να αντιμετωπίσει την επίθεση.

εισβάλλω

(rush into the room)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The boss charged in and demanded to know why I hadn't yet handed him my report.

εισβάλλω σε κτ

(rush into: a room, etc.)

The robber charged into the bank and shouted "Hands in the air!"

χρεώνω

transitive verb (debit an amount)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The bank charges a fee if your balance falls below a specified amount of money.

κατηγορώ

transitive verb (accuse) (κάποιον για κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Η αστυνομία καταλόγισε το έγκλημα στον άντρα.

ορμώ, χιμώ

transitive verb (rush towards) (σε κάποιον, κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The other team charged the quarterback.
Η άλλη ομάδα ρίχτηκε στον επιθετικό.

γεμίζω

transitive verb (load)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The soldiers charged the cannon and it fired again.

φορτώνω

(load) (κάτι με κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The lorry was fully charged with electrical goods and could hold no more.
Είχαν φορτώσει το φορτηγό πλήρως με ηλεκτρολογικό εξοπλισμό και δεν άντεχε άλλο.

αναθέτω

(entrust) (κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The sergeant charged the corporal with command of the squad.

χρεώνω κτ σε κτ

(debit an amount)

Just charge the bill to my account.

κατηγορώ κπ για κτ

(accuse)

The police charged the man with a crime.

αναθέτω κτ σε κπ

(order)

The prison guard charged him with the cleaning of the latrines.

γίνομαι καπνός

phrasal verb, intransitive (hurry away)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

επαναφορτίζω

phrasal verb, transitive, separable (renew battery power of)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
It is so annoying that I have to charge up my cordless drill every twenty minutes if I want it to work well.
Είναι πολύ ενοχλητικό που πρέπει να επαναφορτίζω το ασύρματο τρυπάνι μου κάθε είκοσι λεπτά αν θέλω να δουλέψει καλά.

τραπεζικά έξοδα, τραπεζικά τέλη

plural noun (fees charged by a bank)

Unexpected bank charges can cause your account to go overdrawn.

τρεχούμενος λογαριασμός

noun (for deferred payment)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

κάρτα προθεσμιακής χρέωσης

noun (colloquial (credit card)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

επιτετραμμένος, επιτετραμμένη

noun (Gallicism (diplomatic official)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

χρεώνω για

(require payment)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Airlines charge for everything these days; you even have to pay for peanuts!
Οι αεροπορικές εταιρείες χρεώνουν για τα πάντα σήμερα. Πρέπει να πληρώσεις ακόμη και για φιστίκια!

προϊσταμένη

noun (UK (nurse in charge of a ward)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

επισφάλεια

noun (banking: write-off)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αμοιβή δικηγόρου για μεταβίβαση

noun (property lawyer's fee) (ακίνητη περιουσία)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

είσοδος

noun (US (entrance fee) (μεταφορικά: κόστος)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
There is a cover of ten dollars to enter the club.

κουβέρ

noun (restaurant: added fee)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
In European restaurants you often find a cover charge for bread and butter.
Στα ευρωπαϊκά εστιατόρια, συχνά υπάρχει κουβέρ για το ψωμί και το βούτυρο.

επισταλία

noun (transport: fee for delay) (ναυτικό: πρόστιμο για υπεραναμονή)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The shipper pays demurrage only to the destination port.

βόμβα βυθού

noun (underwater explosive device)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ηλεκτρικό φορτίο

(physics)

επιπλέον χρέωση

noun (additional fee)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

χρηματοδοτική δαπάνη, χρηματοδοτική επιβάρυνση

noun (interest on a loan)

πάγια χρέωση

noun (often plural (finance: expense type)

δωρεάν

adjective (having no cost)

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
The film was rubbish but it's okay because the seats were free of charge.
Η ταινία ήταν χαζομάρα, αλλά δεν πειράζει γιατί οι θέσεις ήταν δωρεάν.

δωρεάν

adverb (at no cost)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Breakfast is provided free of charge.
Το πρωινό παρέχεται δωρεάν.

έξοδα αποστολής

noun (amount charged to ship [sth])

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

κόστος διαχείρισης

noun (amount charged to process [sth])

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The bank charged a handling fee of £30 to convert the cheque from euros to pounds.

υπεύθυνος

adjective (having control)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I'm trying to find out who's in charge here.
Προσπαθώ να βρω ποιος είναι ο υπεύθυνος εδώ πέρα.

υπεύθυνος για κτ

(having control of [sth])

υπεύθυνος για κτ

expression (responsible for a task)

As secretary, Jess is in charge of taking down the minutes of the meeting.

υπεύθυνος

adjective (being manager)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Who's in charge in this department?

επικεφαλής

(managing [sb], [sth]) (με γενική)

The editor is in charge of a large team of journalists.
Ο συντάκτης ηγείται μιας μεγάλης ομάδας δημοσιογράφων.

τόκος υπερημερίας

(penalty charge)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

χωρίς χρέωση

expression ([sth] is provided free)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
There is no charge for fresh towels; they come with the hotel room. The manufacturer will send you product samples at no charge.

ελάχιστη χρέωση

noun (minimal fee)

If you buy the vacuum you can also get a set of accessories for it for a nominal charge.

ξεφόρτιστος

adjective (having lost battery power)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

υπεύθυνος, υπεύθυνη

noun (manager)

The store clerk was rude to me, so I complained to the person in charge.

υπεύθυνος, υπεύθυνη

noun (manager of [sth])

To get access, you'll have to speak with the person in charge of security.
Για να αποκτήσεις πρόσβαση θα πρέπει να μιλήσεις με τον υπεύθυνο ασφαλείας.

λογική χρέωση

noun (fair price)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Twenty dollars seemed a quite reasonable charge for mowing such a large lawn.

πέφτει η μπαταρία

verbal expression (lose battery power) (η συσκευή)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κουβέρ, φιλοδώρημα

noun (tip paid to serving staff)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
There is a 10% service charge added to the restaurant bill.

έξοδα αποστολής

noun (overseas delivery fee)

έξοδα αποστολής

noun (US (cost to customer of transporting goods)

αναλαμβάνω, παίρνω τον έλεγχο

(take command, control)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
When the captain was injured, the second officer had to take charge.

παίρνω τον έλεγχο

verbal expression (take command or control of [sth])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Mara employed an accountant to take charge of her finances.

δυναμικός

adjective (informal (person: capable, authoritative)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

διόδια

noun (traffic fee payable on a road)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του charge στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του charge

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.