Τι σημαίνει το beaucoup στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης beaucoup στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του beaucoup στο Γαλλικά.

Η λέξη beaucoup στο Γαλλικά σημαίνει πολλοί, πολύ, σε μεγάλο βαθμό, πάρα πολύ, πολλοί, πολύς, πολύ, πάρα πολύ, πολλά, πολλά, πολύ, συχνά, πολύ, φοβερά πολύ, απίστευτα πολύ, πολύ, πολύ, κι άλλοι, πιο πολλοί, πολύ, κατά, πολύ, πολύ, άσχημα, τρελά, πολύ περισσότερο, πάρα πολύ, πολύ, πολλά, ατέλειωτα, τρελά, πολύ μεγάλος, εξαιρετικά, εκτεταμένα, ειλικρινά, ανυπόκριτα, πολλοί, οικονόμος, δημοσιοποιημένος, πολυδιαβασμένος, πολυλογάς, γλωσσάς, φασαρία, άνθρωποι, άχρηστος, τελειώνω, προκλητικός, ευφάνταστος, ευρηματικός, άφθονος, ταυτιζόμενος συναισθηματικά, που έχει γεύση γάλακτος, αμέτρητος, ατελείωτος, ένας σωρός, λίγοι, πολύ καλύτερος, πολύ λιγότερο, πολλοί, παρόμοιος με, υπερβολικός, κουραστικός, πολύπλευρος, πολύ, που δεν με υποστηρίζει, που δεν με στηρίζει, πολυχρησιμοποιημένος, εντάσεως κεφαλαίου, που πίνει πολλή μπύρα, συχνά, υπερβολικά, πάρα πολύ, υπέρμετρα, και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα, δεν έχει τέλος, χρειάζεται πολλή προσπάθεια ακόμη, oύτε κατά διάνοια, σε ευχαριστώ θερμά, ευχαριστώ πολύ, ευχαριστώ πολύ, Σ' ευχαριστώ πολύ, Σ' ευχαριστώ πολύ!, Σ' ευχαριστώ πάρα πολύ!, Αυτό λέει πολλά., Ευχαριστώ πολύ, Ευχαριστώ πάρα πολύ, Χίλια ευχαριστώ, Να 'σαι καλά, ρουφήχτρα, μεγάλη προσπάθεια, παλιά καραβάνα, πολλοί άνθρωποι, πολλά να κάνω, πολλά να γίνουν, πολύ περισσότερος, πολύ λιγότερα, πολλά περισσότερα, καμπύλη μάθησης, καμπύλη εκμάθησης, πολύ κακό για το τίποτα, κτ που γίνεται για ευχαρίστηση, πολύς, ευχαριστώ πολύ, υπερωρίες, πολλοί άλλοι, πολύς περισσότερος από, αρκετός, τραβάω, έχω να κάνω με κτ, έχω πολλά να πω για κτ, έχω μεγάλη επίδραση, έχω σημαντική επίδραση, έχω πολλές ελλείψεις, αδικώ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης beaucoup

πολλοί

adverbe

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Beaucoup ont essayé de gravir la montagne et ont échoué.
Πολλοί προσπάθησαν να ανεβούν στο βουνό και απέτυχαν.

πολύ

adverbe (grandement)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Il a l'air beaucoup plus vieux maintenant.
Μοιάζει πολύ μεγαλύτερος τώρα.

σε μεγάλο βαθμό

adverbe (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Perdre ce contrat nous affecterait beaucoup.

πάρα πολύ

adverbe

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Je l'aime beaucoup.
Μου αρέσει πάρα πολύ.

πολλοί

adverbe

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πολύς

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Όχι άλλη πίτα για εμένα, ευχαριστώ· έφαγα ήδη πολύ.

πολύ

adverbe

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ils ont mangé beaucoup plus que d'habitude.
Έφαγαν πολύ περισσότερο από το συνηθισμένο εχθές.

πάρα πολύ

adverbe

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
J'ai beaucoup reçu de mes professeurs.

πολλά

adverbe

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
J'ai beaucoup à faire avant la fin du semestre.
Έχω να πετύχω πολλά πριν τελειώσει το εξάμηνο.

πολλά

adverbe

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Jess m'a beaucoup appris sur le codage informatique.

πολύ

adverbe

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

συχνά

adverbe

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

πολύ

adverbe

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Je me sens beaucoup mieux depuis que j'ai mangé de la soupe.
Νιώθω πολύ καλύτερα, αφότου έφαγα λίγη σούπα.

φοβερά πολύ, απίστευτα πολύ

(καθομιλουμένη)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Merci de m'avoir amené à ce concert. J'ai beaucoup aimé (or: J'ai vachement aimé) !
Σε ευχαριστώ που με πήρες στη συναυλία. Μου άρεσε απίστευτα πολύ!

πολύ

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Je l'aime beaucoup mais je ne veux pas l'épouser.
Μου αρέσει πολύ αλλά δεν θέλω να τον παντρευτώ.

πολύ

adverbe (souvent)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Συναντάω συχνά τον αδερφό μου αλλά πότε πότε με εκνευρίζει.

κι άλλοι, πιο πολλοί

adverbe

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Beaucoup sont arrivés au cours de la soirée.
Όσο το πάρτι συνεχιζόταν, έρχονταν κι άλλοι (or: περισσότεροι).

πολύ

(εμφατικός τύπος)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Il allait beaucoup mieux après avoir pris une aspirine.
Ένιωσε πολύ καλύτερα αφού πήρε μια ασπιρίνη.

κατά

adverbe

Elle avait beaucoup plus de chance de réussir que ce qu'on croyait.
Οι πιθανότητές της να επιτύχει, ήταν κατά πολύ περισσότερες από ότι πίστευαν οι άλλοι.

πολύ

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ton morceau de gâteau est beaucoup plus gros que le mien. C'est beaucoup trop cher pour mes moyens.
Το δικό σου κομμάτι τούρτας είναι πολύ μεγαλύτερο από το δικό μου. Αυτά είναι πολύ περισσότερα από όσα μπορώ να διαθέσω.

πολύ

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Je t'aime beaucoup.

άσχημα, τρελά

(αργκό)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Tony aime beaucoup Linda ; ça se voit à sa manière d'agir lorsqu'elle est là.

πολύ περισσότερο

adverbe

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Le chien est bien plus docile depuis les séances de dressage.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Μου αρέσει πολύ περισσότερο τώρα απ' ότι όταν ήταν νεότερος.

πάρα πολύ

adverbe

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

πολύ

adverbe

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Don regrettait grandement d'avoir quitté sa famille quand il a intégré l'armée.
Ο Ντον λυπήθηκε πολύ που έπρεπε να αφήσει την οικογένειά του, όταν πήγε στον στρατό.

πολλά

adverbe

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
J'ai beaucoup (or: énormément) appris de cette démonstration de peinture.

ατέλειωτα

(καθομιλουμένη)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Votre visite m'a fait énormément de bien.

τρελά

(familier, jeune) (καθομιλουμένη)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Elle est incroyable et j'en suis tombé grave amoureux.
Είναι καταπληκτική και την ερωτεύτηκα τρελά.

πολύ μεγάλος

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il avait une grande affection pour les Plaines d'Écosse.
Έτρεφε πολύ δυνατή αγάπη για τα Χάιλαντς της Σκωτίας.

εξαιρετικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Nous te sommes extrêmement reconnaissants de tout le travail que tu as effectué.
Είμαστε εξαιρετικά ευγνώμονες για τη δουλειά που έκανες.

εκτεταμένα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Nous avons considérablement visité la région et trouvé un site que nous aimions.

ειλικρινά, ανυπόκριτα

(souhait)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Elle tient énormément à lui.

πολλοί

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Donna a beaucoup de cousins.
Η Ντόνα έχει πολλά ξαδέρφια.

οικονόμος

(personne : familier)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

δημοσιοποιημένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

πολυδιαβασμένος

(livre)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Les livres de John Grisham sont populaires, surtout dans le sud des États-Unis.

πολυλογάς, γλωσσάς

(familier) (κάποιος που μιλάει πολύ, καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Carrie n'est pas une pipelette, à moins que le sujet soit la musique.

φασαρία

(figuré) (σημασία, προσοχή σε κάτι)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Δεν καταλαβαίνω γιατί μερικοί κάνουν τόση φασαρία για την ορθογραφία.

άνθρωποι

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι Ολυμπιακοί (αγώνες), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Il y avait beaucoup de gens à la plage.
Υπήρχε πολύς κόσμος στην παραλία.

άχρηστος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

τελειώνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Nous n'avons plus beaucoup de papier toilette.
Μας τελειώνει το χαρτί υγείας.

προκλητικός

(tenue : fin, pas chaud) (ρούχα)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Je n'aurais pas dû prendre ce haut léger pour aller faire du patin à glace.

ευφάνταστος, ευρηματικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Elle est très imaginative, elle peut cuisiner un bon repas avec n'importe quoi.
Είναι ιδιαίτερα ευφάνταστη και μπορεί να φτιάξει φαγητό με οτιδήποτε.

άφθονος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il y a beaucoup de preuves qui défendent la théorie de l'évolution.
Υπάρχουν άφθονες αποδείξεις που υποστηρίζουν τη θεωρία της εξέλιξης.

ταυτιζόμενος συναισθηματικά

locution verbale (personne)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Si tu te sens déprimé, tu devrais parler à Stuart : il a beaucoup d'empathie.

που έχει γεύση γάλακτος

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αμέτρητος, ατελείωτος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il a eu de nombreux problèmes dans sa courte vie.

ένας σωρός

(familier) (καθομ, μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il y a des tonnes de nourriture, personne ne devrait repartir le ventre vide.

λίγοι

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il ne reste pas beaucoup de feuilles sur les arbres.

πολύ καλύτερος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πολύ λιγότερο

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

πολλοί

locution adjectivale

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)

παρόμοιος με

υπερβολικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Certains banquiers gagnent beaucoup trop d'argent.

κουραστικός

locution adjectivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πολύπλευρος

locution adjectivale (objet)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πολύ

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

που δεν με υποστηρίζει, που δεν με στηρίζει

locution adjectivale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πολυχρησιμοποιημένος

locution adjectivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

εντάσεως κεφαλαίου

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

που πίνει πολλή μπύρα

locution adjectivale (familier)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

συχνά

locution adverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Dans beaucoup de cas, les femmes trouvent difficile de reprendre le travail après un congé parental.

υπερβολικά, πάρα πολύ, υπέρμετρα

locution adverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Elle était beaucoup trop maigre pour être attirante.

και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα

(conte de fée)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Cendrillon a épousé le Prince Charmant et ils vécurent heureux et eurent beaucoup d'enfants.
Η Σταχτοπούτα παντρεύτηκε τον πρίγκιπά της και έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.

δεν έχει τέλος

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χρειάζεται πολλή προσπάθεια ακόμη

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Brad a eu une bonne note à l'examen, mais il a encore beaucoup de chemin à parcourir pour réussir le cours.

oύτε κατά διάνοια

locution adverbiale

σε ευχαριστώ θερμά

interjection

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
C'est très gentil de ta part d'avoir ramené ce paquet pour moi, merci beaucoup !

ευχαριστώ πολύ

interjection

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

ευχαριστώ πολύ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Merci beaucoup pour ton aide.

Σ' ευχαριστώ πολύ

interjection

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Σ' ευχαριστώ πολύ!, Σ' ευχαριστώ πάρα πολύ!

interjection

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Αυτό λέει πολλά.

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Aujourd'hui encore, la majorité des viols restent impunis : cela en dit long sur la nécessité de sensibiliser nos politiques au problème.

Ευχαριστώ πολύ, Ευχαριστώ πάρα πολύ, Χίλια ευχαριστώ, Να 'σαι καλά

interjection (ironique) (ειρωνικό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ρουφήχτρα

(voiture) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Cette voiture est un vrai gouffre : elle fait plus de 15 litres aux 100 km en ville.

μεγάλη προσπάθεια

παλιά καραβάνα

(figuré, familier) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πολλοί άνθρωποι

Beaucoup de gens croient que les extraterrestres existent.

πολλά να κάνω, πολλά να γίνουν

locution adverbiale

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Il y a beaucoup à faire ici si tu t'ennuies.

πολύ περισσότερος

locution adverbiale

Un banquier gagne beaucoup plus qu'un enseignant.
Ένας τραπεζίτης βγάζει πολύ περισσότερα από έναν καθηγητή.

πολύ λιγότερα

Des hommes se sont fait la guerre pour beaucoup moins.

πολλά περισσότερα

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Le nouveau directeur exige beaucoup plus de nous.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Θα πρέπει να γίνουν πολλά περισσότερα, αν θέλουμε να πετύχουμε.

καμπύλη μάθησης, καμπύλη εκμάθησης

(jargon)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

πολύ κακό για το τίποτα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κτ που γίνεται για ευχαρίστηση

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πολύς

(familier)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Je vais faire un tas de cuisses de poulet que nous pourrons prendre pour notre pique-nique.

ευχαριστώ πολύ

nom masculin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Merci beaucoup de m'avoir invité à votre fête.

υπερωρίες

locution verbale

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Il est possible que vous deviez faire beaucoup d'heures, même le week-end, pour respecter les délais. Plusieurs jeunes avocats font beaucoup d'heures pour leurs cabinets.
Ίσως πρέπει να δουλέψεις υπερωρίες, ακόμη και σαββατοκύριακα, για να προλάβεις προθεσμίες. Πολλοί νέοι δικηγόροι δουλεύουν πολλές υπερωρίες για τις εταιρείες τους.

πολλοί άλλοι

adjectif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πολύς περισσότερος από

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
L'armée chinoise a bien plus que quelques milliers de soldats.

αρκετός

adverbe

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il reste beaucoup de riz, n'hésitez pas à en reprendre.
Έχει μείνει αρκετό ρύζι στην κατσαρόλα και μπορείς ελεύθερα να φας κι άλλο.

τραβάω

(χρησιμοποιώ, μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'apprenti s'inspire beaucoup des œuvres de ce grand maître.

έχω να κάνω με κτ

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Sa réussite a beaucoup à voir avec les relations d'affaire de son père.
Η επιτυχία του έχει να κάνει με τις επαγγελματικές διασυνδέσεις του πατέρα του.

έχω πολλά να πω για κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

έχω μεγάλη επίδραση, έχω σημαντική επίδραση

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Les couleurs vives ont un effet important sur l'humeur.

έχω πολλές ελλείψεις

locution verbale (κάτι λείπει)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ton comportement à table laisse beaucoup à désirer !

αδικώ

(κάποιον/κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cette photo ne rend pas justice à sa beauté.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του beaucoup στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.