Τι σημαίνει το beau στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης beau στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του beau στο Γαλλικά.

Η λέξη beau στο Γαλλικά σημαίνει ωραίος, όμορφος, ωραίος, όμορφος, ωραίος, υπέροχος, όμορφος, ωραίος, καλός, ελκυστικός, γοητευτικός, καλός, ωραίος, επιβλητικός, καλός, ωραίος, ωραίος, όμορφος, όμορφος, ωραίος, εμφανίσιμος, ευπαρουσίαστος, καλός, ωραίος, όμορφος, γοητευτικός, ωραίος, ωραίος, όμορφος, εμφανίσιμος, ευπαρουσίαστος, ωραίος, όμορφος, ωραίος, καθαρός, ωραίος, όμορφος, αισθητική, ωραίος, όμορφος, αισθητική, αισθητικός, καλαίσθητος, καλλίγραμμος, καλοσχηματισμένος, καλοσχηματισμένος, χαριτωμένος, καλός, ελκυστικός, γοητευτικός, ομορφιά, θετό παιδί, αδερφός εξ' αγχιστείας, θετός γονέας, προγονός, κόμματος, κουνιάδος, πεθερός, ευχάριστος χαρακτήρας, γαμπρός, πατριός, μαλαγάνας, γαλίφης, γαμπρός, κούκλος, κούκλα, περιζήτητος, βίαιος, νόστιμος, που προσπαθεί να παραπλανήσει, πειστικός, πολύ γοητευτικός, τα μεσάνυχτα, μες στα μαύρα μεσάνυχτα, βρέξει χιονίσει, ακριβώς, κάποια μέρα, μια μέρα, κάποια στιγμή, με οποιοδήποτε τρόπο, ναι μεν, αλλά, ναι μεν, αλλά, μέσα στη μαύρη νύχτα, στη μέση, στη μέση του/της, πολύ καλός για να είναι αληθινός, Μπράβο!, φοβερός, γυναικείο φύλο, θετή γιαγιά, υγιέστατο αγοράκι, το ασθενές φύλο, καλός καιρός, ψιλοκουβέντα, βιβλίο με πλούσια εικονογράφηση, γλύκα, υγιέστατο κοριτσάκι, καλό παιδί, γαλίφης, η μαύρη νύχτα, αδικώ, κάνω κουμάντο, πιάνω κουβέντα, στη μέση, θρίαμβος, κόμματος, κακή επιρροή, πόσο, κόμματος, θετός, μπορεί, ζητιανεύω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης beau

ωραίος, όμορφος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Quelle belle vue de la mer !
Τι ωραία (or: όμορφη) θέα στη θάλασσα!

ωραίος, όμορφος

(personne)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Votre fille est belle (or: jolie).
Η κόρη σου είναι ωραία (or: όμορφη) κοπέλα.

ωραίος, υπέροχος, όμορφος

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
C'était une belle journée.
Ήταν μια ωραία μέρα.

ωραίος, καλός

(temps)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ça va être une très belle journée. (Or: Il va faire très beau.) Il n'y a pas un nuage.
Σήμερα θα είναι μια ωραία ημέρα. Δεν υπάρχει ούτε ένα σύννεφο στον ουρανό!

ελκυστικός, γοητευτικός

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Quel bel homme !
Είναι τόσο ελκυστικός άντρας!

καλός, ωραίος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ce fut un beau tir.

επιβλητικός

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La famille vivait dans une belle maison avec jardin à l'anglaise.

καλός, ωραίος

(temps, climat)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le temps est agréable aujourd'hui.
Ο καιρός είναι καλός (or: ωραίος) σήμερα.

ωραίος, όμορφος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Cette maison est très jolie, maintenant qu'elle a été repeinte.
Εκείνο το σπίτι είναι ωραίο τώρα που βάφτηκε.

όμορφος, ωραίος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

εμφανίσιμος, ευπαρουσίαστος

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Eh bien ! Quel beau jeune homme tu es devenu !

καλός

adjectif (καιρός)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Aujourd'hui, nous allons avoir une belle journée de printemps : chaud avec peu de nuages.
Σήμερα θα είναι μια ωραία ανοιξιάτικη μέρα, ζεστή με λίγα σύννεφα.

ωραίος, όμορφος

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le chevalier trouvait sa compagne très belle.
Ο ιππότης νόμιζε ότι η δεσποσύνη του ήταν πολύ ωραία (or: όμορφη).

γοητευτικός, ωραίος

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
C'est un homme très beau.
Είναι γοητευτικός (or: ωραίος) άνδρας.

ωραίος, όμορφος

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

εμφανίσιμος, ευπαρουσίαστος

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ωραίος, όμορφος

(homme, femme)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Eugene est un bel homme.
Ο Γιουτζίν είναι ωραίος άντρας.

ωραίος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

καθαρός

(peau)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Elle a une belle peau.

ωραίος, όμορφος

adjectif (figuré)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Merci d'avoir dit ça. C'était si beau.

αισθητική

(principe de beauté)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ωραίος, όμορφος

(chose)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
C'est une jolie photo de coucher du soleil sur le lac.
Αυτή είναι μια ωραία φωτογραφία της λίμνης το ηλιοβασίλεμα.

αισθητική

(principe de beauté)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αισθητικός, καλαίσθητος

(renvoie à la beauté)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

καλλίγραμμος, καλοσχηματισμένος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

καλοσχηματισμένος, χαριτωμένος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

καλός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
C'est une bonne opportunité. Tu devrais la saisir.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Για αύριο προβλέπεται καλός καιρός.

ελκυστικός, γοητευτικός

(personne) (φυσική ομορφιά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Elle est très attirante (or: séduisante) mais sa sœur est encore plus jolie.
Είναι ελκυστική (or: γοητευτική), αλλά η αδερφή της είναι ακόμα πιο όμορφη.

ομορφιά

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Est-ce que le beau a plus de valeur que le laid ?

θετό παιδί

(fils du conjoint)

αδερφός εξ' αγχιστείας

(impropre mais courant)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

θετός γονέας

(nouveau conjoint de la mère)

Marty a un beau-père et une belle-mère aimants et il se sent bien qu'il soit chez sa mère ou son père.

προγονός

nom masculin (fils du conjoint)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Dana aime son beau-fils comme si c'était son propre enfant.

κόμματος

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

κουνιάδος

nom masculin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Ma femme et mon beau-frère ont tous les deux hérité des yeux bleus de leur mère.
Η σύζυγός μου και ο κουνιάδος μου έχουν και οι δυο κληρονομήσει τα μπλε μάτια της μητέρας τους.

πεθερός

nom masculin (père du conjoint)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Mon beau-père me traite comme sa propre fille.

ευχάριστος χαρακτήρας

(anglicisme)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Elle a fini troisième mais a été très fair-play et n'a pas râlé.

γαμπρός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

πατριός

nom masculin (nouveau conjoint du parent)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Mon beau-père n'a pas d'enfants biologiques.
Ο θετός μου πατέρας δεν έχει δικά του παιδιά.

μαλαγάνας, γαλίφης

(ανεπίσημο)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Ce vieux charmeur a dit que j'avais les yeux les plus jolis qu'il ait jamais vus.
Αυτός ο γαλίφης είπε ότι είχα τα πιο όμορφα μάτια που είχε δει ποτέ.

γαμπρός

nom masculin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Mon beau-frère a épousé ma sœur il y a cinq ans.
Ο γαμπρός μου παντρεύτηκε την αδελφή μου πριν από πέντε χρόνια.

κούκλος, κούκλα

(familier : personne sexy)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

περιζήτητος

(célibataire)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Elle invita plusieurs célibataires convoités à la fête dans l'espoir que sa fille tombe amoureuse de l'un d'eux.
Κάλεσε κάμποσους περιζήτητους εργένηδες στο πάρτι, με την ελπίδα πως η κόρη της θα ερωτεύονταν έναν απ' αυτούς.

βίαιος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

νόστιμος

(μεταφορικά, καθομ)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Rachel a donné un petit coup de coude à son amie et lui a fait remarquer le type séduisant qu'elle venait de voir de l'autre côté de la rue.

που προσπαθεί να παραπλανήσει

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le vendeur m'a convaincu avec ses paroles enjôleuses.

πειστικός

(familier)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πολύ γοητευτικός

(personne)

τα μεσάνυχτα, μες στα μαύρα μεσάνυχτα

locution adverbiale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Des bruits étranges au beau milieu de la nuit peuvent être vraiment inquiétants.

βρέξει χιονίσει

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Le marathon aura lieu, qu'il fasse beau ou qu'il pleuve.

ακριβώς

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

κάποια μέρα, μια μέρα, κάποια στιγμή

locution adverbiale (αόριστα στο μέλλον)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

με οποιοδήποτε τρόπο

préposition

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Quel que soit le moyen de transport que tu choisiras, tu n'y seras pas en moins d'une heure.
Με οποιοδήποτε τρόπο και αν πας, δε μπορείς να φτάσεις εκεί σε λιγότερο από μια ώρα.

ναι μεν, αλλά

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Tout cela est très intéressant, mais cela n'explique toujours pas pourquoi tu n'as pas fini le travail.

ναι μεν, αλλά

(familier)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μέσα στη μαύρη νύχτα

locution adverbiale

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

στη μέση

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

στη μέση του/της

(μιας δυσάρεστης κατάστασης)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

πολύ καλός για να είναι αληθινός

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Μπράβο!

(familier)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

φοβερός

(familier) (αρνητικά ή θετικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
J'ai vu beaucoup de tableaux, mais celui-là, il est au-dessus du lot.

γυναικείο φύλο

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

θετή γιαγιά

nom féminin

υγιέστατο αγοράκι

nom masculin

το ασθενές φύλο

(figuré)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

καλός καιρός

nom masculin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
C'était un beau temps pour les canards : il a plu toute la journée !

ψιλοκουβέντα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Nous avons mieux à faire que de parler de la pluie et du beau temps. Nous devons parler d'affaires sérieuses !
Δεν υπάρχει χρόνος για ψιλοκουβέντα. Έχουμε σοβαρά θέματα να συζητήσουμε!

βιβλίο με πλούσια εικονογράφηση

nom masculin

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

γλύκα

(familier : pour une femme) (ανεπίσημο, μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

υγιέστατο κοριτσάκι

καλό παιδί

nom masculin (familier) (μεταφορικά: για άντρες)

γαλίφης

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

η μαύρη νύχτα

nom masculin (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αδικώ

(κάποιον/κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cette photo ne rend pas justice à sa beauté.

κάνω κουμάντο

(figuré)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Le pasteur peut penser qu'il mène le jeu, mais l'organiste est vraiment celui qui mène l'office.

πιάνω κουβέντα

(έναρξη συζήτησης)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

στη μέση

locution adverbiale

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

θρίαμβος

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Convaincre la célèbre galerie d'art d'exposer ses œuvres est un joli coup pour Claudia !
Ήταν μεγάλη επιτυχία για την Κλώντια που κατάφερε τη διάσημη γκαλερί να παρουσιάσει τη δουλειά της!

κόμματος

(familier) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Le paysagiste qui a travaillé dans le jardin aujourd'hui était un beau gosse (or: beau mec).
Ο κηπουρός που δούλευε σήμερα στην αυλή ήταν κόμματος.

κακή επιρροή

(μεταφορικά)

πόσο

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Άσχετα από το πόσο προσπαθώ να ευχαριστήσω το αφεντικό μου, εκείνος παραμένει ανικανοποίητος.

κόμματος

nom masculin (familier) (αργκό, μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

θετός

préfix (père,... : par remariage) (για γονείς)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Par exemple : belle-mère

μπορεί

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
C'est peut-être ta meilleure amie mais elle n'a pas le droit de te parler comme ça.
Μπορεί να είναι η καλύτερή σου φίλη, αλλά δεν έχει δικαίωμα να σου μιλάει έτσι.

ζητιανεύω

locution verbale (chien)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Mon chien joue le jeu quand je lui dis « roule ! » ou fais le beau ! »
Ο σκύλος μου κάνει κόλπα όταν του λέω «Κάνε μια στροφή!» ή «Παρακάλα!»

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του beau στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του beau

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.