Τι σημαίνει το bomba στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης bomba στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του bomba στο ισπανικά.

Η λέξη bomba στο ισπανικά σημαίνει βόμβα, τρόμπα, βόμβα, βόμβα, που τα σπάει, περιέκτης ραδιενεργού υλικού, αντλία, κλωτσιά της μπάλας στο ράγκμπι για να φύγει ψηλά στον αέρα, κεραυνός, τα σπάει, ξεκαρδιστικός, βενζινάδικο, θαύμα, όνειρο, πολύ καλά, αντλία, ατομική βόμβα, ηφαιστειακή πέτρα, αντλιοφόρο όχημα, βόμβα σε αυτοκίνητο, εμπρηστικός μηχανισμός, ιπτάμενη βόμβα, σου, ατομική βόμβα, τρόμπα, βόμβα υδρογόνου, βόμβα νετρονίου, ατομική βόμβα, μολότωφ, υδραυλική αντλία, βόμβα καπνού, βόμβα καπνού, σωλήνας αναρρόφησης, ωρολογιακή βόμβα, βόμβα θρυμματισμού, βόμβα διασποράς, πυρομαχικά διασποράς, αντλία καυσίμου, χειροκίνητη αντλία, πακέτο-βόμβα, δέμα-βόμβα, βόμβα μολότοφ, πατατοκροκέτα, στομαχική αντλία, μονάδα αναρρόφησης, καζανάκι, ατομική βόμβα, συναγερμός για βόμβα, διανεμητής μπύρας, αντλία νερού, γλεντώ, διασκεδάζω, γίνεται χαμός, γίνεται πανικός, ωρολογιακή βόμβα, ρίχνω ατομική βόμβα σε κτ, πολύ ισχυρή βόμβα, αντλία θερμότητας, αντλία ινσουλίνης, αυτοσχέδια βόμβα, αντλία εκκένωσης υπόγειων υγρών, αντλία κενού, εκρηκτικός μηχανισμός μέσα σε επιστολή, φάρσα για τοποθέτηση βόμβας, ψαρεύω με βαρίδι, ρίχνω ατομική βόμβα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης bomba

βόμβα

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Las bombas son un elemento común de los conflictos bélicos modernos.
Οι βόμβες είναι κοινός τόπος στον σύγχρονο πόλεμο.

τρόμπα

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La rueda de la bicicleta de Marilyn estaba pinchada, así que ella está buscando una bomba para volver a inflarla.
Το λάστιχο του ποδηλάτου της Μέρλιν έγινε πίτα και έτσι ψάχνει για μια τρόμπα για να το φουσκώσει.

βόμβα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

βόμβα

(coloquial) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Jasmine soltó la bomba de que ella y Dexter se habían fugado para casarse.

που τα σπάει

(figurado) (μτφ, αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
¡El cantante acaba de sacar un disco nuevo y es una bomba!

περιέκτης ραδιενεργού υλικού

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αντλία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
William se estacionó al lado del surtidor, salió del coche y empezó a llenar el tanque.
Ο Ουίλλιαμ σταμάτησε δίπλα από την αντλία, βγήκε από το αυτοκίνητο και άρχισε να γεμίζει το ντεπόζιτο.

κλωτσιά της μπάλας στο ράγκμπι για να φύγει ψηλά στον αέρα

(rugby)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

κεραυνός

nombre femenino (figurado) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Τα νέα για το θάνατο του ηθοποιού έπεσαν σαν κεραυνός στους φαν.

τα σπάει

(coloquial) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Me alegro de haber ido a la fiesta, ¡fue una bomba!
Χαίρομαι που πήγα στο πάρτι, ήταν γαμάτο!

ξεκαρδιστικός

(coloquial, figurado)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
¡Ese nuevo programa de comedia es la bomba!

βενζινάδικο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
¿Dónde está la gasolinera más cercana? Ya casi no tengo gasolina.
Πού είναι το πλησιέστερο βενζινάδικο; Κοντεύω να ξεμείνω. Σταμάτησα σε ένα βενζινάδικο για να πάρω βενζίνη και να ελέγξω την πίεση των ελαστικών.

θαύμα, όνειρο

(μτφ: για όλα τα γένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πολύ καλά

(διασκέδαση)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Gracias por invitarme, ¡pasé un buen rato con vosotros!

αντλία

locución nominal femenina

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Tom compró una bomba de agua después de que su sótano se inundara tres veces.
Ο Τομ αγόρασε μια αντλία αφότου το κελάρι του πλημμύρισε τρεις φορές.

ατομική βόμβα

La población sufrió los efectos de la bomba nuclear décadas después de que fuera arrojada sobre la ciudad.
Οι άνθρωποι υπέφεραν από τις επιπτώσεις της ατομικής βόμβας για δεκαετίες αφότου έπεσε στην πόλη.

ηφαιστειακή πέτρα

Las bombas volcánicas son uno de los muchos peligros asociados a los volcanes activos.

αντλιοφόρο όχημα

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

βόμβα σε αυτοκίνητο

nombre masculino

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Explotó un coche-bomba.

εμπρηστικός μηχανισμός

locución nominal femenina

Aparentemente, alguien arrojó una bomba incendiaria al colegio.

ιπτάμενη βόμβα

locución nominal femenina (Β' Παγκοσμίου Πολέμου)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σου

locución nominal femenina (γλύκισμα)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Comería bombas de crema todos los días, pero engordan mucho.

ατομική βόμβα

locución nominal femenina

Hiroshima fue el blanco de la primera bomba atómica.

τρόμπα

locución nominal femenina (όχι ηλεκτρική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Inflamos el bote con una bomba de pie.

βόμβα υδρογόνου

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
El país probó una bomba de hidrógeno recientemente.

βόμβα νετρονίου

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Entre otras armas, había lo que parecía ser una bomba de neutrones.

ατομική βόμβα

locución nominal femenina

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Durante la Segunda Guerra Mundial Estados Unidos tiró dos bombas atómicas sobre Japón.

μολότωφ

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Los manifestantes atacaron a la policía lanzándoles bombas molotov.

υδραυλική αντλία

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

βόμβα καπνού

nombre femenino

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
En las protestas de la universidad, no faltaban las bombas lacrimógenas y las de humo.

βόμβα καπνού

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La policía antidisturbios disparó granadas de humo para dispersar a la multitud.

σωλήνας αναρρόφησης

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Hubo que vaciar el colector de residuos con una bomba de succión.

ωρολογιακή βόμβα

(ES)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El espía colocó la bomba de relojería sabiendo que sólo disponía de dos minutos para ponerse a salvo.

βόμβα θρυμματισμού, βόμβα διασποράς

locución nominal femenina

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

πυρομαχικά διασποράς

locución nominal femenina (πολεμικός εξοπλισμός)

αντλία καυσίμου

locución nominal femenina (CR) (μηχανή εσωτερικής καύσης)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Mi auto no arranca porque está rota la bomba de gasolina.

χειροκίνητη αντλία

nombre femenino

πακέτο-βόμβα, δέμα-βόμβα

nombre masculino

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

βόμβα μολότοφ

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

πατατοκροκέτα

nombre femenino (AR)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

στομαχική αντλία

nombre femenino

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

μονάδα αναρρόφησης

locución nominal femenina

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

καζανάκι

locución nominal femenina

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ατομική βόμβα

locución nominal femenina

Estados Unidos detonó la primera bomba atómica cerca de Alamogordo, en Nueva México.
Οι Η.Π.Α. έριξαν την πρώτη ατομική βόμβα κοντά στο Αλαμογκόρντο του Νέου Μεξικού.

συναγερμός για βόμβα

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

διανεμητής μπύρας

(en barril)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

αντλία νερού

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

γλεντώ, διασκεδάζω

locución verbal (coloquial) (καθομιλουμένη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Gracias por una fiesta estupenda, ¡la pasamos bomba!

γίνεται χαμός, γίνεται πανικός

locución verbal (figurado) (μτφ, αργκό)

(απρόσωπη έκφραση: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. φαίνεται ότι, έχει συννεφιά κλπ.)
La fiesta de cumpleaños fue una bomba; todos se divirtieron muchísimo.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Ανυπομονώ να έρθει το Σαββατοκύριακο, θα γίνει χαμός!

ωρολογιακή βόμβα

locución nominal femenina (ES, figurado) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Esa una bomba de relojería de mecha corta cuando se enoja.

ρίχνω ατομική βόμβα σε κτ

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πολύ ισχυρή βόμβα

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Este vecindario fue diezmado por una bomba blockbuster durante la guerra.
Αυτή η γειτονιά αποδεκατίστηκε από μια πολύ ισχυρή βόμβα κατά τη διάρκεια του πολέμου.

αντλία θερμότητας

locución nominal femenina

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

αντλία ινσουλίνης

locución nominal femenina

αυτοσχέδια βόμβα

(σε σωλήνα)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

αντλία εκκένωσης υπόγειων υγρών

locución nominal masculina

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

αντλία κενού

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

εκρηκτικός μηχανισμός μέσα σε επιστολή

locución nominal femenina

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

φάρσα για τοποθέτηση βόμβας

(falsa)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ψαρεύω με βαρίδι

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Peter pescó con plomo durante una hora antes de cambiar a pesca con mosca porque no consiguió que picase ninguno.

ρίχνω ατομική βόμβα

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Se dieron órdenes de tirar una bomba atómica.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του bomba στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του bomba

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.