Τι σημαίνει το coche στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης coche στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του coche στο ισπανικά.

Η λέξη coche στο ισπανικά σημαίνει αυτοκίνητο, αυτοκίνητο, άμαξα, αυτοκίνητο, αυτοκίνητο, αυτοκίνητο,όχημα, βαγόνι, βαγόνι, αυτοκίνητο, αμάξι, βαγόνι, κούρσα, αντλιοφόρο όχημα, υβριδικό όχημα, βόμβα σε αυτοκίνητο, άμαξα, με τα πόδια, οδικώς, νεκροφόρα, κλινάμαξα, κλοπή αυτοκινήτου, πυροσβεστικό όχημα, αυτοκίνητο πόλης, ντράγκστερ, κολλάει στο μπροστινό αυτοκίνητο, συγκρουόμενα, καρότσι, καροτσάκι, κλινάμαξα, μικρό και οικονομικό αυτοκίνητο, περιπολικό, σπορ αυτοκίνητο, καροτσάκι, ηλεκτρικό αυτοκίνητο, ιππήλατη άμαξα, τεθωρακισμένο αυτοκίνητο, περιπολικό, αγωνιστικό αυτοκίνητο, εστιατόριο τρένου, κλινάμαξα, πυροσβεστικό όχημα, αυτοκίνητο αντίκα, συντήρηση αυτοκινήτου, δόση αυτοκινήτου, αυτοκινούμενο αναπηρικό αμαξίδιο, αυτοκίνητο μινιατούρα, περιπολικό, αυτοκίνητο ασφαλείας, μεταχειρισμένο αυτοκίνητο, μεταχειρισμένο αμάξι, πούλμαν, σέρβις αυτοκινήτου, το κόβω με τα πόδια, φεύγω, απομακρύνομαι, με δικό μου αυτοκίνητο, πάτωμα, αμαξάκι, μόνιππο, σάρωθρο δρόμων, επίθεση με πυροβολισμούς από διερχόμενο αυτοκίνητο, επίθεση με πυροβολισμούς από διερχόμενο αυτοκίνητο, νοικιασμένος, αγωνιστικό αυτοκίνητο, πηγαίνω με το αυτοκίνητο, μεταφέρω, αγωνιστικό αυτοκινητάκι, μπατσικό, πάω με αυτοκίνητο, παίρνω το αυτοκίνητο, βάζω σε γκαράζ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης coche

αυτοκίνητο

(ES)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El coche iba a toda velocidad por la carretera.
Το αυτοκίνητο έτρεχε με ταχύτητα στον αυτοκινητόδρομο.

αυτοκίνητο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
John compró un coche nuevo el año pasado.

άμαξα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Puedes dar un paseo en carruaje por el parque en los meses más cálidos.
Μπορείς να κάνεις βόλτες με άμαξα στο πάρκο κατά τη διάρκεια των πιο ζεστών μηνών.

αυτοκίνητο

(όχημα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La gran mayoría de los hogares ahora tienen automóvil.
Η συντριπτική πλειοψηφία των νοικοκυριών έχει τώρα αυτοκίνητα.

αυτοκίνητο

(general)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αυτοκίνητο,όχημα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

βαγόνι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Tuve que caminar por cuatro vagones hasta que encontré un asiento libre.

βαγόνι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Este tren solo tiene tres vagones.
Το τραίνο αυτό έχει μόνο τρία βαγόνια.

αυτοκίνητο, αμάξι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La adolescente no podía esperar a tener su propio carro.

βαγόνι

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κούρσα

(AmL) (αργκό, παλαιό)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
¡Oye, qué buen carro tienes!

αντλιοφόρο όχημα

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

υβριδικό όχημα

(coloquial)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Me compré un híbrido para evitar los altos costos del combustible.

βόμβα σε αυτοκίνητο

nombre masculino

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Explotó un coche-bomba.

άμαξα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La princesa saludaba con la mano desde su carruaje.

με τα πόδια

(ES, coloquial)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Vamos en el coche de san Fernando, un poquito a pie y otro poquito andando.

οδικώς

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
No hace falta que vayamos en coche, queda cerca; podemos ir caminando.

νεκροφόρα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El coche fúnebre estaba al frente de la procesión funeraria.

κλινάμαξα

(de un tren)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Puedes reservar un asiento común en el tren, o un lugar en el coche dormitorio.

κλοπή αυτοκινήτου

locución nominal masculina (general)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

πυροσβεστικό όχημα

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Un camión de bomberos rojo iba por la calle reduciendo la velocidad con la sirena encendida.

αυτοκίνητο πόλης

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Puedo estacionar mi coche pequeño donde quiero porque es muy pequeño.

ντράγκστερ

locución nominal masculina (αγωνιστικό όχημα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κολλάει στο μπροστινό αυτοκίνητο

(οδηγός)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

συγκρουόμενα

(λούνα παρκ)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

καρότσι, καροτσάκι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κλινάμαξα

locución nominal masculina (καμπίνα τρένου)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μικρό και οικονομικό αυτοκίνητο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La compañía lanzó un nuevo modelo de automóvil compacto hace un mes.

περιπολικό

(ES)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Baja la velocidad: hay un coche patrulla en la curva.

σπορ αυτοκίνητο

Entendimos que Tomás estaba atravesando la crisis de la mediana edad cuando se compró un auto deportivo.

καροτσάκι

locución nominal masculina (για μωρό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Los coches de bebé estilo antiguo son hermosos, aunque ya no son muy prácticos.
Τα παλιομοδίτικα καροτσάκια είναι πανέμορφα, αλλά δεν είναι πολύ πρακτικά.

ηλεκτρικό αυτοκίνητο

locución nominal masculina

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La industria automotriz necesita desarrollar un coche eléctrico rentable.

ιππήλατη άμαξα

En algunas ciudades españolas puedes alquilar un coche de caballos para recorrer la ciudad.

τεθωρακισμένο αυτοκίνητο

περιπολικό

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Cuando llegamos vimos un coche de policía afuera de la casa.
Φτάσαμε και είδαμε ένα περιπολικό έξω από το σπίτι μας. Μέσα σε λίγα λεπτά από το άκουσμα του συναγερμού, 12 περιπολικά περικύκλωσαν το κτίριο.

αγωνιστικό αυτοκίνητο

locución nominal masculina

El coche de carreras corría por la pista a 150 millas por hora.

εστιατόριο τρένου

locución nominal masculina

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Cenamos en el coche comedor mientras cruzábamos los Alpes Suizos.

κλινάμαξα

nombre masculino (CL)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πυροσβεστικό όχημα

La mayoría de los camiones de bomberos son rojos.

αυτοκίνητο αντίκα

locución nominal masculina

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Él tiene una impresionante colección de coches clásicos.

συντήρηση αυτοκινήτου

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Es necesario un mantenimiento constante del coche.

δόση αυτοκινήτου

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αυτοκινούμενο αναπηρικό αμαξίδιο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αυτοκίνητο μινιατούρα

(ES)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Mi hermano tiene una colección de coches en miniatura de los años 60 muy completa.

περιπολικό

locución nominal masculina

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Huyó en el mismo coche de policía en el que lo conducían al juzgado.

αυτοκίνητο ασφαλείας

nombre masculino

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Lo penalizaron por adelantar estando el coche se seguridad en la pista.

μεταχειρισμένο αυτοκίνητο, μεταχειρισμένο αμάξι

πούλμαν

locución nominal masculina

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

σέρβις αυτοκινήτου

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

το κόβω με τα πόδια

locución verbal (ES, coloquial) (ανεπίσημο, μτφ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Nuestro coche se quedó sin gasolina y tuvimos que ir en el coche de San Fernando hasta la gasolinera. Perdimos los pasajes de subte, así que tuvimos que ir en el coche de San Fernando treinta cuadras con nuestros zapatos con taco.

φεύγω, απομακρύνομαι

locución verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Con pena lo vi alejarse en el coche, sabiendo que no volvería a verlo.
Τον παρακολουθούσα θλιμμένη να βάζει μπρος και να φεύγει, ξέροντας ότι δεν θα τον ξαναέβλεπα ποτέ.

με δικό μου αυτοκίνητο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πάτωμα

(αυτοκινήτου)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
¡El coche de Sally es tan viejo que hay un agujero en el suelo del coche!

αμαξάκι, μόνιππο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

σάρωθρο δρόμων

locución nominal masculina (ES)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Después del desfile el coche escoba limpió toda la basura de la calzada.

επίθεση με πυροβολισμούς από διερχόμενο αυτοκίνητο

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Osman admitió ser el tirador en un tiroteo desde un vehículo en movimiento

επίθεση με πυροβολισμούς από διερχόμενο αυτοκίνητο

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Un hombre tiene heridas letales después de un tiroteo desde un vehículo en movimiento en Tucson.

νοικιασμένος

(που έχει νοικιαστεί)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Iré a Barcelona en avión en vez de por carretera, y como no tendré mi coche cogeré uno de alquiler en el aeropuerto.

αγωνιστικό αυτοκίνητο

πηγαίνω με το αυτοκίνητο

(κπ κάπου ή σε κτ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ellen llevó en coche a su amigo hasta el otro extremo de la ciudad para que pudiese tomar su tren.

μεταφέρω

(με αυτοκίνητο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
No puedo manejar, así que es mi esposa quien lleva en coche a mis hijas cuando quieren visitar a sus amigos.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Δεν ξέρω να οδηγώ κι έτσι η γυναίκα μου είναι εκείνη που μεταφέρει τις έφηβες κόρες μας σε διάφορα μέρη.

αγωνιστικό αυτοκινητάκι

(παιχνίδι)

μπατσικό

(αργκό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πάω με αυτοκίνητο, παίρνω το αυτοκίνητο

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
¿Vamos en coche o en tren?

βάζω σε γκαράζ

(ES, AR)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Brian guardaba su motocicleta en el garage durante el invierno.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του coche στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του coche

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.