Τι σημαίνει το crash στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης crash στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του crash στο Αγγλικά.

Η λέξη crash στο Αγγλικά σημαίνει παθαίνω ατύχημα, συγκρούομαι με κπ/κτ, τρακάρω, τρακάρω, γίνομαι κομμάτια, σύγκρουση, πρόσκρουση, κρότος, πάταγος, κραχ, εντατικός, πρόσκρουση, καταρρέω, κρασάρω, την πέφτω, τον παίρνω, χτυπάω, σπάω, πηγαίνω απρόσκλητος, με παίρνει ο ύπνος, αυτοκινητιστικό ατύχημα, κρασάρισμα του υπολογοιστή, εμφανίζομαι σε πάρτυ ακάλεστος, προστατευτικό κιγκλίδωμα, καροτσάκι ιατρικού εξοπλισμού για επείγοντα περιστατικά, ταχύρρυθμο μάθημα, πέφτω, καταρρέω, συντρίβομαι, τσακίζομαι, κράνος, αναγκαστική προσγείωση, στρώμα, ηττώμαι, στρώμα, μέρος για να αράξω, κάνω αναγκαστική προσγείωση, κάνω αναγκαστική προσγείωση, αεροπορικό ατύχημα, σιδηροδρομικό ατύχημα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης crash

παθαίνω ατύχημα

intransitive verb (collide with [sth]) (αυτοκίνητο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
If you drive too fast, you'll crash.
Αν οδηγείς πολύ γρήγορα, θα τρακάρεις.

συγκρούομαι με κπ/κτ

(collide violently)

A drunk driver crashed into the side of the house. The skier crashed into the other skier.
Το φορτηγό έπεσε πάνω σε ένα διερχόμενο αμάξι. Ο σκιέρ έπεσε πάνω στον άλλο σκιέρ.

τρακάρω

transitive verb (vehicle: cause to collide)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Roger crashed his bike and had to retire from the race.
Ο Ρότζερ τράκαρε τη μοτοσυκλέτα του και έπρεπε να αποσυρθεί απ' τον αγώνα.

τρακάρω

(vehicle: cause to collide with [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He crashed his car into a tree.
Έπεσε με το αυτοκίνητό του σε ένα δέντρο.

γίνομαι κομμάτια

intransitive verb (fall, break loudly) (χτυπώ και σπάω)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
The clock crashed to the ground when it fell off the wall.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Η τζαμαρία θρυμματίστηκε με πάταγο.

σύγκρουση, πρόσκρουση

noun (collision)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The crash made a loud noise.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Η σύγκρουση (or: πρόσκρουση) ήταν μετωπική και απέβη μοιραία.

κρότος, πάταγος

noun (loud noise)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
They heard a crash in the kitchen.
Άκουσαν έναν κρότο στην κουζίνα.

κραχ

noun (finance: fall) (οικονομία)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
The crash of 1929 was one of the worst ever.
Το κραχ του 1929 ήταν το χειρότερο όλων των εποχών.

εντατικός

adjective (informal (course: intense, rapid)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He took a crash course in Spanish before going to Mexico.

πρόσκρουση

noun (aviation: violent landing)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The crash broke the plane in two.

καταρρέω

intransitive verb (fail suddenly)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The stock market crashed in 1929.

κρασάρω

intransitive verb (computer: stop working)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Windows® crashed again. I need to reboot.

την πέφτω

intransitive verb (figurative, slang (sleep) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He crashed at my house Saturday night.
Την έπεσε σπίτι μου το Σάββατο το βράδυ.

τον παίρνω

intransitive verb (figurative, slang (fall asleep) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I just crashed when I got home, and woke up four hours later.

χτυπάω

transitive verb (knock violently) (με δύναμη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
They crashed their heads together.
Κοπάνησε ο ένας το κεφάλι του άλλου.

σπάω

transitive verb (break, smash [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He crashed the vase against the wall.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ο αέρας που φύσηξε κομμάτιασε το μικρό γυάλινο διακοσμητικό στην αυλή.

πηγαίνω απρόσκλητος

transitive verb (slang (enter uninvited) (κάπου αλλού)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
That guy wasn't invited. He just crashed the party.
Ο τύπος δεν ήταν καλεσμένος. Απλά ήρθε απρόσκλητος.

με παίρνει ο ύπνος

phrasal verb, intransitive (go to sleep quickly)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The tired toddler crashed out as soon as his mother put him to bed.

αυτοκινητιστικό ατύχημα

noun (automobile accident)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The driver was killed in the car crash but the passenger survived.

κρασάρισμα του υπολογοιστή

noun (computing: system failure) (καθομιλουμένη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
My computer crash was caused by a bug in the operating system.

εμφανίζομαι σε πάρτυ ακάλεστος

verbal expression (slang (attend uninvited)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The hooligans decided to crash a party and cause trouble.
Οι χούλιγκαν αποφάσισαν να εμφανιστούν στο πάρτυ ακάλεστοι και να κάνουν φασαρία.

προστατευτικό κιγκλίδωμα

noun (UK (safety fence at side of road)

καροτσάκι ιατρικού εξοπλισμού για επείγοντα περιστατικά

(emergency cart)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ταχύρρυθμο μάθημα

(intensive course)

πέφτω, καταρρέω, συντρίβομαι, τσακίζομαι

(collapse, fall)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
After they detonated the explosives, the old bridge crashed down into the ravine.

κράνος

noun (protective headgear)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Crash helmets have saved many a motorcyclist's life.
Τα κράνη έχουν σώσει πολλές ζωές μοτοσυκλετιστών.

αναγκαστική προσγείωση

noun (aircraft: emergency descent)

στρώμα

noun (safety mattress, foam pad) (γυμναστική: προσγειώσεις)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ηττώμαι

verbal expression (competition: lose)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
It was a surprise to everyone when the favorites crashed out of the World Cup in the first round.

στρώμα

noun (safety mattress)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μέρος για να αράξω

noun (US: slang (temporary home)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
My cousin lives two blocks from here, we can use his place as a crash pad.
Ο ξάδερφός μου μένει δυο τετράγωνα πιο κάτω, μπορούμε να την πέσουμε στο σπίτι του.

κάνω αναγκαστική προσγείωση

intransitive verb (make emergency landing)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κάνω αναγκαστική προσγείωση

transitive verb (aircraft: land in an emergency)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αεροπορικό ατύχημα

noun (aircraft accident)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A stone memorial commemorates the plane crash of 1981.

σιδηροδρομικό ατύχημα

noun (railroad accident)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του crash στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του crash

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.