Τι σημαίνει το brace στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης brace στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του brace στο Αγγλικά.
Η λέξη brace στο Αγγλικά σημαίνει επιγονατίδα, στήριγμα, υποστήριγμα, άγκιστρο, ζευγάρι φασιανών, σιδεράκια, τιράντες, τρυπάνι χειρός, ένωση πενταγράμμων, στηρίζω, υποβαστάζω, προετοιμάζομαι, επιστραγαλίδα, προετοιμάζομαι, προετοιμάζομαι, προετοιμάσου, ετοιμάσου, κρατήσου, προετοιμάζομαι, ετοιμάζομαι, προετοιμάζομαι για κτ, ετοιμάζομαι για κτ, ετοιμάσου, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, κηδεμόνας γόνατος, επιγονατίδα, ορθοπεδικός νάρθηκας, σιδεράκια. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης brace
επιγονατίδαnoun (knee or elbow support) (στο γόνατο) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Claire wears a brace on her knee when she runs. Η Κλαιρ φορά επιγονατίδα στο γόνατό της όταν τρέχει. |
στήριγμα, υποστήριγμαnoun (structural support) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The boys have already erected the braces for the frame of the new barn. Τα αγόρια έχουν στήσει ήδη τα στηρίγματα για το πλαίσιο του νέου αχυρώνα. |
άγκιστροnoun (punctuation: curly bracket) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ζευγάρι φασιανώνnoun (pheasants: pair) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The farmer carried a shotgun in one hand and a brace of pheasants in the other. Ο αγρότης κρατούσε ένα μονόκανο στο ένα χέρι και ένα ζευγάρι φασιανών στο άλλο. |
σιδεράκιαnoun (often plural (device: straightens teeth) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) She couldn't wait to have her braces removed once her teeth had been straightened. Δεν κρατιόταν να βγάλει τα σιδεράκια της μόλις ίσιωσαν τα δόντια της. |
τιράντεςplural noun (UK (suspenders: straps that hold trousers up) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) He wore striped braces only at the weekends. Φορούσε ριγέ τιράντες μόνο το σαββατοκύριακο. |
τρυπάνι χειρόςnoun (drilling tool) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) A brace is a handheld device used for drilling holes in wood. |
ένωση πενταγράμμωνnoun (music: line connecting staves) (μουσική) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
στηρίζω, υποβαστάζωtransitive verb (support) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The wooden beams braced the unsteady walls of the building. |
προετοιμάζομαιphrasal verb, intransitive (ready yourself) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
επιστραγαλίδαnoun (device to support the ankle) (ορθοπεδικό βοήθημα) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
προετοιμάζομαιtransitive verb and reflexive pronoun (figurative (prepare for shock) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The doctor warned the patient's family to brace themselves. |
προετοιμάζομαιverbal expression (figurative (prepare for shock) (για κτ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Everyone is bracing themselves for the foot of snow forecast for tonight. Όλοι προετοιμάζονται για τα 30 εκατοστά χιόνι που προβλέπονται για απόψε. |
προετοιμάσου, ετοιμάσου, κρατήσουinterjection (figurative (prepare for shock) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Brace yourself, I've got some bad news. Δείξε θάρρος. Έχω άσχημα νέα. |
προετοιμάζομαι, ετοιμάζομαιtransitive verb and reflexive pronoun (prepare for impact) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The flight attendant instructed the passengers to brace themselves. |
προετοιμάζομαι για κτ, ετοιμάζομαι για κτverbal expression (prepare for impact) Seeing that there was no way to escape, Joel braced himself for the blow of the other man's fist. |
ετοιμάσουinterjection (prepare for impact) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Brace yourself. We're about to land. Ετοιμάσου. Σε λίγο προσγειωνόμαστε. |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>noun (construction) |
κηδεμόνας γόνατοςnoun (support for injured knee) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
επιγονατίδαnoun (support to prevent knee injury) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ορθοπεδικός νάρθηκαςnoun (calliper or splint) |
σιδεράκιαnoun (device: straightens teeth) (δόντια) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του brace στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του brace
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.