Τι σημαίνει το main στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης main στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του main στο Αγγλικά.

Η λέξη main στο Αγγλικά σημαίνει κύριος, βασικός, κεντρικός, κύριος, βασικός, κεντρικός, κεντρικός αγωγός, κεντρικός, κύριος, κεντρική παροχή, μαΐστρα, μεγίστη, κύριο πιάτο, δίκτυο, κυρίως, ως επί το πλείστον, κύρια έμφαση, ιδιαίτερη έμφαση, κεντρικό άρθρο, κύριο άρθρο, επίκεντρο του ενδιαφέροντος, επίκεντρο της προσοχής, κύτος, πρωταγωνιστής, πρωταγωνίστρια, κύρια πρόταση, κύριο πιάτο, κυρίως πιάτο, κύριο πιάτο, κύρια είσοδος, κεντρική είσοδος, κεντρικό θέμα, κύριο θέμα, κυρίως ταινία, βασικό χαρακτηριστικό, κύριο χαρακτηριστικό, ισόγειο, κύριος όροφος, βασικό σημείο εστίασης, βασική ιδέα, βασικό ζήτημα, βασικό πρόβλημα, κεντρικός δρόμος, βασικό γεύμα, κεντρικό μενού, κύριο μενού, κεντρικά γραφεία, κύριο σημείο, βασικός λόγος, κεντρικός δρόμος, κεντρική οδός, το δυνατότερο σημείο, το πιο δυνατό σημείο, βασικό αντικείμενο σπουδών, βασικό θέμα, κεντρικό θέμα, κύριο θέμα, βασικό, κύριο ρήμα, κεντρικός αγωγός, αγωγός νερού. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης main

κύριος, βασικός, κεντρικός

adjective (first, principal)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The main reason we are here today is to discuss Tuesday's problem.
Ο κύριος (or: βασικός) λόγος που είμαστε εδώ σήμερα είναι για να συζητήσουμε το πρόβλημα της Τρίτης.

κύριος, βασικός, κεντρικός

adjective (most important, head)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The main actor was famous, but none of the other actors was.
Ο κύριος (or: βασικός) ηθοποιός ήταν διάσημος, αλλά όχι και οι υπόλοιποι.

κεντρικός αγωγός

noun (water supply)

The water main broke and flooded the street, so we didn't have any water.
Ο κεντρικός αγωγός του νερού έσπασε και πλημμύρισε το δρόμο, κι έτσι δεν είχαμε νερό.

κεντρικός

adjective (street, road: primary)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
What is the name of the main street in this town? Is it Court Street?
Πώς λέγεται ο κεντρικός δρόμος αυτής της πόλης; Είναι η Κορτ Στριτ;

κύριος

adjective (grammar)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The main clause in this sentence is the important one.
Η κύρια πρόταση αυτής της περιόδου είναι και η πιο σημαντική.

κεντρική παροχή

noun (electricity supply)

The electricity main was out of action because of the storm.
Η κεντρική παροχή του ρεύματος ήταν εκτός λειτουργίας εξαιτίας της καταιγίδας.

μαΐστρα, μεγίστη

noun (maritime: mainsail) (ζαργκόν)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
We need to mend the main before we take the boat out again.
Πρέπει να επιδιορθώσουμε τη μαΐστρα (or: μεγίστη) πριν βγάλουμε ξανά τη βάρκα στη θάλασσα.

κύριο πιάτο

noun (meal: main course)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Alison chose a starter and a main from the menu.

δίκτυο

plural noun (UK (electricity: grid power)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The mains have been down for hours, and hundreds of residents are without electricity.

κυρίως, ως επί το πλείστον

adverb (mostly, largely)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I like dogs in the main, but my sister's dog's a nasty vicious specimen.

κύρια έμφαση, ιδιαίτερη έμφαση

noun (emphasis)

The main accent of the Prime Minister's speech was on the economy.

κεντρικό άρθρο, κύριο άρθρο

noun (in a newspaper, etc.)

The main article in today's newspaper is about the election.

επίκεντρο του ενδιαφέροντος, επίκεντρο της προσοχής

noun (centre or focus of attention)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
The main attraction of the town is its medieval castle.

κύτος

(nautical)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πρωταγωνιστής, πρωταγωνίστρια

noun (protagonist)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Willy Loman is the main character of the play Death of a Salesman.
Ο Γουίλι Λόμαν είναι ο ήρωας του θεατρικού έργου «Ο Θάνατος του Εμποράκου».

κύρια πρόταση

noun (grammatically independent phrase)

The verb in the main clause of the sentence is in the past simple.

κύριο πιάτο, κυρίως πιάτο

noun (main dish of a meal)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
For a main course, I like to choose something I wouldn't usually cook at home. After the appetizers, we will serve the main course and then dessert.
Ως κύριο πιάτο μου αρέσει να διαλέγω κάτι που δεν θα μαγείρευα συνήθως στο σπίτι. Μετά τα ορεκτικά θα σερβίρουμε το κυρίως πιάτο κι έπειτα το επιδόρπιο.

κύριο πιάτο

noun (principal course of a meal)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The set menu had a salad starter, a main dish of lamb casserole, and ice cream or cheese for dessert.

κύρια είσοδος, κεντρική είσοδος

noun (front door)

Sue was waiting for me near the main entrance of the restaurant.

κεντρικό θέμα, κύριο θέμα

noun (newspaper: most prominent article)

The main feature in today's Times is an article on rising crime.

κυρίως ταινία

noun (cinema programme: main movie)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
When I was young, cinemas used to play short films before the main feature.

βασικό χαρακτηριστικό, κύριο χαρακτηριστικό

noun (often plural (distinguishing mark, characteristic)

The main feature of this website is to provide knowledge about words.

ισόγειο

noun (first floor of building)

κύριος όροφος

noun (floor of building used most often)

βασικό σημείο εστίασης

noun (centre of attention)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The main focus of the lecture will be on alternative sources of energy.

βασική ιδέα

noun (principal premise or concept)

The lecture as a whole was a little confusing, but I understood the main idea. The main idea of a paragraph can often be summarized with one sentence.
Η διάλεξη ήταν λίγο μπερδεμένη στο σύνολό της, αλλά κατάλαβα τη βασική ιδέα. Η βασική ιδέα μίας παραγράφου συχνά μπορεί να συνοψιστεί σε μια πρόταση.

βασικό ζήτημα, βασικό πρόβλημα

noun (central problem)

The main issue with the new airport is that it will cause a lot of noise pollution.

κεντρικός δρόμος

noun (principal road, railway line)

My train was delayed because a fallen tree was blocking the main line.

βασικό γεύμα

noun (most important meal of day)

In Italy, dinner is the main meal.

κεντρικό μενού, κύριο μενού

noun (website, DVD navigation)

The main menu is the opening screen of the software.

κεντρικά γραφεία

noun (headquarters)

The main office is in London, but there are branches in Bristol and Leeds.

κύριο σημείο

noun (most significant idea)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The chairman presented the main points of the report to the meeting.

βασικός λόγος

noun (most important reason, cause)

κεντρικός δρόμος

noun (principal street)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Learner drivers usually practise on side streets before going on to the main roads.

κεντρική οδός

noun (principal road)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The town's main street has been pedestrianized.

το δυνατότερο σημείο, το πιο δυνατό σημείο

noun (strongest point, area of advantage)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
His main strength is his ability to speak both Latin and English.

βασικό αντικείμενο σπουδών

noun (academic studies: major)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
She's doing Spanish at University but her main subject is Psychology.

βασικό θέμα, κεντρικό θέμα, κύριο θέμα

noun (primary topic under consideration)

The main subject of our meeting is the proposed change in office location.

βασικό

noun (informal (most important consideration)

The main thing about horse races and card games is knowing how to calculate the odds. We had a car accident, but the main thing is we're all ok.

κύριο ρήμα

(linguistics)

κεντρικός αγωγός

noun (water pipe)

The rising main burst and flooded the house.

αγωγός νερού

noun (pipe supplying water)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
When the water main burst, the street quickly flooded.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του main στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του main

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.