Τι σημαίνει το boy στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης boy στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του boy στο Αγγλικά.

Η λέξη boy στο Αγγλικά σημαίνει αγόρι, αγόρι, αγόρι, παιδιά, αρσενικός, ρε παιδί μου, βρε παιδί μου, νεαρός, παπαδοπαίδι, παπαδοπαίδι, αγοράκι, κακό παιδί, κακό παιδί, το παιδί που μαζεύει τα μπαλάκια του τένις, το παιδί που μαζεύει τις μπάλες, πλανόδιος πωλητής, νεόπλουτος, αυτός που κουβαλάει το φορείο σε ομάδες διάσωσης, γκρουμ, βοηθός ηλεκτρολόγου, μεγάλο παιδί, μεγάλο αγόρι, -, εορτάζων, υγιέστατο αγοράκι, πρόσκοπος, πρόσκοπος, τεκνό, γκομενάκι, κλασικός, σερβιτόρος, καμαρότος, μέλος χορωδίας, μέλος σε χορωδία, φοιτητής, νεαρός απόφοιτος πανεπιστημίου, μαθητής σε οικοτροφείο που επιστρέφει το βράδυ σπίτι του, διανομέας εφημερίδων, διανομέας, παιδί για τα θελήματα, παιδί για όλες τις δουλειές, γκόλντεν μπόυ, καλό παιδί, τι καλό παιδί!, καλό σκυλί, αγόρι στην ανάπτυξη, αγοράκι, αγόρι, μαμάκιας, αδερφή, νεαρός που παραδίδει εφημερίδες, καλό παιδί, υπάλληλος για τις εξωτερικές δουλειές, Πω, ρε φίλε!, άντρας, ηλικιωμένος γεμάτος ζωή, απόφοιτος, παράνυμφος, χτένισμα σε γραμμή pageboy, σάντουιτς με μπαγκέτα, μαθητής, πρόσκοπος, νεαρός βοσκός, τσοπανάκος, λούστρος, αγοράκι, γιόκας, κανακάρης, σταβλίτης, υπεύθυνος αναπλήρωσης ραφιών, υπεύθυνος αναπλήρωσης αποθεμάτων, τεντιμπόης, έφηβος, διανομέας νερού, αυτός που ποτίζει τα ζώα, αποδιοπομπαίος τράγος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης boy

αγόρι

noun (male child)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
There are two boys riding their bikes outside.
Είναι δυο αγόρια με τα ποδήλατά τους απ' έξω.

αγόρι

noun (male adolescent)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I'm too busy studying for my exams to think about boys.
Είμαι πολύ απασχολημένη με το διάβασμα για τα διαγωνίσματά μου για να σκεφτώ αγόρια.

αγόρι

noun (son)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
My boy takes after his mother.
Το αγόρι μου μοιάζει στην μητέρα του.

παιδιά

plural noun (informal (male friends)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
I'm going out for a drink with the boys.
Θα πάω για ποτό με τα παιδιά.

αρσενικός

noun as adjective (informal (male)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Is that a boy dog or a girl dog?
ΝΕW: Γέννησε αγόρι ή κορίτσι;

ρε παιδί μου, βρε παιδί μου

interjection (surprise, exhaustion)

Boy, it's hot out today!
Ρε πούστη μου, τι ζέστη είναι αυτή σήμερα!

νεαρός

noun (dated, offensive (male servant) (με μειωτική έννοια)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Bring me my slippers, boy.

παπαδοπαίδι

noun (boy: church assistant)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The altar boys led the procession into the cathedral, followed by the priests and finally the bishop.

παπαδοπαίδι

noun (figurative (boy: well-behaved) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αγοράκι

noun (male infant)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κακό παιδί

noun (male child: naughty)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
My little Jimmy is being such a bad boy lately, I just don't know what to do.

κακό παιδί

noun (figurative, slang (man: rebel) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I'm always attracted to the bad boys.
Πάντα με έλκουν τα κακά παιδιά.

το παιδί που μαζεύει τα μπαλάκια του τένις

noun (tennis: boy who recovers ball)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
The ball boys dart out from the sidelines to take stray balls off the tennis court.

το παιδί που μαζεύει τις μπάλες

noun (baseball: catches foul balls)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

πλανόδιος πωλητής

noun (UK (street seller of fruit, vegetables) (φρούτων, λαχανικών)

νεόπλουτος

noun (UK, figurative, pejorative, slang (social climber in East London) (αρνητική χροιά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

αυτός που κουβαλάει το φορείο σε ομάδες διάσωσης

noun (UK (mountain rescue: stretcher bearer)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

γκρουμ

noun (US (young male porter at a hotel)

(ουσιαστικό αρσενικό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μασέρ, αντικέρ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Did you remember to tip the bellboy for bringing your luggage up to your room?

βοηθός ηλεκτρολόγου

noun (informal (movies: electrician's assistant)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

μεγάλο παιδί, μεγάλο αγόρι

noun (male child; somewhat mature)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

-

noun (informal (impressive person or thing)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
This big boy is the largest fish I ever caught.
Αυτή η ψαρούκλα είναι η μεγαλύτερη που έπιασα ποτέ.

εορτάζων

noun (male child whose birthday it is)

Everyone applauded when the birthday boy blew out his candles.

υγιέστατο αγοράκι

noun (informal, figurative (healthy newborn male)

Congratulations! You've just given birth to a bouncing baby boy.

πρόσκοπος

noun (member of boys' youth group)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Both of my brothers were boy scouts.

πρόσκοπος

noun (US, figurative, informal (male: virtuous) (μτφ, ειρωνικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
He always had this squeaky-clean boy scout image.

τεκνό

noun (informal (male lover younger than partner) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

γκομενάκι

noun (US, dated, informal (young, sexually attractive woman) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κλασικός

adjective (typical love story)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σερβιτόρος

noun (US (restaurant employee who clears tables)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
A busboy is employed to do menial tasks in a restaurant. I mistakenly gave the tip to the bus boy instead of the waitress.

καμαρότος

noun (nautical)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

μέλος χορωδίας, μέλος σε χορωδία

noun (young male choral singer)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Randy was a choirboy for seven years at his church.

φοιτητής

noun (US (male student at a college)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Let's walk across campus and try to find a cute college boy.

νεαρός απόφοιτος πανεπιστημίου

noun (US (young college-educated man)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
The college boy thinks he'll be running the company in six months.

μαθητής σε οικοτροφείο που επιστρέφει το βράδυ σπίτι του

noun (young male at boarding school in day)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

διανομέας εφημερίδων

noun (delivers newspapers)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

διανομέας

noun (young man who delivers goods)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The pizza I ordered from the restaurant was brought to my house by the delivery boy.

παιδί για τα θελήματα, παιδί για όλες τις δουλειές

noun (carries messages)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Don't ask me to pass your messages: I'm not your errand boy. I had the title of Assistant to the President, but the truth is, I was just an errand boy.

γκόλντεν μπόυ

noun (figurative (male who is admired and popular)

καλό παιδί

noun (well-behaved male child)

He was a very good boy.

τι καλό παιδί!

interjection (used to praise a male child)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Good boy! You received an "A" in mathematics.

καλό σκυλί

interjection (used to praise male dog)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αγόρι στην ανάπτυξη

noun (male child)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
It is especially important for growing boys like you to eat a healthy diet.

αγοράκι

noun (young male child)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I've known you ever since you were a little boy!

αγόρι

noun (informal, humorous (male lover, boyfriend) (σε ερωτική σχέση)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μαμάκιας

noun (informal, pejorative (man overly attached to his mother) (ανεπίσημο)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Tim's mother has him tied to her apron strings; he's become a mama's boy.

αδερφή

noun (pejorative, offensive, slang (effeminate man) (προσβλητικό, μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Harry showed his true colours when he called Brian a nancy-boy.

νεαρός που παραδίδει εφημερίδες

noun (young male who delivers newspapers)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The newspaper boy delivers the neighbors's newspapers every morning at 7 am.

καλό παιδί

noun (informal (respectable young man) (μεταφορικά: για άντρες)

Nice boys don't expect you to sleep with them on a first date!

υπάλληλος για τις εξωτερικές δουλειές

(errand boy)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

Πω, ρε φίλε!

interjection (US, slang (expressing excitement) (αργκό)

The child said, "Oh boy! I can't wait for summer vacation".

άντρας

noun (US (adult man, especially from South)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ηλικιωμένος γεμάτος ζωή

noun (lively elderly man)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

απόφοιτος

noun (UK (alumnus)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

παράνυμφος

noun (attendant at wedding: male child) (αγόρι)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

χτένισμα σε γραμμή pageboy

noun (US (female hair style)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σάντουιτς με μπαγκέτα

noun (US, regional (submarine sandwich)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

μαθητής

noun (male pupil)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Although a grown man, he often giggled like a school boy.

πρόσκοπος

noun (member of boys' youth group)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Matthew is a scout.
Ο Μάθιου είναι πρόσκοπος.

νεαρός βοσκός, τσοπανάκος

noun (male child who herds sheep)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The shepherd boy guarded his flock of sheep.

λούστρος

noun (mainly US (male child who polishes shoes)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

αγοράκι

noun (young male child)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The small boy gazed at the toy display.

γιόκας, κανακάρης

interjection (informal (term of address to male child) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

σταβλίτης

noun ([sb] who tends horses)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

υπεύθυνος αναπλήρωσης ραφιών, υπεύθυνος αναπλήρωσης αποθεμάτων

noun (US (employee who refills stock)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

τεντιμπόης

noun (historical (1950s UK: young rockabilly fan)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

έφηβος

noun (male aged between 13 and 19)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

διανομέας νερού

noun (for sports team)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

αυτός που ποτίζει τα ζώα

noun ([sb] who gives water to animals)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

αποδιοπομπαίος τράγος

noun (scapegoat)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του boy στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του boy

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.