Τι σημαίνει το boxing στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης boxing στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του boxing στο Αγγλικά.

Η λέξη boxing στο Αγγλικά σημαίνει μποξ, πυγμαχικός, κουτί, κουτί, θεωρείο, θεωρείο, έδρανο, γραμματοκιβώτιο, γραμματοκιβώτιο, τζουκ μποξ, κιβώτιο ταχυτήτων, τηλεόραση, κάσα, πλαίσιο, θέση, σπασουάρ, αδιέξοδο, καρπαζιά, παίζω μποξ, κόβω, μπλοκάρω, γροθοκοπώ, συσκευάζω, περιορίζω, περικλείω, δεύτερη μέρα των Χριστουγέννων, γάντι του μποξ, αγώνας μποξ, ρινγκ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης boxing

μποξ

noun (sport: fist fighting) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
We watched some boxing on TV last night.
Εχθές το βράδυ είδαμε λίγο μποξ στην τηλεόραση.

πυγμαχικός

noun as adjective (sport: used in boxing) (σχετικός με την πυγμαχία)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Boys are not allowed to practise without boxing gloves.
Τα αγόρια δεν επιτρέπεται να προπονούνται χωρίς να φορούν πυγμαχικά γάντια.

κουτί

noun (container)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Duane opened the box with his knife.

κουτί

noun (boxful)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He ate the entire box of chocolates.
Έφαγε ολόκληρο το κουτί με τα σοκολατάκια.

θεωρείο

noun (theatre: private stall)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Abe greatly enjoyed his box at the theatre.

θεωρείο

noun (stadium: reserved area)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
We will sit in the company's box at the football game.

έδρανο

noun (courtroom: jurors' enclosure)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The jurors sat in the box, listening carefully.

γραμματοκιβώτιο

noun (box for sending mail)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Mail is collected from this box every afternoon.

γραμματοκιβώτιο

noun (slot for receiving mail)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The drop box is located in the office door.

τζουκ μποξ

noun (US, informal, dated, abbreviation (jukebox)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Put some good music on the box and let's dance!

κιβώτιο ταχυτήτων

noun (US, abbreviation (automotive: gearbox)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
My car's box is very stiff, and keeps getting stuck in 4th gear.

τηλεόραση

noun (UK, slang (TV)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
There's nothing good on the box tonight.

κάσα

noun (informal (coffin) (ανεπίσημο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Many unfortunate soldiers came home in a box.

πλαίσιο

noun (space on a form)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Tick the appropriate box on the form.

θέση

noun (baseball) (παίκτη στο μπέιζμπολ)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Casey stepped into the batter's box.

σπασουάρ

noun (UK (sports protector) (βουβωνική χώρα)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Cricketers should always wear a box and kneepads for protection.

αδιέξοδο

noun (US, figurative, informal (predicament) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I've worked myself into a box and now I'm stuck.

καρπαζιά

noun (UK, informal (slap) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The shopkeeper's box to his ears taught the shoplifter a lesson.

παίζω μποξ

intransitive verb (sport: be a boxer)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Sean and his brother like to box.

κόβω, μπλοκάρω

transitive verb (sport) (ανεπίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Frazier boxed Ali for the heavyweight title.

γροθοκοπώ

transitive verb (punch repeatedly)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tanner boxed the punching bag with all his strength.

συσκευάζω

transitive verb (put in a box)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I boxed my grandmother's present and posted it to her.
Συσκεύασα (or: Πακετάρισα) το δώρο της γιαγιάς μου και της το έστειλα με το ταχυδρομείο.

περιορίζω, περικλείω

transitive verb (enclose)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We need to box in the goat if we don't want it to escape.

δεύτερη μέρα των Χριστουγέννων

noun (UK (26th December)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Nowadays, many people go to the sales on Boxing Day.

γάντι του μποξ

noun (usually plural (padded mitten worn by boxers)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
He was suspended for life when officials found steel strips in his boxing gloves.

αγώνας μποξ

noun (sport: boxing contest)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Watching a boxing match on TV is a poor substitute for seeing it in person.

ρινγκ

noun (sport: fighting arena)

The two men faced off in the boxing ring, gloves held up and at the ready.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του boxing στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του boxing

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.