Τι σημαίνει το branca στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης branca στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του branca στο πορτογαλικά.

Η λέξη branca στο πορτογαλικά σημαίνει κενό, ανοιχτός, ανοιχτόχρωμος, λευκός, απώλεια, μπλακάουτ, γάλανθος, σέσκουλο, αθώο ψέμα, σακχαρότευτλο, ψάρι της οικογένειας Argentinidae, με λευκά πλαϊνά, λευκή φάλαινα, βάτος, Χιονάτη, εν λευκώ, ελευθερία κινήσεων, σημαία ανακωχής, λευκή μαγεία, άσπρο κρέας, υπεροχή των λευκών, λευκή φυλή, ακραίος ρατσισμός, Λευκός Οίκος, βήχας φυματίωσης, αργυροτσικνιάς, λευκή άμμος, αλευρώδης, λευκός πηλός από τον οποίο φτιάχνονται πίπες, λευκή, παίρνω το μήνυμα, με λευκό κεφάλι, πεδίο, φάσμα, πλαίσιο, ντουλάπι για σεντόνια και πετσέτες, άσπρο κρέας, λευκό παπιγιόν, που έχει λευκή πρόσοψη, λευκή επιταγή, ξεχνώ, λευκός, άσπρα, λευκά, άσπρος, άσπρη, λευκά, κολλάω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης branca

κενό

(μεταφορικά: μνήμη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Karen teve um lapso em sua memória do último ano; ela parecia não conseguir lembrar de seu antigo telefone.
Η Κάρεν είχε ένα κενό στη μνήμη της σχετικά με πέρσι. Δε μπορούσε να θυμηθεί το παλιό της τηλέφωνο.

ανοιχτός, ανοιχτόχρωμος, λευκός

(pele, tez)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Alfie tem pele muito clara e tem de ter cuidado para não se queimar.
Ο Άλφι έχει πολύ ανοιχτόχρωμο δέρμα και πρέπει να προσέχει να μην καεί από τον ήλιο.

απώλεια

(συγκέντρωσης)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Alex teve um lapso de concentração durante seu teste e não o terminou.
O Άλεξ έχασε τη συγκέντρωσή του στο διαγώνισμά του και δεν το τελείωσε.

μπλακάουτ

(BRA, figurado, informal) (μεταφορικά, καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

γάλανθος

substantivo feminino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

σέσκουλο

(verdura)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A acelga é um dos vegetais verdes folhosos favoritos de Janet.

αθώο ψέμα

(mentira, gracejo)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Το μωρό του ήταν άσχημο αλλά είπα ένα αθώο ψέμα και είπα ότι είναι χαριτωμένο.

σακχαρότευτλο

(planta da qual se extrai o açúcar)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ψάρι της οικογένειας Argentinidae

substantivo masculino (tipo de peixe)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

με λευκά πλαϊνά

(pneus) (για λάστιχα αυτοκινήτου)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

λευκή φάλαινα

substantivo feminino

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

βάτος

(arbusto espinhoso)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

Χιονάτη

(personagem fictício)

(κύριο ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. Μαρία, Ελλάδα, Ελληνίδα κλπ.)

εν λευκώ

(liberdade de ação)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ελευθερία κινήσεων

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

σημαία ανακωχής

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

λευκή μαγεία

substantivo feminino (bruxaria feita para o bem)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

άσπρο κρέας

substantivo feminino (carne de frango branca)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

υπεροχή των λευκών

substantivo feminino (crença que a raça branca é superior)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

λευκή φυλή

substantivo feminino (pessoas de pele clara)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ακραίος ρατσισμός

substantivo feminino (crença que a raça branca é superior)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

Λευκός Οίκος

substantivo próprio (residência oficial do Presidente dos EUA)

O presidente Obama e sua família foram os residentes da Casa Branca de Janeiro de 2009 até Janeiro de 2017.

βήχας φυματίωσης

(tosse como sintoma de tuberculose)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αργυροτσικνιάς

(grande garça-real) (πτηνό)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

λευκή άμμος

substantivo feminino

αλευρώδης

substantivo feminino

λευκός πηλός από τον οποίο φτιάχνονται πίπες

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

λευκή

παίρνω το μήνυμα

(ser notificado ou ter permissão) (μτφ, καθομ: γνωστοποίηση ή έγκριση)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

με λευκό κεφάλι

locução adjetiva (cavalo) (για άλογο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πεδίο, φάσμα, πλαίσιο

(sem limites ao poder)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ντουλάπι για σεντόνια και πετσέτες

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

άσπρο κρέας

substantivo feminino (carne magra animal)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Το άσπρο κρέας είναι πιο υγιεινό καθώς περιέχει λιγότερο λίπος από το κόκκινο κρέας. Προτιμάς άσπρο ή κόκκινο κρέας;

λευκό παπιγιόν

substantivo feminino (gravata borboleta)

που έχει λευκή πρόσοψη

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Uma fileira de casas de fachada branca se erguia a poucos passos da costa.

λευκή επιταγή

substantivo feminino (μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ξεχνώ

(BRA, coloquial)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

λευκός

(gíria)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
Por causa do racismo que ele sofreu, Bryan nunca se sentiu confortável perto de pessoas brancas.
Εξαιτίας του ρατσισμού που υπέστη, ο Μπράιαν ποτέ δεν ένιωθε άνετα ανάμεσα σε λευκούς.

άσπρα, λευκά

(πιόνια)

Você quer as peças brancas ou pretas na partida de xadrez?
Θέλεις τα άσπρα ή τα μαύρα στο σκάκι;

άσπρος, άσπρη

(σκάκι)

λευκά

κολλάω

(BRA: informal) (μεταφορικά: μυαλό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του branca στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.