Τι σημαίνει το buckle στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης buckle στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του buckle στο Αγγλικά.

Η λέξη buckle στο Αγγλικά σημαίνει κλείσιμο, κούμπωμα, δέσιμο, αγκράφα, κουμπώνω, υποχωρώ, υποχωρώ, ενδίδω, διπλώνομαι, λυγίζω, κουμπώνω, δένω, ασφαλίζω, ρίχνομαι στη δουλειά, πέφτω με τα μούτρα στη δουλειά, δουλεύω επιμελώς, βάζω ζώνη, υποκύπτω, ενδίδω, κουμπώνω τη ζώνη μου, διπλώνομαι, λύνομαι, σκάω, αγκράφα, λυγίζω υπό την πίεση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης buckle

κλείσιμο, κούμπωμα, δέσιμο

noun (fastener)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Fasten the buckle on your seat belt.
Δέστε την αγκράφα στη ζώνη της θέσης σας.

αγκράφα

noun (belt, shoe: fastening)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The buckles on my sandals are scuffed.
Οι αγκράφες στα σανδάλια μου είναι γρατζουνισμένες.

κουμπώνω

transitive verb (fasten) (με αγκράφα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The little girl hastily buckled her shoes and dashed out the door.
Το μικρό κορίτσι γρήγορα έδεσε τα παπούτσια της και έτρεξε έξω από την πόρτα.

υποχωρώ

intransitive verb (give way)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The elderly man's legs buckled suddenly, and he grabbed the railing to steady himself.
Τα πόδια του ηλικιωμένου λύγισαν ξαφνικά και κρατήθηκε από το κάγκελο για να ισορροπήσει.

υποχωρώ, ενδίδω

intransitive verb (figurative (person: give in)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Julie finally buckled and agreed to spend the day at the zoo.
Η Τζούλι τελικά λύγισε και συμφώνησε να περάσει τη μέρα στον ζωολογικό κήπο.

διπλώνομαι

intransitive verb (person: bend body)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ryan buckled in pain as the ligament in his knee tore.

λυγίζω

transitive verb (bend [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The intense heat has buckled the road surface.

κουμπώνω, δένω, ασφαλίζω

phrasal verb, transitive, separable (informal (fasten: shoe, seatbelt)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Will you please buckle down the car seat so it doesn't move around?

ρίχνομαι στη δουλειά, πέφτω με τα μούτρα στη δουλειά

phrasal verb, intransitive (informal, figurative (set to work)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I've got to buckle down and finish planting the vegetable seeds.

δουλεύω επιμελώς

phrasal verb, intransitive (informal, figurative (work diligently)

I have to buckle down and finish this term paper.

βάζω ζώνη

phrasal verb, transitive, separable (fasten into seat) (σε μεταφορικό μέσο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Mom insisted I buckle my little sister in before she would start the car.

υποκύπτω, ενδίδω

phrasal verb, intransitive (informal (give in)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I finally buckled under and quit the organization.
Τελικά ενέδωσα και αποχώρησα από την οργάνωση.

κουμπώνω τη ζώνη μου

phrasal verb, intransitive (informal (fasten: shoe, seatbelt, etc.) (ζώνη ρούχου)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Don't forget to buckle up before you start driving.
Μην ξεχνάς να βάζεις τη ζώνη σου πριν ξεκινήσεις να οδηγάς.

διπλώνομαι

phrasal verb, intransitive (informal (bend over: in or with pain) (από τον πόνο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The patient buckled up in pain; the doctor said she suspected appendicitis.

λύνομαι, σκάω

phrasal verb, intransitive (informal (bend over: with laughter) (μεταφορικά: στα γέλια)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
We all buckled up with laughter when Jack told the joke about the penguin.
Όλοι μας λυθήκαμε στα γέλια, όταν ο Τζακ μάς διηγήθηκε το ανέκδοτο με τον πιγκουίνο.

αγκράφα

noun (fastening on a belt)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I kept losing my trousers because my belt buckle was broken.

λυγίζω υπό την πίεση

verbal expression (figurative (give in to stress) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του buckle στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του buckle

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.