Τι σημαίνει το bone στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης bone στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του bone στο Αγγλικά.

Η λέξη bone στο Αγγλικά σημαίνει κόκαλο, κόκαλα, κοκάλινος, ξεκοκαλίζω, ζάρια, παίρνω, βάζω μπανέλες, σουφρώνω, ξεσκονίζω, μελετώ, διαβάζω, κύτταρο κοκκάλου, πορσελάνη, απόλυτα στεγνός, εντελώς ξερός, αρχιτεμπέλαρος, μυελός των οστών, μήλο της έριδας, πόνος στα κόκκαλα, δομή οστών, έντονα ζυγωματικά, πάρα πολύ δυνατός, επίπονος, με το κόκαλο, μεταμόσχευση μυελού των οστών, οστεάλευρο, σαράβαλο, σαραβαλάκι, νεκροταφείο, μάντρα, ατελής οστεογένεση, κεφαλωτό οστό, το δάγκωσα από το κρύο, πολύ κοντά στην αλήθεια, κλείδα, ωλένιο νεύρο, αίσθηση του χιούμορ, κόκαλο από κότσι, έχω ράμματα για τη γούνα κπ, οστό της πτέρνας, υοειδές οστό, λαγόνια ακρολοφία, μηνοειδές οστό, μεδούλι, ινιακό οστό, παλιατζής, κοκαλιάρης, σφηνοειδές οστό, μπριζόλα Τ-bone, χτυπάω από το πλάι, μηριαίο οστό, πετάω ένα ξεροκόμματο σε κπ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης bone

κόκαλο

noun (part of a skeleton)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Some dinosaur bones were discovered near the river.
Μερικά οστά δεινοσαύρων ανακαλύφθηκαν κοντά στο ποτάμι.

κόκαλα

plural noun (human body, skeleton)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
My bones ache after that long hike.
Τα κόκαλά μου πονούν μετά από εκείνη τη μακρά πεζοπορία.

κοκάλινος

noun as adjective (made of bone)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Several bone and ivory artifacts were discovered inside the tomb.
Μερικά κοκάλινα και ελεφάντινα χειροτεχνήματα ανακαλύφθηκαν μέσα στον τάφο.

ξεκοκαλίζω

transitive verb (meat: take out bones)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Bone the pieces of chicken and then butterfly them.
Ξεκοκάλισε τα κομμάτια κοτόπουλου και μετά άνοιξέ τα.

ζάρια

plural noun (dice)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

παίρνω

transitive verb (vulgar, slang (have sex with) (καθομ, πιθανά προσβλ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Patrick bragged that he had boned twenty girls, but no one believed him.

βάζω μπανέλες

transitive verb (clothing: stiffen using boning) (σε κτ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
After the seamstress bones the bodice of the dress, she will attach the skirt.

σουφρώνω

transitive verb (UK, slang, archaic (steal) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ξεσκονίζω

(slang (revise knowledge of) (μεταφορικά, καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
If you're going to be that picky, I'd better bone up on basic grammar.
Αν είναι να είσαι τόσο σχολαστικός, καλύτερα να ξεσκονίσω τις γνώσεις μου στη βασική γραμματική!

μελετώ, διαβάζω

(slang (learn about)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The students boned up on psychology terms before the exam.

κύτταρο κοκκάλου

noun (biology: cell in bone)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πορσελάνη

noun (white porcelain)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Bone china is made with ground bone to add strength.

απόλυτα στεγνός, εντελώς ξερός

adjective (extremely dry, parched)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αρχιτεμπέλαρος

adjective (informal (does nothing) (καθομιλουμένη)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Jake does nothing around the house -- he's bone idle!

μυελός των οστών

noun (uncountable (substance inside bones)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Doctor Rouse took a small sample of bone marrow to confirm the diagnosis.
Ο Δόκτωρ Ρόουζ πήρε ένα μικρό δείγμα μυελού των οστών για να επαληθεύσει τη διάγνωση.

μήλο της έριδας

noun (figurative (source of disagreement) (μεταφορικά)

Susie's disobedience at school was a bone of contention between Susie and her mom.

πόνος στα κόκκαλα

noun (ache in bones)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
My mother is suffering from bone pain; she can't move her legs because it hurts so much.

δομή οστών

noun (composition of the skeleton) (σκελετός)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

έντονα ζυγωματικά

noun (face: defined cheekbones) (στοιχείο ομορφιάς)

πάρα πολύ δυνατός

adjective (figurative (forceful)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
I like firm handshakes: neither wimpy, nor bone-crushing.
Μου αρέσουν οι σφιχτές χειραψίες. Δεν θέλω να είναι ούτε χλιαρές ούτε να σου σπάνε τα κόκαλα.

επίπονος

adjective (figurative (painful) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Harvesting vegetables is bone-crushing work.

με το κόκαλο

adjective (meat: cooked with bone)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μεταμόσχευση μυελού των οστών

noun (surgery)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

οστεάλευρο

noun (ground bones, fertilizer)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

σαράβαλο, σαραβαλάκι

noun (UK, slang, figurative (dilapidated vehicle)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

νεκροταφείο

noun (slang (cemetery)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μάντρα

noun (slang (place for discarded cars, planes)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ατελής οστεογένεση

noun (bone disorder) (πάθηση)

κεφαλωτό οστό

noun (bone in the hand)

το δάγκωσα από το κρύο

adjective (figurative (feeling very cold) (καθομιλουμένη)

I've been out here in the snow for three hours and I'm chilled to the marrow.

πολύ κοντά στην αλήθεια

adjective (figurative, informal (uncomfortably close to the truth)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κλείδα

noun (anatomy: clavicle)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Glenda broke her collar bone in a horse-riding accident.

ωλένιο νεύρο

noun (informal (anatomy: ulnar nerve) (Ανατομία)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
I accidentally banged my funny bone and my arm still tingles.
Χτύπησα κατά λάθος το ωλένιο νεύρο και το χέρι μου ακόμη τρέμει.

αίσθηση του χιούμορ

noun (figurative (sense of humour) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
That joke really tickled my funny bone.

κόκαλο από κότσι

noun (bone in pork thigh)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
They say you can make a delicious broth with a ham bone, but I have never tried.

έχω ράμματα για τη γούνα κπ

verbal expression (figurative, informal (want to reprimand) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I have a bone to pick with you! Did you forget to feed the cat?

οστό της πτέρνας

noun (bone: rear of foot) (ανατομία)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

υοειδές οστό

noun (bone in the neck)

λαγόνια ακρολοφία

noun (anatomy: edge of the pelvis) (ανατομία)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

μηνοειδές οστό

noun (bone in wrist)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μεδούλι

noun (uncountable (substance inside bones)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The dog tried to break the bone to get at the marrow inside.
Ο σκύλος προσπάθησε να σπάσει το κόκκαλο για να φτάσει στο μεδούλι που είχε μέσα.

ινιακό οστό

noun (bone in back of head) (ιατρική)

παλιατζής

noun (UK, dated (junk collector)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

κοκαλιάρης

adjective (figurative (person: very thin)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σφηνοειδές οστό

noun (bone in skull)

μπριζόλα Τ-bone

noun (cut of beef with T-shaped bone)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χτυπάω από το πλάι

transitive verb (US, informal (crash into side of vehicle) (για αυτοκίνητα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The truck blew through a red light and T-boned a car in the middle of the intersection.

μηριαίο οστό

noun (anatomy: femur) (ανατομία)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πετάω ένα ξεροκόμματο σε κπ

verbal expression (informal, figurative (do small favor for) (μεταφορικά)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του bone στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του bone

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.