Τι σημαίνει το bulging στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης bulging στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του bulging στο Αγγλικά.

Η λέξη bulging στο Αγγλικά σημαίνει που προεξέχει, φουσκωμένος, φουσκωμένος, πρησμένος, εξόγκωμα, φούσκωμα, φουσκώνω, ξεχειλίζω, αύξηση, γεμάτος, γεμάτος, φίσκα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης bulging

που προεξέχει

adjective (eyes: protuberant)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Her bulging eyes made me think she had a thyroid condition.
Οι βολβοί των οφθαλμών της παρουσίαζαν προπέτεια, γεγονός που με οδήγησε στο συμπέρασμα ότι έπασχε από κάποια ασθένεια του θυρεοειδούς αδένα.

φουσκωμένος

adjective (pocket, bag: overfull) (τσέπη, τσάντα)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
His trouser pockets were bulging with all kinds of junk.
Οι τσέπες του παντελονιού του ήταν φουσκωμένες με όλων των ειδών τις βλακείες.

φουσκωμένος, πρησμένος

adjective (stomach: swollen) (στομάχι)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
The children's bulging stomachs are a symptom of malnutrition.
Το πρησμένο στομάχι των παιδιών είναι σύμπτωμα υποσιτισμού.

εξόγκωμα, φούσκωμα

noun ([sth] sticking out)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Sara noticed a strange bulge in the sack.
Η Σάρα παρατήρησε ένα περίεργο εξόγκωμα στον σάκο.

φουσκώνω

intransitive verb (swell, stick out) (αλλαγή κατάστασης)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The old man's stomach bulged.
Το στομάχι του γέρου προεξείχε.

ξεχειλίζω

(be full) (από κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The boy's pockets were bulging with the conkers he had collected.
Οι τσέπες του αγοριού ξεχείλιζαν με τα αγριοκάστανα που είχε μαζέψει.

αύξηση

noun (figurative (increase)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
This neighborhood experienced a population bulge about twenty years ago, but gradually people moved away.

γεμάτος

adjective (literal (overfull with, stuffed full of)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
My mailbox is usually bulging with junk mail and bills.

γεμάτος, φίσκα

adjective (figurative (overfull, packed full)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
My suitcase is already bursting at the seams -- how can I pack my souvenirs?

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του bulging στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.