Τι σημαίνει το building στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης building στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του building στο Αγγλικά.
Η λέξη building στο Αγγλικά σημαίνει κτίριο, κτίσμα, οικοδόμημα, κατασκευή, κτίριο, χτίζω, κάνω, χτίζω, κτίζω, χτίζω, αναπτύσσομαι, εξελίσσομαι, σωματική διάπλαση, στυλ, έκδοση, αναπτύσσω, εξελίσσω, φτιάχνω, κατασκευάζω, δημιουργώ, πολυκατοικία, γεφυροποιία, εύρεση διαύλων επικοινωνίας, τουβλάκι, τσιμεντόλιθος, θεμέλιο, κωδικός εισόδου σε κτίριο, κανονισμοί που αφορούν την ανέγερση οικοδομής, οικοδομικά υλικά, οικοδομική άδεια, οικοδομή, οικοδομή, οικοδομικές επιχειρήσεις, Κτίριο Εμπάιρ Στέιτ, κτίριο κυβερνητικής χρήσης, κυβερνητικό κτίριο, κτίριο γραφείων, βουλή, δημιουργία συνεταιρικής σχέσης, δημιουργία εταιρικής σχέσης, σύνδρομο ανθυγιεινών κτιρίων, ανάπτυξη του ομαδικού πνεύματος, τερματικός σταθμός, κτίριο ορόσημο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης building
κτίριο, κτίσμα, οικοδόμημαnoun (structure) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) This building can withstand an earthquake. Το κτίριο μπορεί να αντέξει στους σεισμούς. |
κατασκευήnoun (uncountable (act of building) (διαδικασία) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The building of the pyramids took decades. Η κατασκευή των πυραμίδων πήρε δεκάδες χρόνια. |
κτίριοnoun (abbreviation (building) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
χτίζωtransitive verb (construct) (κτίριο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The construction company built the house in two months. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Όνειρό του είναι να κατασκευάσει (or: φτιάξει) το ψηλότερο κτίριο του κόσμου. |
κάνωtransitive verb (establish and develop: a career) (καθομιλουμένη: καριέρα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He has built an international career for himself in business management. |
χτίζω, κτίζωtransitive verb (cause to be built) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Donald will build a house on the coast. The builders will start in March. |
χτίζωintransitive verb (construct) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Jerry has always liked to build. |
αναπτύσσομαι, εξελίσσομαιintransitive verb (develop) (σταδιακά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The intensity of the music is starting to build. |
σωματική διάπλασηnoun (body shape) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) That supermodel has a nice build. |
στυλnoun (style) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) I really like the build of that house - is it neo-Gothic? |
έκδοσηnoun (computing) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Download the latest build of the program to see if the bugs have been fixed. |
αναπτύσσω, εξελίσσωtransitive verb (develop) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) We're hoping to build this town into a nice place to live. |
φτιάχνω, κατασκευάζω, δημιουργώtransitive verb (computing) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Build a copy of the application for that customer, please. |
πολυκατοικίαnoun (US (block of flats) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The city razed the old apartment buildings, as they were condemned last year. |
γεφυροποιίαnoun (construction of bridges) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
εύρεση διαύλων επικοινωνίαςnoun (figurative (building good relationships) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
τουβλάκιnoun (child's toy cube) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The little girl made a tower with her wooden building blocks. |
τσιμεντόλιθοςnoun (construction: brick) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) We raised the rain barrel by putting it on four concrete building blocks. |
θεμέλιοnoun (figurative (fundamental element) (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Amino acids are the building blocks of proteins. |
κωδικός εισόδου σε κτίριοnoun (combination: gives entry) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
κανονισμοί που αφορούν την ανέγερση οικοδομήςnoun (US (construction regulations) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι Ολυμπιακοί (αγώνες), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) The building code requires that all staircases have railings of a certain height. |
οικοδομικά υλικάnoun ([sth] used to construct buildings) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) The contractor ordered the building materials for my new house. |
οικοδομική άδειαnoun (authorization to build) You cannot start construction until the county issues a building permit. |
οικοδομήnoun (literal (construction area) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Everyone has to report to the office before entering the building site. |
οικοδομήnoun (figurative (untidy place) (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
οικοδομικές επιχειρήσειςnoun (construction industry) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) |
Κτίριο Εμπάιρ Στέιτnoun (New York City skyscraper) For a long time, the Empire State Building was the world's tallest skyscraper. Για πολύ καιρό το Κτίριο Εμπάιρ Στέιτ ήταν ο ψηλότερος ουρανοξύστης του κόσμου. |
κτίριο κυβερνητικής χρήσηςnoun (building used for government business) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
κυβερνητικό κτίριοnoun (building owned by the government) |
κτίριο γραφείωνnoun (building containing offices) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) My doctor is on the 5th floor of that office building. |
βουλήnoun (structure housing legislative offices) (κτίριο) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
δημιουργία συνεταιρικής σχέσης, δημιουργία εταιρικής σχέσηςnoun (establishing a collaboration) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σύνδρομο ανθυγιεινών κτιρίων(pathology) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
ανάπτυξη του ομαδικού πνεύματοςnoun (development of camaraderie) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
τερματικός σταθμόςnoun (enclosed airport or railway concourse) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
κτίριο ορόσημοnoun (prestigious manmade landmark) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του building στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του building
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.