Τι σημαίνει το bull στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης bull στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του bull στο Αγγλικά.

Η λέξη bull στο Αγγλικά σημαίνει ταύρος, αρσενικός ελέφαντας, ακμάζων, μαλακίες, γεροδεμένος, κέντρο, ογκώδης, μαλακίες!, Ταύρος, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, σπρώχνω, αρσενικός ελέφαντας, θετική τάση στο χρηματιστήριο, καβάλημα ταύρου, αρένα ταυρομαχιών, συζήτηση σε ανεπίσημο επίπεδο, καρχαρίας ταύρος, Μπούλ Τεριέ, διάνα, πεισματάρης, χοντρολαίμης, μαντρί, bullpen, αναπληρωματικός ρίπτης, κρατητήριο, παρατραβηγμένη ιστορία, σαν ταύρος σε υαλοπωλείο, είμαι κόκκινο πανί, παπικό διάταγμα, πιτ μπουλ τεριέ, πιτ μπουλ, πιάνω τον ταύρο από τα κέρατα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης bull

ταύρος

noun (male bovine)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The bull pawed the ground in irritation as the farmer approached.
Ο ταύρος άγγιξε το έδαφος ενοχλημένος καθώς ο αγρότης πλησίαζε.

αρσενικός ελέφαντας

noun (male elephant)

A bull stared at the hunting group, challenging them to move.
Ο αρσενικός ελέφαντας κοίταζε επίμονα την ομάδα των κυνηγών, προκαλώντας τους να κινηθούν.

ακμάζων

noun as adjective (figurative (economy: rising)

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
After a slump, we're enjoying a bull economy now.
Μετά την ύφεση, απολαμβάνουμε ανοδική οικονομία τώρα.

μαλακίες

noun (US, figurative, slang, abbreviation (bullshit) (καθομ, προσβλητικό)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
He says he's fluent in six languages? That's bull--he failed Spanish class in high school!
Λέει πως ξέρει έξι γλώσσες; Αυτά είναι παπαριές -- δεν πέρασε τα Ισπανικά στο γυμνάσιο!

γεροδεμένος

noun (figurative (person: solidly built)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Clive's father is a bull of a man; I find him quite intimidating.

κέντρο

noun (UK (bull's-eye)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
My dart missed the bull by a few millimetres.

ογκώδης

adjective (strong, solidly built)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The silhouette of a bull figure was visible in the doorway.

μαλακίες!

interjection (US, figurative, slang, abbreviation (bullshit) (καθομ, προσβλητικό)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

Ταύρος

noun (zodiac sign: Taurus) (ζώδιο)

If your birthday is on the 18th of May, you were born under the sign of the Bull.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

transitive verb (finance: attempt to inflate)

The trader is trying to bull stock in this company.

σπρώχνω

transitive verb (shove)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αρσενικός ελέφαντας

noun (male elephant)

Suddenly, a bull elephant came stampeding through the weeds.

θετική τάση στο χρηματιστήριο

noun (optimism on stock market)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
You don't have to be a financial genius to make money in a bull market.

καβάλημα ταύρου

(rodeo event)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

αρένα ταυρομαχιών

noun (bullfighting arena)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Most large towns in Spain have bull rings.

συζήτηση σε ανεπίσημο επίπεδο

noun (US, informal (informal group discussion)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

καρχαρίας ταύρος

noun (large aggressive shark)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

Μπούλ Τεριέ

noun (English dog breed) (ράτσα σκύλου)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

διάνα

noun (centre of target)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
John threw a dart, which hit the bull's eye.

πεισματάρης

adjective (figurative, pejorative, slang (stubborn)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

χοντρολαίμης

adjective (having a thick neck)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μαντρί

noun (US (cattle enclosure)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

bullpen

noun (baseball: pitchers’ warmup area) (χώρος προθέρμανσης)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

αναπληρωματικός ρίπτης

noun (baseball: relief pitchers) (μπέιζμπολ)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

κρατητήριο

noun (US, informal (temporary cell for prisoners)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

παρατραβηγμένη ιστορία

noun (figurative, informal (far-fetched account)

σαν ταύρος σε υαλοπωλείο

adverb (colloquial (recklessly, clumsily)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

είμαι κόκκινο πανί

verbal expression (colloquial (that provokes anger) (μεταφορικά)

παπικό διάταγμα

noun (document from Pope)

πιτ μπουλ τεριέ, πιτ μπουλ

noun (English dog breed)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
The pit bull terrier is an athletic breed.
Τα πιτ μπουλ τεριέ (or: πιτ μπουλ) είναι αθλητική ράτσα.

πιάνω τον ταύρο από τα κέρατα

verbal expression (figurative (tackle a task bravely) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Matthew's going to take the bull by the horns tomorrow and ask Louise to marry him.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του bull στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του bull

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.