Τι σημαίνει το bullet στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης bullet στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του bullet στο Αγγλικά.

Η λέξη bullet στο Αγγλικά σημαίνει σφαίρα, κουκκίδα, δάνειο εξοφλητέο εφάπαξ στη λήξη του, σφαίρα, σκάγι, τίτλος με εξόφληση εφάπαξ κατά τη λήξη του, αποπληρωμή δανείου εφάπαξ στη λήξη του, σφίγγω τα δόντια, κάλυκας, τρύπα από σφαίρα, κουκκίδα, υπέρταχεία, τραύμα από σφαίρα, αλεξίσφαιρος, αλεξίσφαιρο γιλέκο, φτηνά τη γλυτώνω, ντουμ-ντουμ, μαγικό φίλτρο, μαγικό ραβδάκι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης bullet

σφαίρα

noun (gun projectile)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The x-ray shows that the bullet is lodged in the patient's shoulder.
Η ακτινογραφία δείχνει πως η σφαίρα είναι σφηνωμένη στον ώμο του ασθενούς.

κουκκίδα

noun (short for bullet point)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Bullets look better for a list than numbers in most cases.
Οι κουκκίδες φαίνονται καλύτερα από τους αριθμούς σε μια λίστα στις περισσότερες περιπτώσεις.

δάνειο εξοφλητέο εφάπαξ στη λήξη του

adjective (loan type)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σφαίρα

noun (ammunition cartridge)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The hunters stopped at a store to buy more bullets.

σκάγι

noun ([sth] shaped like gun projectile) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The horse bucked and kicked up bullets of mud.

τίτλος με εξόφληση εφάπαξ κατά τη λήξη του

noun (security with single maturity date)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αποπληρωμή δανείου εφάπαξ στη λήξη του

noun (final loan repayment)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σφίγγω τα δόντια

verbal expression (figurative, informal (do [sth] unpleasant) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
You will just have to bite the bullet; there's no other option.

κάλυκας

noun (guns: shell of a bullet) (σφαίρα)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

τρύπα από σφαίρα

noun (hole made by a fired bullet)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The bullet hole through his chest marked the path the bullet took as it flew through him.

κουκκίδα

noun (dot before list item)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The boss would prefer a simple list of items with bullet points, rather than long descriptions. To create a list of bullet points, click on the icon.
Το αφεντικό προτιμά μια απλή λίστα αντικειμένων με κουκκίδες, παρά εκτενείς περιγραφές. Για να κάνεις μια λίστα με κουκκίδες, κάνε κλικ στο εικονίδιο.

υπέρταχεία

noun (Japan: fast rail service)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I caught the bullet train, which as always was very punctual.

τραύμα από σφαίρα

noun (injury caused by a firearm)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
That hospital has a doctor on staff who specializes in treating bullet wounds.

αλεξίσφαιρος

adjective (resistant to bullets)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The President's car is fitted with bulletproof glass.

αλεξίσφαιρο γιλέκο

noun (protective jacket)

He is alive today because a bulletproof vest stopped the bullet that was meant to kill him.
Είναι ακόμα ζωντανός, γιατί το αλεξίσφαιρο γιλέκο ανέκοψε την πορεία της σφαίρας που θα τον σκότωνε.

φτηνά τη γλυτώνω

verbal expression (figurative, informal (avoid [sth] unpleasant)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ντουμ-ντουμ

noun (informal (expanding bullet) (ανεπ: σφαίρα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μαγικό φίλτρο

noun (figurative (instant or fool-proof remedy) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
When antibiotics were discovered they were considered to be magic bullets.

μαγικό ραβδάκι

noun (direct or immediate solution) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του bullet στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του bullet

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.