Τι σημαίνει το cantar στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης cantar στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του cantar στο ισπανικά.

Η λέξη cantar στο ισπανικά σημαίνει τραγουδώ, τραγουδάω, τραγουδώ, κελαηδάω, κελαηδάω, κελαηδώ, τραγούδι, αφηγηματική ποίηση, το σφυρίζω, τιτιβίζω, λέω, λέω φωναχτά, φωνάζω, τιτιβίζω, κελαηδώ, τραγουδώ κτ δυνατά, ομολογώ, παραδέχομαι, τραγουδώ με τρίλιες, μιλάω, ξερνάω, πείθομαι να κάνω κτ, ραπάρω, θρηνώ, μοιρολογώ, ομαλά, αυτό είναι άλλη ιστορία, λαϊκό τραγούδι, παραδοσιακό τραγούδι, έπος, πομπώδη λόγια, ψαλμωδία, τραγουδώ σωστά, τραγουδάω μπλουζ, ξεκινώ να τραγουδώ στα ξαφνικά, πιάνω το τραγούδι, τραγουδάω φάλτσα, φαλτσάρω, ψέλνω τον εξάψαλμο, βγάζω στη φόρα, τα λέω ένα χεράκι σε κπ, τραγουδώ με λαρυγγισμούς, σιγοτραγουδώ, τραγουδάω απαλά, τραγουδάω σιγανά, τραγουδώ μαζί με κάποιον άλλο, συνοδεύω τραγουδώντας, τραγουδώ δυνατά, τραγουδώ, παιχνιδάκι, τραγουδώ ντισκάντους, τραγουδώ για κπ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης cantar

τραγουδώ

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Tienes una voz hermosa y deberías cantar más.
Έχεις υπέροχη φωνή! Πρέπει να τραγουδάς συχνότερα.

τραγουδάω, τραγουδώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Se pusieron en pie y cantaron el himno nacional.
Σηκώθηκαν όρθιοι και έψαλαν τον εθνικό ύμνο.

κελαηδάω

(coloquial) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Es probable que el informante cante bajo la presión de la policía.

κελαηδάω, κελαηδώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Los pájaros trinan en los árboles.

τραγούδι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A Michelle le encanta cantar.
Στη Μισέλ αρέσει να τραγουδά.

αφηγηματική ποίηση

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Los cantares de gesta son un ejemplo de poesía narrativa.

το σφυρίζω

verbo transitivo (ES) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
El empleado decidió cantar lo de las transacciones ilegales de su patrón.

τιτιβίζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

λέω

(figurado)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Si sabes la respuesta por favor canta.
Αν ξέρεις την απάντηση, σε παρακαλώ πες την.

λέω φωναχτά, φωνάζω

verbo transitivo (figurado)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τιτιβίζω, κελαηδώ

(figurado) (μεταφορικά, λόγιος)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
"No hay problema" cantó ella. "Te daré otra."
«Κανένα πρόβλημα», κελάηδησε. «Θα σας φέρω απλά ένα άλλο».

τραγουδώ κτ δυνατά

verbo transitivo

ομολογώ, παραδέχομαι

(coloquial, figurado)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A ver, escupe: ¿dónde andabas?

τραγουδώ με τρίλιες

(figurado)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μιλάω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Después de cuatro horas de interrogatorio, el testigo finalmente habló.

ξερνάω

(figurado, coloquial) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tan pronto como la policía empezó a interrogarlo, el criminal soltó todo lo que sabía sobre el plan de robo.

πείθομαι να κάνω κτ

(AR, coloquial)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le pedí que se fijara por mí pero me dijo que no se le cantaba.
Μέχρι στιγμής η ιστορία είναι αρκετά καλή, αλλά δεν ψήνομαι να τη διαβάσω ολόκληρη.

ραπάρω

(ανεπίσημο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Dan estaba rapeando en el escenario.
Ο Νταν ράπαρε πάνω στη σκηνή.

θρηνώ, μοιρολογώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Las mujeres se agruparon en el funeral para plañir.
Οι γυναίκες μαζεύτηκαν στην κηδεία για να θρηνήσουν (or: μοιρολογήσουν).

ομαλά

(figurado) (χωρίς προβλήματα)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

αυτό είναι άλλη ιστορία

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Cantar pop es relativamente fácil, pero cantar ópera... Eso ya es otra cosa.

λαϊκό τραγούδι, παραδοσιακό τραγούδι

locución verbal

έπος

locución nominal masculina

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πομπώδη λόγια

locución verbal (figurado)

ψαλμωδία

locución verbal

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

τραγουδώ σωστά

No puede seguir la melodía. Cada nota que canta es la equivocada.
Δεν μπορεί να τραγουδήσει σωστά. Κάθε νότα που τραγουδά είναι λάθος.

τραγουδάω μπλουζ

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Siempre me conmuevo profundamente cuando escucho a Bessie Smith cantar blues.

ξεκινώ να τραγουδώ στα ξαφνικά, πιάνω το τραγούδι

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Mi papá es tan musical que se pone a cantar en medio de una conversación.

τραγουδάω φάλτσα, φαλτσάρω

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ψέλνω τον εξάψαλμο

(coloquial) (μεταφορικά, καθομ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Cualquiera que rompa las reglas de la escuela sepa que el director le va a cantar las cuarenta.

βγάζω στη φόρα

(coloquial, figurado) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τα λέω ένα χεράκι σε κπ

(coloquial)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τραγουδώ με λαρυγγισμούς

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σιγοτραγουδώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

τραγουδάω απαλά, τραγουδάω σιγανά

τραγουδώ μαζί με κάποιον άλλο, συνοδεύω τραγουδώντας

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El cantante le pidió al público que cantaran con él la siguiente canción.

τραγουδώ δυνατά

Me gusta cantar a voz en cuello cuando manejo.

τραγουδώ

locución verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

παιχνιδάκι

(figurado) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Joel pensó que el examen iba a ser difícil pero fue pan comido.

τραγουδώ ντισκάντους

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τραγουδώ για κπ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Los mariachis hicieron una serenata para los comensales con canciones tradicionales.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του cantar στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.