Τι σημαίνει το cantidad στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης cantidad στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του cantidad στο ισπανικά.

Η λέξη cantidad στο ισπανικά σημαίνει ποσότητα, ποσότητα, πλήθος, μιλιούνια, ποσό, πλημμύρα, ποσότητα, μεγάλος αριθμός, όγκος, αριθμός, ποσότητα, πολλοί, ορμή, πολύς, αγοράζω και πουλώ, μικρότερος, λιγότερος, αμέτρητος, ατελείωτος, πάρα πολλοί, πολύ, σε μεγάλες ποσότητες, τόσο πολύ, δόση, επάρκεια, ψιλά, ελάχιστος, χρηματικό ποσό, επαρκείς προμήθειες, αστείρευτη ποσότητα, υπερβολικός αριθμός, περιορισμένη ποσότητα, αμέτρητος, πολύ, μεγάλη ποσότητα, μεγάλο ποσό, σωστό ποσό, ακριβές ποσό, λίγο, ποσό προς πληρωμή, ορισμένο ποσό, συγκεκριμένο ποσό, ελάχιστη ποσότητα, συνιστώμενη ημερήσια πρόσληψη, όγκος πώλησεων, συνολικό ποσό, πρόσληψη νερού, αρκετοί, με το σταγονόμετρο, βάζω βαθιά το χέρι στην τσέπη, ξεπερνώ, ξεπερνάω σε παραγωγή, περισσότεροι, τόσο, πάρα πολλοί, μικρότερος, λιγότερος, αριθμός υποθέσεων, αριθμός επιβατών, μονός αριθμός, υπερβολική δόση, σωστό ποσό, ακριβές ποσό, ορισμένη ποσότητα, συγκεκριμένη ποσότητα, κάποιο ποσό, τεκνοποίηση, επισκέπτες, περισσότερος, λίγο, τόσο πολλοί, υπερέχω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης cantidad

ποσότητα

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Necesitas cantidades iguales de harina y azúcar.
Χρειάζεσαι ίση ποσότητα αλευριού και ζάχαρης.

ποσότητα

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
¿Qué cantidad quieres?
Πόση ποσότητα θα θέλατε;

πλήθος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Keith debe ser un ávido lector, ya que tiene una cantidad de libros en sus estantes.
Ο Κιθ πρέπει να είναι βιβλιοφάγος, καθώς έχει πλήθος βιβλίων στα ράφια του.

μιλιούνια

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

ποσό

(χρηματικό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Era una cantidad bastante grande, por lo que Rachel se dio cuenta de que tendría que pedir prestado algo de dinero en el banco para pagarlo.
Το ποσό ήταν μεγάλο και η Ρέιτσελ συνειδητοποίησε ότι θα έπρεπε να δανειστεί χρήματα από την τράπεζα για να το πληρώσει.

πλημμύρα

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Juan lanzó una gran cantidad de palabras cuando finalmente empezó a hablar.

ποσότητα

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μεγάλος αριθμός

nombre femenino (ES, coloquial)

όγκος

(συνήθως πολύς)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
El diseñador miró el volumen de trabajo que tenía que hacer esa semana y se preguntó cómo lograría terminarlo todo.
Ο σχεδιαστής κοίταξε τον όγκο της δουλειάς που έπρεπε να κάνει εκείνη την εβδομάδα και αναρωτήθηκε πώς θα κατάφερνε να την τελειώσει.

αριθμός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
No estoy seguro de cuánto cobrar, pero tengo una cifra en mente.
Δεν είμαι σίγουρος πόσα να χρεώσω, αν και έχω έναν αριθμό κατά νου.

ποσότητα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πολλοί

(generalmente plural)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)

ορμή

(física)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Martha está calculando el momento del meteoro.
Ο μετεωρίτης είχε μεγάλη ορμή όταν χτύπησε το έδαφος.

πολύς

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
No necesitamos apresurarnos, tenemos mucho tiempo.

αγοράζω και πουλώ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Se dedica a especular con acciones.

μικρότερος, λιγότερος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El programa de esta año recibió el menor número de solicitudes de su historia.

αμέτρητος, ατελείωτος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ha tenido un sinfín de problemas en su corta vida.

πάρα πολλοί

locución adjetiva

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Una gran cantidad de personas acabó viviendo en la calle tras el paso del huracán.

πολύ

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

σε μεγάλες ποσότητες

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Hacemos descuentos solo si compras bienes en grandes cantidades.
Προσφέρουμε έκπτωση μόνο εάν αγοράσεις αγαθά σε μεγάλες ποσότητες.

τόσο πολύ

locución adverbial

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

δόση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Añade harina a la masa en pequeñas cantidades.
Πρόσθεσε το αλεύρι στο μείγμα σε δόσεις.

επάρκεια

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ψιλά

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Debes pagar el autobús con el cambio exacto.
Δυστυχώς δεν έχω αρκετά ψιλά, θα πρέπει να μου δώσετε ρέστα από δεκάευρο.

ελάχιστος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Después de pagar esa enorme factura telefónica, tengo solo una ínfima cantidad en la cuenta bancaria. Se las ingenió para preparar una cena lujosa con ínfima cantidad de elementos.
Μου έμειναν ελάχιστα χρήματα στην τράπεζα, αφότου πλήρωσα τον υπέρογκο τηλεφωνικό λογαριασμό. Κατάφερε να ετοιμάσει ένα πλουσιοπάροχο γεύμα σχεδόν από το τίποτα (or: με ελάχιστα υλικά).

χρηματικό ποσό

nombre femenino

Tres billones es una cantidad sideral de dinero, incluso para el gobierno.

επαρκείς προμήθειες

nombre femenino

Tenemos una cantidad suficiente de leña para la chimenea para todo el invierno.

αστείρευτη ποσότητα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

υπερβολικός αριθμός

locución nominal femenina

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Hay una cantidad excesiva de gente para un cuarto tan pequeño.

περιορισμένη ποσότητα

locución nominal femenina

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αμέτρητος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Pudimos ver una cantidad inmensa de estrellas en el cielo nocturno.

πολύ, μεγάλη ποσότητα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
No hace falta comprar más, todavía tenemos en gran cantidad.

μεγάλο ποσό

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Las entradas se agotaron así que una gran cantidad de fanáticos tuvieron que mirar el partido en la gran pantalla afuera del estadio.

σωστό ποσό, ακριβές ποσό

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
¿Te pagaron la cantidad justa de dinero?
Πληρώθηκες το ακριβές ποσό;

λίγο

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Sólo deberías comer una pequeña cantidad de sal por día.

ποσό προς πληρωμή

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ορισμένο ποσό, συγκεκριμένο ποσό

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Sin embargo, ten en cuenta que sólo puedes pedir préstamos de urgencia hasta una cierta cantidad.

ελάχιστη ποσότητα

locución nominal femenina

Usa la mínima cantidad posible.

συνιστώμενη ημερήσια πρόσληψη

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
La ingesta diaria recomendada de fibra es de 25 a 35 gramos.

όγκος πώλησεων

nombre masculino (ποσότητα που πουλήθηκε)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
En esos tres primeros meses, la cantidad de ventas fue tal que los obligó a ampliar el local.

συνολικό ποσό

πρόσληψη νερού

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

αρκετοί

locución nominal femenina (μόνο πληθυντικός)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Una cantidad de personas han escrito quejándose de esa publicidad.
Παραβίασε τους κανόνες αρκετές φορές.

με το σταγονόμετρο

(figurado) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Solo hay trozos de información al momento.

βάζω βαθιά το χέρι στην τσέπη

locución verbal (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La pareja tuvo que aportar una gran cantidad para sufragar los gastos médicos de su hijo.
Το ζευγάρι χρειάστηκε να βάλει βαθιά το χέρι στην τσέπη, για να πληρώσουν τα νοσήλια του γιου τους.

ξεπερνώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La población de China sobrepasa en número a la nuestra.

ξεπερνάω σε παραγωγή

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

περισσότεροι

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Esta planta es la que tiene el mayor número de fresas.
Αυτό το φυτό έχει τις περισσότερες (or: πιο πολλές) φράουλες.

τόσο

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Mostrándole la taza a su hijo, Paige dijo "Tomas esto de harina y lo pones en la mezcla".
Δείχνοντας στον γιο της την κούπα η Πέιτζ είπε, «Παίρνεις τόσο αλεύρι και το προσθέτεις στο μπολ.»

πάρα πολλοί

(coloquial)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Hay montones de violetas creciendo entre el ruibarbo.

μικρότερος, λιγότερος

locución nominal femenina

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
El grupo de Richard tenía la mayor cantidad de miembros, y el de Sally, la menor cantidad.

αριθμός υποθέσεων

locución nominal femenina (abogado, médico) (νομικών, ιατρικών κλπ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αριθμός επιβατών

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

μονός αριθμός

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Había una cantidad impar de alumnos, así que se dividieron en grupos de dos a excepción de un grupo que era de tres.

υπερβολική δόση

(μεταφορικά)

Si no presto atención, mi hijo comería una cantidad excesiva de chocolate.

σωστό ποσό, ακριβές ποσό

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Tiene que tener la cantidad exacta de leche en el té.

ορισμένη ποσότητα, συγκεκριμένη ποσότητα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Añadió una cantidad específica de reactivo y toda la masa cambió de color.

κάποιο ποσό

(general) (αόριστο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Después de poner cierta cantidad de azúcar en el bowl, empezó a revolver.

τεκνοποίηση

(literal) (έχει κάνει παιδιά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

επισκέπτες

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι Ολυμπιακοί (αγώνες), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
La tienda lanzó una promoción con la esperanza de aumentar la cantidad de clientes durante las vacaciones.

περισσότερος

locución adverbial

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El vaso de Tom tiene la mayor cantidad de leche.
Το ποτήρι του Τομ έχει το περισσότερο (or: πιο πολύ) γάλα.

λίγο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Había una cantidad insuficiente de agua en la mezcla.

τόσο πολλοί

locución adverbial

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Hay tal cantidad de candidatos este año que va a ser difícil entrar.

υπερέχω

(σε βάρος: με γενική)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Un SUV es más pesado que un deportivo.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του cantidad στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του cantidad

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.