Τι σημαίνει το casamento στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης casamento στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του casamento στο πορτογαλικά.

Η λέξη casamento στο πορτογαλικά σημαίνει γάμος, γάμος, γάμος, γάμος, συνδυασμός, ζευγάρωμα, γάμος, αρραβώνας, γαμήλιος, μπαούλο για προίκα, διοργανωτής γάμου, διοργανώτρια γάμου, αναγγελία γάμου, μέσω γάμου, επέτειος γάμου, ανάρμοστο πάντρεμα, κουμπάρος, λευκός γάμος, γάμος λόγω εγκυμοσύνης, θρησκευτικός γάμος, πολιτικός γάμος, καταναγκαστικός γάμος, γάμος ομοφυλοφίλων, διαφυλετικός γάμος, γαμήλια τελετή, προγαμιαίο συμβόλαιο, άδεια γάμου, πρόταση γάμου, διαφυλετικός γάμος, αναγγελία γάμου, γαμήλιο τραπέζι, γαμήλια τούρτα, γαμήλια δεξίωση, ημέρα γάμου, προσυμφωνημένος γάμος, γαμήλια δεξίωση, ξάδερφος εξ αγχιστείας, ξαδέρφη εξ αγχιστείας, ιερότητα του γάμου, γαμήλιο άλμπουμ, άλμπουμ γάμου, μυστήριο του γάμου, τελετή του γάμου, δώρο προσκεκλημένων, δώρο γάμου, προσκλητήριο γάμου, γαμήλια φωτογραφία, πρόβα γάμου, -, γαμήλιες καμπάνες, κάνω πρόταση γάμου, αρραβωνιάζω, κάνω πρόταση γάμου, αρραβωνιάζω κπ με κπ, γκαστρώνω, αποκτώ κτ με το γάμο μου, της επετείου, για την επέτειο, γκαστρώνω, κάνω πρόταση γάμου, κάνω πρόταση γάμου σε κπ, προξενεύω, αγορά διπλής οψιόν, προίκα, αρραβωνίζω κπ με κπ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης casamento

γάμος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
A instituição do casamento não mudou muito nos últimos séculos.
Ο θεσμός του γάμου δεν έχει αλλάξει πολύ μέσα στους αιώνες.

γάμος

substantivo masculino (cerimônia da união entre duas pessoas)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Eles celebraram o casamento deles no dia 27 de março.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Η γαμήλια τελετή έγινε σε στενό κύκλο.

γάμος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
O casamento deles durou 50 anos.
Ο γάμος τους κράτησε 50 χρόνια.

γάμος

substantivo masculino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
O Sr. e a Sra. Stevens desejam anunciar o casamento de sua filha Sara Jane com Christopher Smith.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Ο κύριος και η κυρία Στίβενς θα ήθελαν να ανακοινώσουν το γάμο της κόρης τους, Σάρα Τζέιν, με τον Κρίστοφερ Σμιθ.

συνδυασμός

(figurado)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Nosso produtos são feitos em perfeita união de estilo e funcionalidade.
Τα προϊόντα μας είναι ο τέλειος συνδυασμός στυλ και λειτουργικότητας.

ζευγάρωμα

(παλαιό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

γάμος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

αρραβώνας

(figurado)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

γαμήλιος

locução adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Os retratos de casamento estavam lindos.
Οι φωτογραφίες του γάμου ήταν όμορφες.

μπαούλο για προίκα

(datado: enxoval de casamento)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

διοργανωτής γάμου, διοργανώτρια γάμου

(alguém contratado para organizar um casamento)

αναγγελία γάμου

(προφορική, σε εκκλησία)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

μέσω γάμου

locução adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

επέτειος γάμου

(κατά λέξη)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Todo ano, meus pais vão num cruzeiro no aniversário de casamento.
Κάθε χρόνο, οι γονείς μου πηγαίνουν κρουαζιέρα για την επέτειο γάμου τους.

ανάρμοστο πάντρεμα

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

κουμπάρος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Pete foi padrinho de casamento de Mick e Lucy.
Ο Πιτ ήταν κουμπάρος στον γάμο του Μικ και της Λούσι.

λευκός γάμος

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

γάμος λόγω εγκυμοσύνης

(figurado, por causa de gravidez) (κατά λέξη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

θρησκευτικός γάμος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

πολιτικός γάμος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

καταναγκαστικός γάμος

Em um casamento forçado, você é forçado a se casar com alguém contra a sua vontade.

γάμος ομοφυλοφίλων

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
O senado está votando sobre a permissão do casamento gay (or: casamento homossexual).

διαφυλετικός γάμος

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

γαμήλια τελετή

προγαμιαίο συμβόλαιο

(contrato pré-nupcial)

άδεια γάμου

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

πρόταση γάμου

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

διαφυλετικός γάμος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

αναγγελία γάμου

(aviso de um casamento que irá acontecer)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

γαμήλιο τραπέζι

substantivo masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

γαμήλια τούρτα

substantivo masculino (bolo recheado servido em uma festa de casamento)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

γαμήλια δεξίωση

substantivo feminino (festa após uma cerimônia de casamento)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ημέρα γάμου

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

προσυμφωνημένος γάμος

γαμήλια δεξίωση

substantivo feminino

ξάδερφος εξ αγχιστείας, ξαδέρφη εξ αγχιστείας

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ιερότητα του γάμου

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

γαμήλιο άλμπουμ, άλμπουμ γάμου

substantivo masculino

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

μυστήριο του γάμου, τελετή του γάμου

(missa nupcial)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δώρο προσκεκλημένων

substantivo feminino

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

δώρο γάμου

substantivo masculino (presente dado ao casal em um casamento)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

προσκλητήριο γάμου

substantivo masculino

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

γαμήλια φωτογραφία

substantivo feminino

πρόβα γάμου

substantivo masculino (ensaio de cerimônia de casamento)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

-

(festa onde a futura noiva recebe presentes) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Χρησιμοποιείται ο όρος bridal shower.

γαμήλιες καμπάνες

substantivo masculino plural (sinos de igreja que tocam após uma cerimônia de casamento)

κάνω πρόταση γάμου

expressão verbal (informal)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αρραβωνιάζω

expressão verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κάνω πρόταση γάμου

locução verbal (pedir alguém em casamento)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αρραβωνιάζω κπ με κπ

locução verbal

γκαστρώνω

expressão (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αποκτώ κτ με το γάμο μου

expressão

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Με τον γάμο του ο Γουίλιαμ απέκτησε πλούτη και πολλά προνόμια.

της επετείου, για την επέτειο

locução adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Para a festa de aniversário de casamento, Maude e James contrataram o museu para dar uma festa para todos os seus amigos e família.
Ενόψει της γιορτής της επετείου τους η Μωντ και ο Τζέιμς νοίκιασαν το μουσείο για να κάνουν ένα πάρτι για όλους τους φίλους και την οικογένειά τους.

γκαστρώνω

expressão verbal (αργκό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κάνω πρόταση γάμου

expressão verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Robert comprou um anel para Sophie. Ele pretende pedi-la em casamento.
Ο Ρόμπερτ αγόρασε ένα δαχτυλίδι για τη Σόφι. Νομίζω ότι θα της σκοπεύει να της κάνει πρόταση γάμου.

κάνω πρόταση γάμου σε κπ

expressão verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ele me pediu em casamento na praia à meia-noite.
Μου έκανε πρόταση γάμου τα μεσάνυχτα στην παραλία.

προξενεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Em algumas culturas, é costume os pais arranjarem um casamento para seus filhos.

αγορά διπλής οψιόν

(BRA, finanças)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

προίκα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αρραβωνίζω κπ με κπ

(λόγιος, θρησκεία)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του casamento στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Σχετικές λέξεις του casamento

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.