Τι σημαίνει το chap στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης chap στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του chap στο Αγγλικά.

Η λέξη chap στο Αγγλικά σημαίνει παιδί, δερμάτινες περισκελίδες, σκάω, σκάζω, σκάω, σκάζω, κεφ., λιποζάν, διασκεδαστικός τύπος, ιδιόρρυθμος τύπος, ηλικιωμένος, παλιόφιλος, λούτσος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης chap

παιδί

noun (UK (guy) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

δερμάτινες περισκελίδες

plural noun (cowboys' leather trouser coverings)

The cowboy always wore chaps over his jeans when riding horses.
Ο γελαδάρης πάντα φορούσε δερμάτινες περισκελίδες πάνω από το τζιν του όταν ίππευε.

σκάω, σκάζω

intransitive verb (lips, skin: crack)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
My lips are chapping in this dry air.
Τα χείλη μου έχουν σκάσει με αυτόν τον ξηρό αέρα.

σκάω, σκάζω

transitive verb (lips, skin: cause to crack)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The cold winter wind will chap your lips unless you protect them.
Ο κρύος χειμερινός αέρας θα σου σκάσει τα χείλη αν δεν τα προστατεύσεις.

κεφ.

noun (abbreviation (chapter) (σντμ: κεφάλαιο)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
For homework, please read chap. 5.

λιποζάν

noun (® (lip balm)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
I always keep a Chap Stick handy in case my lips get dry.

διασκεδαστικός τύπος

noun (UK, informal (amusing man)

Although he's not the brightest person on earth, he's a funny chap. You can always count on him to cheer you up.

ιδιόρρυθμος τύπος

noun (UK, informal (strange man)

What a funny chap! He's the only person I know who uses a fork to have his soup, instead of a spoon.

ηλικιωμένος

noun (UK, informal (elderly man)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Those old chaps over there must have fought in the war. The old chap has been in poor shape recently.

παλιόφιλος

interjection (UK, informal (male friend) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Hello there, old chap. Long time, no see.

λούτσος

noun (UK, slang, figurative, euphemism (penis) (αργκό, ευφημισμός)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
I'm tired; I think I'll be keeping the old chap in my pants tonight.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του chap στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.