Τι σημαίνει το chocolate στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης chocolate στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του chocolate στο Αγγλικά.

Η λέξη chocolate στο Αγγλικά σημαίνει σοκολάτα, σοκολάτα, σοκολατούχος, σοκολατί, σοκολατί, κουβερτούρα, σοκολάτα, κέικ σοκολάτα, σοκολατάκι, μικρό κομμάτι σοκολάτας, κομματάκι, παγωτό με κομματάκια σοκολάτας, μπισκότο με κομματάκια σοκολάτας, παγωτό με κομμάτια σοκολάτας, μπισκότο σοκολάτα, ρολό σοκολάτας, σοκολατένιο αυγό, σοκολατοποιός, σοκολατούχο γάλα, σάλτσα σοκολάτας, σως σοκολάτας, ξύσμα σοκολάτας, σοκολατερί, άλειμμα σοκολάτας, σιρόπι σοκολάτας, σιρόπι σοκολάτα, φορτωμένος, σοκολάτα υγείας, μαύρη σοκολάτα, ζεστή σοκολάτα, σοκολατάκια με λικέρ, σοκολάτα γάλακτος, μαύρη σοκολάτα, κουβερτούρα, μαύρη σοκολάτα, σοκολάτα, λευκή σοκολάτα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης chocolate

σοκολάτα

noun (uncountable (food) (τροφή)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
She eats a lot of chocolate.
Τρώει πολλή σοκολάτα.

σοκολάτα

noun (countable, often plural (individual chocolate)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
My father always gives me a box of chocolates on my birthday.
Ο πατέρας μου, πάντα, μου δίνει ένα κουτί σοκολατάκια στα γενέθλιά μου.

σοκολατούχος

noun as adjective (flavored with chocolate)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The kids like chocolate milk.
Στα παιδιά αρέσει το σοκολατούχο γάλα.

σοκολατί

adjective (brown in color)

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
The table was made from dark chocolate wood.
Το τραπεζάκι είχε ένα σκούρο σοκολατένιο χρώμα.

σοκολατί

noun (color: brown)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I love this dress, but think it would look better in chocolate or maroon.
Λατρεύω αυτό το φόρεμα, αλλά πιστεύω πως θα ήταν καλύτερο σε σοκολατί ή βυσσινί.

κουβερτούρα

noun (US, brand name (cooking chocolate) (σοκολάτα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

σοκολάτα

noun (chocolate candy)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κέικ σοκολάτα

noun (cake: containing chocolate) (π.χ. για τον καφέ)

This chocolate cake is made using cocoa powder.

σοκολατάκι

noun (US (chocolates)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A box of chocolate candy makes a perfect hostess gift.

μικρό κομμάτι σοκολάτας, κομματάκι

plural noun (small bits of chocolate)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Don't forget to sprinkle some chocolate chips on your cookies.
Μην ξεχάσεις να ρίξεις μερικά μικρά κομμάτια σοκολάτας πάνω στα μπισκότα σου.

παγωτό με κομματάκια σοκολάτας

noun (ice-cream flavour)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
What flavour ice cream would you like: raspberry ripple or chocolate chip?

μπισκότο με κομματάκια σοκολάτας

noun (biscuit: chocolate bits)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
She loves to have chocolate chip cookies with her tea.

παγωτό με κομμάτια σοκολάτας

noun (ice cream: chocolate bits)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

μπισκότο σοκολάτα

noun (biscuit: chocolate flavored)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ρολό σοκολάτας

noun (shaving of chocolate) (για διακόσμηση)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The slice of cheesecake was decorated with a chocolate curl on top.

σοκολατένιο αυγό

noun (Easter confection)

The basket was filled with colored eggs, chocolate eggs, jelly beans, and plastic grass.

σοκολατοποιός

noun (produces chocolate)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
I know this wonderfully talented chocolate maker who has a shop on Main Street.

σοκολατούχο γάλα

noun (chocolate-flavored milk drink)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
School children drink more chocolate milk for lunch than white milk.

σάλτσα σοκολάτας, σως σοκολάτας

noun (syrup: liquid chocolate)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Vanilla ice cream smothered in dark chocolate sauce is both a decadent and divine after-dinner treat.

ξύσμα σοκολάτας

noun (piece of grated chocolate)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Chocolate shavings are used as decoration on puddings.

σοκολατερί

noun (sells chocolate products)

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

άλειμμα σοκολάτας

noun (chocolate-flavored paste)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Nutella is a popular chocolate spread.

σιρόπι σοκολάτας, σιρόπι σοκολάτα

noun (liquid: chocolate sauce)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
I would like a little chocolate syrup and nuts on my ice cream.

φορτωμένος

noun as adjective (figurative (over-decorated) (μεταφορικά)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

σοκολάτα υγείας, μαύρη σοκολάτα

noun (plain or non-milk chocolate)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Dark chocolate has become very popular of late.

ζεστή σοκολάτα

noun (warm drink made with chocolate powder)

I find that a cup of hot chocolate, last thing at night, helps me sleep.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Η ζεστή σοκολάτα με γεύση φουντούκι είναι το αγαπημένο μου ρόφημα.

σοκολατάκια με λικέρ

noun (chocolate filled with liquor)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σοκολάτα γάλακτος

noun (confection of chocolate and milk)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A bag of crisps and a bar of milk chocolate do not constitute a healthy lunch.

μαύρη σοκολάτα

noun (dark eating chocolate)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Plain chocolate is supposed to be better for you than milk chocolate.

κουβερτούρα, μαύρη σοκολάτα

noun (cooking chocolate)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
It's best to use plain chocolate when you're making chocolate mousse.

σοκολάτα

noun (cocoa product with high sugar content)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Mrs Reese likes to use sweet chocolate in her recipe for cookies.

λευκή σοκολάτα

noun (confection made with cocoa butter)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του chocolate στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του chocolate

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.