Τι σημαίνει το choke στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης choke στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του choke στο Αγγλικά.

Η λέξη choke στο Αγγλικά σημαίνει πνίγομαι, πνίγομαι με κτ, στραγγαλίζω, πνίγω, καταπνίγω, τσοκ, τα χάνω, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, εμποδίζω, παρεμποδίζω, καταπνίγω, συγκρατώ, καταπίνω με δυσκολία, καταπνίγω, συγκρατώ, εμποδίζω, περιορίζω, πνίγομαι, στραβοκαταπίνω, τα μασάω, έχω κόμπο στο λαιμό, καταπνίγω συναισθήματα, εμπόδιο, σημείο με κυκλοφοριακή συμφόρηση, σημείο με μποτιλιάρισμα, κρατάω από ψηλότερο σημείο, καρύδωμα, απόλυτος έλεγχος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης choke

πνίγομαι

intransitive verb (have airway blocked)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Someone help that man, he's choking!
Ας βοηθήσει κάποιος εκείνον τον άνδρα, πνίγεται!

πνίγομαι με κτ

(have airway blocked by food)

Karen was choking on a hot dog.
Η Κάρεν πνίγηκε με ένα χοτ ντογκ.

στραγγαλίζω, πνίγω

transitive verb (constrict [sb]'s breath)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The murderer killed his victim by choking her.
Ο δολοφόνος σκότωσε το θύμα του πνίγοντάς την.

καταπνίγω

transitive verb (figurative (stop flow)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The blockade has choked the supply of fuel and food to the area.

τσοκ

noun (carburettor air control)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Milly pulled out the choke and tried to start the engine again.

τα χάνω

intransitive verb (figurative, slang (fail to act) (μεταφορικά, καθομ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
When it was Jimmy's turn in the spelling bee, he choked.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

transitive verb (enrich fuel mixture)

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

transitive verb (US (sports: grip higher up)

Choke the bat a little more.

εμποδίζω, παρεμποδίζω

transitive verb (stop growth or movement)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The fallen tree is choking the flow of traffic.

καταπνίγω, συγκρατώ

phrasal verb, transitive, separable (suppress: emotion, words) (συναισθήματα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

καταπίνω με δυσκολία

phrasal verb, transitive, separable (eat with difficulty)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

καταπνίγω, συγκρατώ

phrasal verb, transitive, separable (suppress: words, feelings) (συναισθήματα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εμποδίζω, περιορίζω

phrasal verb, transitive, separable (figurative (restrict [sth] severely)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We believe that the government's economic policy has choked off the recovery.

πνίγομαι, στραβοκαταπίνω

phrasal verb, transitive, inseparable (have stuck in one's throat) (κυριολεκτικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The old man choked on his food and almost turned blue before the waiter arrived to help him.
Ο ηλικιωμένος άνδρας πνίγηκε ενώ έτρωγε και σχεδόν απέκτησε μπλε χρώμα πριν να φτάσει ο σερβιτόρος για να τον βοηθήσει.

τα μασάω

phrasal verb, transitive, inseparable (figurative (be unable to say) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He didn't want to mess up the marriage proposal but was afraid that he'd choke on the words when the time came.
Δεν ήθελε να χαλάσει την πρόταση γάμου, αλλά φοβόταν πως θα τα μάσαγε όταν θα ερχόταν η ώρα.

έχω κόμπο στο λαιμό

phrasal verb, intransitive (be emotional, unable to speak)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

καταπνίγω συναισθήματα

verbal expression (suppress grief)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
In a televised appeal for witnesses to come forward, the father of the murdered teenager was visibly choking back tears.

εμπόδιο

noun (strait, pass obstructing an attack)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The valley was a choke point for the advancing army.

σημείο με κυκλοφοριακή συμφόρηση, σημείο με μποτιλιάρισμα

noun (bottleneck, congested place)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The narrow bridge across the river is a choke point for traffic.

κρατάω από ψηλότερο σημείο

verbal expression (baseball bat: hold higher up) (μπαστούνι μπέιζμπολ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

καρύδωμα

noun (grip on [sb]'s neck) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

απόλυτος έλεγχος

noun (figurative (complete power)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του choke στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του choke

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.