Τι σημαίνει το civil στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης civil στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του civil στο Αγγλικά.

Η λέξη civil στο Αγγλικά σημαίνει δημόσιος, αστικός, πολιτικός, κόσμιος, ευγενικός, αστικός, Αμερικανική Ένωση για τις Πολιτικές Ελευθερίες, πολ. μηχ., <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, πολιτικός γάμος, πολιτικό δικαστήριο, αντίσταση, απείθεια κατά της αρχής, ειρηνική διαμαρτυρία, κοινωνική αναταραχή, πολιτικός μηχανικός, έργα πολιτικού μηχανικού, αστικό δίκαιο, πολιτική ελευθερία, ατομικές ελευθερίες, προσωπική, ατομική ελευθερία, πολιτικός γάμος, πολιτικός γάμος, σύντροφος με σύμφωνο συμβίωσης, σύμφωνο συμβίωσης, πολιτική προστασία, ατομικά δικαιώματα, κίνημα για πολιτικά δικαιώματα, δημόσιος υπάλληλος, πολιτική υπηρεσία, κοινωνία των πολιτών, οικογενειακή κατάσταση, πολιτική αναταραχή, εμφύλιος πόλεμος, Αμερικάνικος Εμφύλιος Πόλεμος, πολιτικός γάμος, Ομοσπονδιακοί Κανόνες Πολιτικής Δικονομίας, πολιτισμένα, διευθυντής ληξιαρχείου δήμου. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης civil

δημόσιος, αστικός, πολιτικός

adjective (relating to society)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The people there have no civil liberties.

κόσμιος, ευγενικός

adjective (courteous, not rude)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Try to be civil to everyone, even if they're being rude to you.
Προσπάθησε να είσαι κόσμιος με όλους, ακόμη και αν είναι αγενείς απέναντί σου.

αστικός

adjective (law: not specifically criminal) (δίκαιο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The case is a civil matter and will be settled out of court.

Αμερικανική Ένωση για τις Πολιτικές Ελευθερίες

noun (initialism (American Civil Liberties Union)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πολ. μηχ.

noun (abbreviation (civil engineer)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. ρόκερ, ντιτζέι κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Kevin works as a CE and makes a decent salary.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

plural noun (UN: with local authorities)

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

plural noun (US (military: with civil authorities)

πολιτικός γάμος

noun (non-religious wedding)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
They preferred a simple civil ceremony at city hall, but her mother insisted on a large church wedding.
Αυτοί προτιμούσαν έναν απλό πολιτικό γάμο στο δημαρχείο, αλλά η μητέρα της επέμεινε σε έναν μεγάλο θρησκευτικό γάμο.

πολιτικό δικαστήριο

noun (UK (city court, non-criminal court)

A civil court deals with non-criminal matters, such as eviction proceedings, anti-social behaviour orders (ASBOs), debt hearings and family proceedings.

αντίσταση, απείθεια κατά της αρχής, ειρηνική διαμαρτυρία

noun (peaceful protest)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
More than 40 people have been arrested and charged with civil disobedience.

κοινωνική αναταραχή

noun (public unrest)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
There was civil disorder outside the stadium after the soccer game.

πολιτικός μηχανικός

noun ([sb] who designs public works)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Ruth is studying to be a civil engineer.

έργα πολιτικού μηχανικού

noun (design and building of structures)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The construction of buildings, roads and bridges is all part of civil engineering.

αστικό δίκαιο

noun (laws about private matters, rights)

πολιτική ελευθερία

plural noun (personal freedom)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Al-Kidd claimed the Attorney General had violated his civil liberties by treating him like a terrorist.

ατομικές ελευθερίες

plural noun (against governmental abuse)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Many people died in the battle for universal suffrage and other civil liberties.

προσωπική, ατομική ελευθερία

noun (against governmental abuse)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πολιτικός γάμος

noun (law: ceremony)

πολιτικός γάμος

noun (law: kind of union)

σύντροφος με σύμφωνο συμβίωσης

noun (spouse in civil union)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)

σύμφωνο συμβίωσης

noun (legal contract between couple)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
It is pure discrimination to say that we can form a civil partnership but we cannot get married.

πολιτική προστασία

noun (emergency planning in case of war)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ατομικά δικαιώματα

plural noun (individual rights in a society,)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
If you don't claim and defend your civil rights you risk losing them.

κίνημα για πολιτικά δικαιώματα

noun (campaign for human freedoms)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Martin Luther King, Jr. is a hero of the civil rights movement in the USA.

δημόσιος υπάλληλος

noun (government employee)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Some civil servants give the government a bad name.
Μερικοί δημόσιοι υπάλληλοι χαλάνε το όνομα της κυβέρνησης.

πολιτική υπηρεσία

noun (government workers)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Denise had spent her entire career working for the civil service.

κοινωνία των πολιτών

noun (unofficial institutions of society)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

οικογενειακή κατάσταση

noun (legal status, esp. marital)

πολιτική αναταραχή

noun (law: disorder)

εμφύλιος πόλεμος

noun (country's internal war)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
The civil war has displaced almost half the country's population.
Ο εμφύλιος πόλεμος εκτόπισε σχεδόν τον μισό πληθυσμό της χώρας.

Αμερικάνικος Εμφύλιος Πόλεμος

noun (historical, US (war between US states)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
The American Civil War broke out in April 1861.
Ο Αμερικάνικος Εμφύλιος Πόλεμος ξέσπασε τον Απρίλιο του 1861.

πολιτικός γάμος

noun (marriage: non-religious)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The bride and groom decided on a civil wedding as they were not themselves religious people.

Ομοσπονδιακοί Κανόνες Πολιτικής Δικονομίας

plural noun (US (law: code for civil cases)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

πολιτισμένα

adverb (politely, courteously)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Can we close this conversation in a civil manner?

διευθυντής ληξιαρχείου δήμου

noun (head of a city's registry office)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του civil στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του civil

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.