Τι σημαίνει το public στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης public στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του public στο Αγγλικά.

Η λέξη public στο Αγγλικά σημαίνει κοινό, δημόσιος, δημόσιος, ανοιχτός, δημόσιος, ανώνυμος, ιδιωτικός, δημόσιος, δημόσιος, δημοσιοποιούμαι, γνωστοποιούμαι, ορκωτός λογιστής, ορκωτή λογίστρια, ορκωτός λογιστής, ορκωτή λογίστρια, για μαζική κατανάλωση, κοινό, εισάγομαι στο χρηματιστήριο, αποκαλύπτω, δημόσια, σε κοινή θέα, στο φως της δημοσιότητας, διάσημος, επιφανής, δημοσιοποιώ, ιδιωτικός, συμβολαιογράφος, ανοιχτός στο κοινό, αναγνώριση του κοινού, επιδοκιμασία του κοινού, λογιστής, λογίστρια, αναγγελία, μεγάφωνο, δημόσια διοίκηση, δημόσια διοίκηση, δημόσιες υποθέσεις, κρατική ενίσχυση, πισίνα, δημόσια λουτρά, ανώνυμη εταιρεία, ανώνυμη εταιρία, δημόσιο χρέος, απαίτηση του κοινού, κοινό κτήμα, δημόσιος υπάλληλος, δημόσια εκτέλεση, φως της δημοσιότητας, δημόσιο πρόσωπο, δημόσιο χρήμα, δημόσιο συμφέρον, κοινό καλό, δημόσια υγεία, συμβουλές δημόσιας υγείας, υγειονομική κρίση, σύστημα δημόσιας υγείας, δημόσια ακρόαση, ανοιχτή ακρόαση, αργία, παμπ, εργατικές κατοικίες, δημόσια εικόνα, δημόσιο συμφέρον, δημόσια γη, δημόσια ιδιοκτησία, ασφάλεια αστικής ευθύνης, δημόσια βιβλιοθήκη, δημόσια ανακοίνωση, όχληση, ταραχοποιός, ταραξίας, δημόσιο αξίωμα, δημόσιος υπάλληλος, κοινή γνώμη, δημόσια οργή, λαϊκή κατακραυγή, δημόσιο πάρκο, δημόσια πολιτική, δημόσιο προφίλ, Εισαγγελία, δημόσιο αρχείο, δημόσιες σχέσεις, επιτυχημένη κίνηση δημοσίων σχέσεων, υπεύθυνος δημοσίων σχέσεων, δημόσια ασφάλεια, ιδιωτικό σχολείο, δημόσιο σχολείο, δημόσιος τομέας, δημόσιος υπάλληλος, κοινωφελής υπηρεσία, κοινωφελής παροχή, δημόσιος τομέας, δημόσιος χώρος, άτομο που δίνει ομιλίες, δημόσια ομιλία, δημόσια ομιλία, δημόσιες δαπάνες, κρατικές δαπάνες, πλατεία, δίκτυο PSTN, δημόσιο τηλέφωνο, δημόσιος διαγωνισμός, δημόσια προσφορά, δημόσιες συγκοινωνίες, μέσα μαζικής μεταφοράς, δημόσιο απόθεμα, δημόσια έργα, που έρχεται σε επαφή με το κοινό, δημοσκόπηση, ανιδιοτελής. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης public

κοινό

noun (people in general) (γενικά ο κόσμος)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The public has a right to know.
Το κοινό έχει δικαίωμα να ξέρει.

δημόσιος

adjective (accessible to all) (ανοιχτός σε όλους)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
A public meeting is being held.
Μία δημόσια συνάντηση λαμβάνει χώρα.

δημόσιος

adjective (concerning the government) (κυβερνητικός)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Keith entered public service.
Ο Κιθ μπήκε σε δημόσια υπηρεσία.

ανοιχτός

adjective (open to view, not private) (μεταφορικά: όχι πριβέ)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The singer will have a public wedding.

δημόσιος

adjective (concerning all people)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
This work is in the public domain.

ανώνυμος

adjective (having shares on stock exchange) (εταιρεία)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
This is a public company.

ιδιωτικός

adjective (UK (school: private)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Their children attend an exclusive public school.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Δεν έχω αρκετά χρήματα για να στείλω τα παιδιά μου σε ιδιωτικό.

δημόσιος

adjective (US (school: government-funded)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Most Americans attend public schools.
Οι περισσότεροι Αμερικάνοι πάνε σε δημόσιο.

δημόσιος

adjective (owned by the public)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
There are a lot of public parks in my town.

δημοσιοποιούμαι, γνωστοποιούμαι

verbal expression (come to be known by all)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The comedian was afraid that if her sexual orientation became public, her career might suffer.

ορκωτός λογιστής, ορκωτή λογίστρια

noun ([sb] qualified in accounting)

ορκωτός λογιστής, ορκωτή λογίστρια

noun (initialism (certified public accountant)

για μαζική κατανάλωση

adjective (intended for the general public)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The report was not intended for public consumption.

κοινό

noun (people in general)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The park is closed to the general public.

εισάγομαι στο χρηματιστήριο

verbal expression (business) (για εταιρεία)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αποκαλύπτω

verbal expression (informal (reveal [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

δημόσια

adverb (openly, overtly, in front of others)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I like singing but am very nervous about performing in public.

σε κοινή θέα

adverb (openly)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
They were kissing in public view at the station and didn't care if anyone saw them.

στο φως της δημοσιότητας

adverb (featured prominently in the media)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
If you're going to be a politician you have to be prepared to live in the public eye.

διάσημος, επιφανής

adjective (prominent, featured in the media)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Kate Middleton has been in the public eye since she became engaged to Prince William.
Η Κέιτ Μίντλετον είναι διάσημη από τότε που αρραβωνιάστηκε τον Πρίγκιπα Ουίλιαμ.

δημοσιοποιώ

verbal expression (publicize, reveal)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Their affair was made public when they were seen together holding hands.

ιδιωτικός

adjective (private)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

συμβολαιογράφος

noun (official who witnesses signatures, etc.)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Countries with a legal system based on Napoleonic law utilise notaries public to perform certain functions that solicitors carry out in English law.

ανοιχτός στο κοινό

adjective (that can be visited by anyone)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The park is open to the public every summer.

αναγνώριση του κοινού, επιδοκιμασία του κοινού

noun (praise and popularity)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The museum opened in October last year to much public acclaim.

λογιστής, λογίστρια

noun (accountant for hire by anyone)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

αναγγελία

noun (speech, message to the public)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μεγάφωνο

noun (loudspeaker)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The lost child was found, thanks to the alert given over the public address system.
Το παιδί που χάθηκε βρέθηκε, χάρη στην κατάσταση έκτακτης ανάγκης που αναγγέλθηκε μέσω του συστήματος δημόσιων αναγγελιών.

δημόσια διοίκηση

noun (implementation of public policy)

δημόσια διοίκηση

noun (field of study)

δημόσιες υποθέσεις

plural noun (current events of public interest)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
The new television station has 6 hours a day of public affairs programming.

κρατική ενίσχυση

(government financial aid)

πισίνα

plural noun (swimming pool)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Why do children always urinate in public baths?

δημόσια λουτρά

plural noun (public facilities for bathing)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

ανώνυμη εταιρεία, ανώνυμη εταιρία

noun (shares traded publicly)

Iconix trades as a public company on the NASDAQ.

δημόσιο χρέος

noun (money owed by government)

Britain must adopt a credible plan to reduce public debt.

απαίτηση του κοινού

noun (request of many people)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
By public demand, the theatre added extra midnight shows of the popular play.
Κατ' απαίτηση του κοινού, το θέατρο πρόσθεσε μερικές μεταμεσονύκτιες παραστάσεις της δημοφιλούς παράστασης.

κοινό κτήμα

noun (legal status: out of copyright)

δημόσιος υπάλληλος

noun (law: government worker)

δημόσια εκτέλεση

noun (state killing watched by the public)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
The public execution of criminals is banned in most countries of the world.
Η δημόσια εκτέλεση εγκληματιών απαγορεύεται στις περισσότερες χώρες του κόσμου.

φως της δημοσιότητας

noun (figurative (attention of the general public)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The children of politicians grow up in the public eye.

δημόσιο πρόσωπο

noun (person the public knows)

δημόσιο χρήμα

plural noun (UK (law: government money)

δημόσιο συμφέρον, κοινό καλό

noun (benefit of all people)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Elected officials are expected to act for the public good, not to benefit themselves.

δημόσια υγεία

noun (social schemes to benefit health)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The legislature debated the public health plan proposal last week.

συμβουλές δημόσιας υγείας

plural noun (statements providing medical information)

υγειονομική κρίση

noun ([sth] that risks the health of many people)

σύστημα δημόσιας υγείας

noun (medical services available to all)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Budget cuts severly impacted the public health system last year.

δημόσια ακρόαση, ανοιχτή ακρόαση

noun (law: open to community)

αργία

noun (national day off work)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
July 4th is a public holiday in the United States. 5th October is a public holiday in some, but not all, states of Australia.
Η 4η Ιουλίου είναι αργία στις Ηνωμένες Πολιτείες.

παμπ

noun (UK, formal (drinking establishment) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

εργατικές κατοικίες

noun (government-assisted)

δημόσια εικόνα

noun (reputation)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The corruption scandal ruined the public image of all the officials who were involved.

δημόσιο συμφέρον

noun (public's well-being)

δημόσια γη, δημόσια ιδιοκτησία

plural noun (law: government-owned land)

ασφάλεια αστικής ευθύνης

noun (against lawsuits)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

δημόσια βιβλιοθήκη

(nonprofit library)

δημόσια ανακοίνωση

noun (message to the general public)

όχληση

noun (UK (act, thing: anti-social) (επίσημο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A man was arrested earlier this evening on suspicion of creating a public nuisance.

ταραχοποιός, ταραξίας

noun (UK (person: anti-social)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Police described Smith as a public nuisance who was often under the influence of drink or drugs.

δημόσιο αξίωμα

noun (position in government)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Many good people are reluctant to run for public office because of media scrutiny.
Πολλοί άξιοι άνθρωποι είναι αρνητικοί στο να βάλουν υποψηφιότητα για δημόσια αξιώματα λόγω του ελέγχου από τα μέσα ενημέρωσης.

δημόσιος υπάλληλος

noun (person working for government)

Police officers are public officials.

κοινή γνώμη

noun (uncountable (views of many people on an issue)

δημόσια οργή, λαϊκή κατακραυγή

noun (widespread disagreement)

δημόσιο πάρκο

noun (recreational area of grassland)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
You shouldn't litter in a public park. The city planners insisted that some land be set aside for public parks.
Δεν πρέπει να ρίχνετε σκουπίδια στο δημόσιο πάρκο. Οι πολεοδόμοι απαίτησαν να τεθεί στην άκρη λίγη γη για δημόσια πάρκα.

δημόσια πολιτική

noun (law: social law principles)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
This chapter of the book covers the effect of public policy on business.
Αυτό το κεφάλαιο του βιβλίου αναφέρεται στην επιρροή που ασκεί η δημόσια πολιτική στις επιχειρήσεις.

δημόσιο προφίλ

noun (social networking: details visible to all) (κοινωνική δικτύωση)

Putting a phone number in a public profile on a social network site can be dangerous.

Εισαγγελία

noun (US (criminal proceedings)

(κύριο ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. Μαρία, Ελλάδα, Ελληνίδα κλπ.)
The Public Prosecution office refused to charge Sandra with murder, as the evidence was weak.

δημόσιο αρχείο

noun (often plural (document open to the public)

δημόσιες σχέσεις

plural noun (PR: relationship with the general public)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

επιτυχημένη κίνηση δημοσίων σχέσεων

noun ([sth] that brings good publicity or popularity)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Finding the lost puppy was a public relations coup for the police department.

υπεύθυνος δημοσίων σχέσεων

noun (manages public image)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)

δημόσια ασφάλεια

noun (prevention of accidents and injury)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ιδιωτικό σχολείο

noun (UK (private secondary school)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

δημόσιο σχολείο

noun (US (publicly-funded school)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Their children attend the public school in their neighborhood.

δημόσιος τομέας

(government administration)

δημόσιος υπάλληλος

(person in government job)

κοινωφελής υπηρεσία

noun (supplying of a service)

κοινωφελής παροχή

noun (often plural (service provided)

δημόσιος τομέας

noun (Aus, NZ (civil service)

δημόσιος χώρος

noun (area or venue accessible to everyone)

Parks and beaches are the city's prime public spaces, open to all.

άτομο που δίνει ομιλίες

noun ([sb] who gives speeches for crowds)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δημόσια ομιλία

noun (making a speech to an audience)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Public speaking is probably the worst of all my fears.

δημόσια ομιλία

noun (talk made to an audience)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I have to give a public speech today – that's why I'm feeling so nervous.

δημόσιες δαπάνες, κρατικές δαπάνες

noun (law: money spent by government)

πλατεία

noun (public place, plaza)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
There is a public square in the middle of the town.

δίκτυο PSTN

noun (communication network)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

δημόσιο τηλέφωνο

noun (payphone accessible to everyone)

Since cellphones have become common, there are fewer public telephones in many cities.

δημόσιος διαγωνισμός

noun (open bid for business)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Bids to construct the new stadium went out to public tender.

δημόσια προσφορά

noun (open bid for business)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

δημόσιες συγκοινωνίες

noun (fare-paying travel)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
The snow brought public transport to a halt.
Το χιόνι διέκοψε τη λειτουργία των δημόσιων συγκοινωνιών.

μέσα μαζικής μεταφοράς

noun (means of fare-paying travel)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
New York City's public transportation system includes both subways and buses.

δημόσιο απόθεμα

noun (government funds)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The governor was convicted of using funds from the public treasury to pay for vacations.

δημόσια έργα

plural noun (government-funded construction)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

που έρχεται σε επαφή με το κοινό

adjective (role: interacting with public)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δημοσκόπηση

noun (survey of people's views)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
According to a recent public opinion poll, Americans care more about the economy than about health care reform.

ανιδιοτελής

adjective (person: unselfish)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του public στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του public

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.