Τι σημαίνει το tongue στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης tongue στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του tongue στο Αγγλικά.

Η λέξη tongue στο Αγγλικά σημαίνει γλώσσα, γλώσσα, γλώσσα, γλώσσα, γλώσσα, αγγίζω με τη γλώσσα, δίνω γλωσσόφιλο σε κπ, φιλάω κπ με γλώσσα, δαγκώνομαι, Κατάπιες τη γλώσσα σου;, διχαλωτή γλώσσα, τα ψέλνω σε κπ, δε βγάζω μιλιά, δε λέω κουβέντα, μητρική γλώσσα, μητρική γλώσσα, το έχω στην άκρη της γλώσσας μου, γλωσσικό ολίσθημα, βγάζω τη γλώσσα μου, αρμός με αρσενικό και θηλυκό προφίλ, γλωσσοπίεστρο, χιουμοριστικός, ειρωνικά, γλωσσοδέτης, με γλωσσίδα και αύλακα, με εγκοπή και προεξοχή, επίπληξη, μου έχει δεθεί η γλώσσα κόμπος, που έχει γλωσσοδέτη, που έχει αγκυλογλωσσία. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης tongue

γλώσσα

noun (organ in mouth)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Rick bit into the juicy strawberry and felt the taste explode on his tongue.
Ο Ρικ δάγκωσε τη ζουμερή φράουλα και ένιωσε μια έκρηξη γεύσης στη γλώσσα του.

γλώσσα

noun (as meat)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Patricia served tongue for lunch.
Η Πατρίτσια σέρβιρε γλώσσα για μεσημεριανό.

γλώσσα

noun (figurative (language)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Many people struggle when trying to master another tongue.
Πολλοί άνθρωποι δυσκολεύονται όταν προσπαθούν να μάθουν μια άλλη γλώσσα.

γλώσσα

noun (strip inside top of shoe) (παπούτσι)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Jeremy put the shoe on his foot, straightened the tongue, then tied the laces.

γλώσσα

noun (figurative (manner of speaking) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Michelle always manages to say the right thing; she has a smooth tongue.

αγγίζω με τη γλώσσα

transitive verb (touch with the tongue)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
After the fight, the young man tongued his teeth, making sure they were all still there.

δίνω γλωσσόφιλο σε κπ, φιλάω κπ με γλώσσα

transitive verb (slang (French kiss) (καθομιλουμένη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Sarah found it hard to concentrate on the film, because of the two teenagers tonguing each other in the row in front of her.

δαγκώνομαι

verbal expression (figurative (refrain from saying [sth]) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

Κατάπιες τη γλώσσα σου;

expression (figurative, informal (Why aren't you talking?)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
What's the matter, has the cat got your tongue?

διχαλωτή γλώσσα

noun (split tongue of snake, etc.)

τα ψέλνω σε κπ

verbal expression (figurative, informal (scold [sb] severely) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δε βγάζω μιλιά, δε λέω κουβέντα

verbal expression (idiom (keep silent) (έκφραση)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
You must hold your tongue and not tell your mother-in-law what you really think of her cooking.

μητρική γλώσσα

noun (native language)

Juan's mother tongue is Spanish.
Η μητρική γλώσσα του Χουάν είναι τα ισπανικά.

μητρική γλώσσα

noun (first language)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
My native tongue is English, but I also speak a little French.

το έχω στην άκρη της γλώσσας μου

expression (figurative (answer, etc.: hard to recall) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

γλωσσικό ολίσθημα

noun (mistake in speaking)

βγάζω τη γλώσσα μου

verbal expression (show tongue as rude gesture)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αρμός με αρσενικό και θηλυκό προφίλ

noun (woodwork: type of slot joint) (είδος σύνδεσης)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
The woodwork teacher showed the students how to do a tongue and groove.

γλωσσοπίεστρο

(medicine)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

χιουμοριστικός

adjective (figurative (intended ironically)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He always enjoyed her teasing, tongue-in-cheek comments. Though his remark was tongue in cheek, it still hurt.

ειρωνικά

expression (figurative (ironically)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

γλωσσοδέτης

noun (hard-to-pronounce phrase)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Tongue twisters can be a useful way of improving your pronunciation.

με γλωσσίδα και αύλακα, με εγκοπή και προεξοχή

noun as adjective (woodwork joint: using a slot)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
This piece of furniture has tongue-and-groove joints.

επίπληξη

noun (figurative, informal (severe scolding)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μου έχει δεθεί η γλώσσα κόμπος

adjective (figurative (unable to speak) (αργκό, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Sometimes I get tongue-tied around new people.

που έχει γλωσσοδέτη, που έχει αγκυλογλωσσία

adjective (with congenital tongue condition)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
When I was born I was tongue-tied and needed an operation.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του tongue στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του tongue

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.