Τι σημαίνει το climbing στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης climbing στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του climbing στο Αγγλικά.
Η λέξη climbing στο Αγγλικά σημαίνει αναρριχητικός, ορειβασία, ανεβαίνω, σκαρφαλώνω, σκαρφαλώνω, ανηφορίζω, ανήφορος, παίρνω ύψος, αναρριχώμαι, μπότες ορειβασίας, σκάλα για αναρρίχηση, στροφή ανύψωσης, στροφή ανόδου, τοίχος αναρρίχησης, κάνω αναρρίχηση, αναρρίχηση σε πάγο, ορειβασία, ορειβασία, κοινωνική αναρρίχηση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης climbing
αναρριχητικόςadjective (plant: creeping) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The rear wall of the house is covered in climbing plants. Ο πίσω τοίχος του σπιτιού είναι καλυμμένος με αναρριχητικά φυτά. |
ορειβασίαnoun (sport: scaling mountains) (μόνο σε βουνό) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Climbing is a good form of exercise, as long as you are careful. Η ορειβασία είναι καλή μορφή άσκησης αρκεί να είσαι προσεκτικός. |
ανεβαίνωintransitive verb (ascend, go up) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) We still have to climb before we can descend into the valley. Ακόμα πρέπει να ανεβούμε πριν μπορέσουμε να κατεβούμε στην κοιλάδα. |
σκαρφαλώνωtransitive verb (mountain) (σε κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) He climbed the mountain. Αναρριχήθηκε στο βουνό. |
σκαρφαλώνωtransitive verb (ascend using hands and feet) (κάτι ή σε κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) He climbed the tree. Σκαρφάλωσε στο δέντρο. |
ανηφορίζωintransitive verb (slope up) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The path climbs from here. Το μονοπάτι γίνεται ανηφορικό από εδώ και πέρα. |
ανήφοροςnoun (ascent) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) The climb is steep and lasts for a mile. Η ανηφόρα είναι απότομη και συνεχίζει για ένα μίλι. |
παίρνω ύψοςintransitive verb (aircraft: go up) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The plane climbed after take-off. |
αναρριχώμαιtransitive verb (figurative (go up in organization) (μεταφορικά: σε κτ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) He spent 25 years climbing the company's ranks before becoming president of it. Ξόδεψε 25 χρόνια για να σκαρφαλώσει στην ιεραρχία της εταιρείας πριν να γίνει ο πρόεδρός της. |
μπότες ορειβασίαςplural noun (outdoor footwear) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
σκάλα για αναρρίχησηnoun (UK (playground equipment) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
στροφή ανύψωσης, στροφή ανόδουnoun (aircraft: type of ascent) (αεροσκάφος) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
τοίχος αναρρίχησηςnoun (sports equipment: wall with grips) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
κάνω αναρρίχησηverbal expression (scale mountains) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Wendy went rock climbing in Snowdonia. |
αναρρίχηση σε πάγοnoun (sport: scaling icy cliffs) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ορειβασίαnoun (mountaineering) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ορειβασίαnoun (mountaineering) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Equipment for rock climbing is expensive at the professional level. Ο εξοπλισμός για ορειβασία σε επαγγελματικό επίπεδο είναι ακριβός. |
κοινωνική αναρρίχησηnoun (advancement of one's social status) (μεταφορικά) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του climbing στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του climbing
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.