Τι σημαίνει το close στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης close στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του close στο Αγγλικά.

Η λέξη close στο Αγγλικά σημαίνει κοντά, κοντά, κοντά, στενός, στενός, δεμένος με κπ, όμοιος, παρόμοιος, κλείνω, κλείνω, όμοιος, κοινός, όμοιος, παρόμοιος, στενός, πυκνός, -, βαθύς, εντός, αυστηρός, προσεκτικός, σχολαστικός, αποπνικτικός, πνιγηρός, αμφίρροπος, επτασφράγιστος, -, σχεδόν, περίπου, κλείσιμο, τέλος, αδιέξοδο, ενώνω, ολοκληρώνομαι, κλείνω, κλείνω, κατεβαίνω, κλείνω, κλείνω, κλείνω, ολοκληρώνω, κλείνω, κλείνω, κλείνω, κλείνω, κλείνω, πλησιάζω, κλείνω, εμποδίζω τη λειτουργία, πλησιάζω, πλησιάζω, πνίγω, κλείνω, αποκλείω, μπλοκάρω, σταματώ, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, κλείνω, τελειώνω, κλείνω κπ έξω, κλείνω, κλείνω, κλείνω, κοντά ο ένας με τον άλλο, εξ επαφής, τελειώνω, ολοκληρώνω, κοντά μου, επικείμενος, κοντά, κοντινός, στο τσακ, δύσκολη απόφαση, στενός φίλος, σχεδόν το ίδιο, πολύ όμοιο, νίκη με πολύ μικρή διαφορά, βράδυ, δειλινό, κλεισίματος, θάνατος, πολύ μικρό δωμάτιο, συσπειρώνομαι, στενός,κοντινός συγγενής, παρά τρίχα, βαθύ ξύρισμα, κόντρα ξύρισμα, αποκλείω, κλείνω απ'έξω, εξισώνω, εξισώνω κτ με κτ, που τσούζει, στην περιοχή μου, πολύ κοντά στην αλήθεια, τολμηρός, πικάντικος, στην καρδιά σου, κοντά ο ένας στον άλλο, κοντινό, κοντινό, λεπτομερής, ενδελεχής, κοντινός, κοντά, αρνούμαι να ακούσω, κλείσε τα μάτια, κάνε πως δεν βλέπεις, αγνόησε, κοντοκομμένος, εφαρμοστός, στενός, κλειστός, στενόμυαλος, απόλυτος, ξεροκέφαλος, που φέρει παρωπίδες, κοντινός, που είναι κοντά, κοντινό πλάνο, κλείσιμο, σφιχτοχέρης, λακωνικός, λιγομίλητος, ολιγόλογος, ακριβομίλητος, πλησιάζω, φτάνω κοντά σε κτ, φτάνω ένα βήμα πριν από κτ, τσίμα τσίμα, κλείνω, ολοκληρώνομαι, τελειώνω, λήγω, κλείνω, τερματίζω, λήγω, πλησιάζω, φτάνω, έρχομαι, πλησιάζω, φτάνω, έρχομαι, έρχομαι κοντά στη φύση, έρχομαι κοντά, τσούζω, στενή παρακολούθηση, έχω κπ/κτ κοντά μου, δεν απομακρύνομαι, μένω κοντά σε κπ/κτ, έχω υπό στενή παρακολούθηση, δίνω προσοχή, προσέχω, προσέχω ιδιαίτερα, προσέχω ιδιαιτέρως, κλείνω τα μάτια, ρίχνω μια προσεκτική ματιά, ρίχνω μια προσεκτική ματιά, υπερβολικά κοντά, υπό στενή παρακολούθηση, υπό στενή παρακολούθηση, από κοντά, από κοντά, κοντινός. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης close

κοντά

adverb (nearby)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Keep your phone close, in case he calls!
Έχε σιμά σου το τηλέφωνο, μήπως τηλεφωνήσει!

κοντά

adjective (near)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Be careful, the 'edit' and 'delete' buttons are dangerously close!
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Τα σπίτια τους είναι σε κοντινή απόσταση.

κοντά

preposition (near to) (σε κάτι/κάποιον)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The bank is close to the post office.
Η τράπεζα είναι κοντά στο ταχυδρομείο.

στενός

adjective (relation: near) (η σχέση, όχι οι συγγενείς)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The two boys are close cousins.
Τα δυο αγόρια είναι κοντινά ξαδέρφια.

στενός

adjective (people: intimate)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Jill and I are close friends.
Η Τζιλ και εγώ ήμαστε στενές φίλες.

δεμένος με κπ

(figurative (intimate with) (μεταφορικά, καθομιλουμένη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ben has always been close to his sister.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Έχω πολύ στενή σχέση με τα ξαδέρφια μου, παρόλο που ζουν στο εξωτερικό.

όμοιος, παρόμοιος

adjective (closely associated)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Her philosophy is close to that of Roger, who was her teacher and mentor.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Έχουμε παρεμφερείς απόψεις για θέματα διαπαιδαγώγησης.

κλείνω

transitive verb (shut)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Please close the window.
Σε παρακαλώ κλείσε το παράθυρο.

κλείνω

intransitive verb (become shut)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The door slowly closed.
Η πόρτα έκλεισε αργά.

όμοιος, κοινός

adjective (united)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Their views about history are extremely close.

όμοιος, παρόμοιος

adjective (similar)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The twins are close in appearance.
Τα δίδυμα μοιάζουν εμφανισιακά.

στενός

adjective (relationship: intimate) (σχέση)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
They have a close, romantic relationship.

πυκνός

adjective (compact, tight)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
My sweater has a close weave.

-

adjective (fitting tightly) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
This key is a close fit to the lock.
Το κλειδί ταιριάζει ακριβώς στην κλειδαριά.

βαθύς

adjective (cut near to the base) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I prefer a straight razor because it gives me a close shave.
Προτιμώ τα ίσια ξυραφάκια γιατί προσφέρουν πιο βαθύ ξύρισμα.

εντός

adjective (on topic) (μεταφορικά: θέμα)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Please stay close to the question under discussion.
Σε παρακαλώ, μην ξεφεύγεις από το υπό συζήτηση ερώτημα.

αυστηρός, προσεκτικός, σχολαστικός

adjective (rigorous)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
A close examination will reveal that the theory is correct.

αποπνικτικός, πνιγηρός

adjective (informal (atmosphere: stuffy)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The atmosphere in the room was close.

αμφίρροπος

adjective (contest: almost even)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Alan won a close race.
Ο Άλαν κέρδισε έναν αμφίρροπο αγώνα.

επτασφράγιστος

adjective (secret: well guarded) (για μυστικό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The information was a close secret.

-

adjective (confined) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
The guards kept the prisoner at close quarters.
Οι φύλακες είχαν από κοντά τον κρατούμενο.

σχεδόν, περίπου

(nearly equal, almost)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
You and I are close to the same height.

κλείσιμο

noun (act of closing)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
You have to finish by close of business today.

τέλος

noun (conclusion)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The conference came to a close.
Το συνέδριο έφτασε στο τέλος του.

αδιέξοδο

noun (UK (cul-de-sac)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
We live on a lovely close near the edge of town.

ενώνω

intransitive verb (unite)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Her hands closed in prayer as she bowed her head.
Τα χέρια της ενώθηκαν σε θέση προσευχής, καθώς έσκυβε το κεφάλι της.

ολοκληρώνομαι

intransitive verb (end)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The proceedings closed on time.

κλείνω

intransitive verb (cease to operate)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
My favourite restaurant closed.

κλείνω

intransitive verb (store: cease trading) (μαγαζί)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The store closed at nine pm.
Το μαγαζί έκλεισε στις 9 μμ.

κατεβαίνω

intransitive verb (end performances) (τέλος παραστάσεων)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The play closes on Monday.

κλείνω

intransitive verb (financial: market day end)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The market closed on a high today.

κλείνω

transitive verb (fill in)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The builders closed the wall with the last brick.

κλείνω, ολοκληρώνω

transitive verb (conclude)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The final speaker closed the session.

κλείνω

transitive verb (block)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Workers have closed the road.

κλείνω

transitive verb (join, unite)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The people closed the circle by joining hands.

κλείνω

transitive verb (finalize) (οριστικοποιώ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Let's close the negotiations now.
Ας κλείσουμε τις διαπραγματεύσεις τώρα.

κλείνω

transitive verb (informal (make a sale) (μια συμφωνία)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The salesman hopes to close the deal today.

κλείνω

transitive verb (cease operations)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The company closed the factory on Christmas day.

πλησιάζω

transitive verb (nautical: approach) (σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The ship closed land that morning.

κλείνω

phrasal verb, intransitive (business: cease trading) (επιχείρηση)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
When the doctor was killed, the clinic was forced to close down.
Όταν ο γιατρός σκοτώθηκε, η κλινική έπρεπε να διακόψει τις εργασίες της.

εμποδίζω τη λειτουργία

phrasal verb, transitive, separable (prevent [sth] from operating) (επιχείρηση)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The Women's Anti-Exploitation League vowed to close down the porno shop.
Ο Σύνδεσμος Γυναικών Κατά της Εκμετάλλευσης ψήφισε να εμποδίσει τη λειτουργία του καταστήματος ειδών σεξ.

πλησιάζω

phrasal verb, intransitive (pursuit: get closer)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The enemy was closing in; the soldier clutched his rifle and prepared to fight to the death.

πλησιάζω

phrasal verb, transitive, inseparable (pursuit: get closer)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Drive faster! The cops are closing in on us!
Οδήγα γρηγορότερα! Οι μπάτσοι μας πλησιάζουν!

πνίγω

phrasal verb, transitive, inseparable (figurative (make claustrophobic) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Inside the small room, he felt like the walls were closing in on him.
Μέσα στο μικρό δωμάτιο, ένιωθε σαν να τον έπνιγαν οι τοίχοι.

κλείνω, αποκλείω, μπλοκάρω, σταματώ

phrasal verb, transitive, separable (block, shut off)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The police closed off the road due to a bad accident.
Η αστυνομία έκλεισε (or: απέκλεισε) τον δρόμο εξαιτίας ενός σοβαρού ατυχήματος.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

phrasal verb, intransitive (US (discount stock)

κλείνω

phrasal verb, transitive, separable (US (account: terminate)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τελειώνω

phrasal verb, transitive, separable (sport: bring to end)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The team closed the game out with a goal in the final minute to win 3-1.

κλείνω κπ έξω

phrasal verb, transitive, separable (exclude, prevent from entering)

Bill closed the dog out of the room.

κλείνω

phrasal verb, intransitive (shop: shut)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
He closed up and counted the day's takings.
Έκλεισε και μέτρησε τα έσοδα της ημέρας.

κλείνω

phrasal verb, intransitive (wound: heal)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The wound will gradually close up over time.
Η πληγή θα κλείσει σταδιακά με τον καιρό.

κλείνω

phrasal verb, transitive, separable (shut)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nina closed up the shop and went home.
Η Νίνα έκλεισε το κατάστημα και πήγε στο σπίτι.

κοντά ο ένας με τον άλλο

adverb (near together)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
People who work on submarines learn to live at close quarters with others.
Όσοι εργάζονται σε υποβρύχια μαθαίνουν να ζουν κοντά ο ένας με τον άλλο.

εξ επαφής

adverb (from near the target) (πυροβολισμός)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Despite security checks, the assassin managed to smuggle a pistol into the press conference, and shot the President from close range.

τελειώνω, ολοκληρώνω

verbal expression (end or complete [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Everyone at the meeting was tired and cranky, so we brought it to a close.

κοντά μου

adjective (convenient, nearby)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
In flu season, keep a box of tissues close at hand.

επικείμενος

adjective (figurative (imminent)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
"Nuclear war is close at hand!" was emblazoned on the black and yellow leaflets.
«Ένας πυρηνικός πόλεμος είναι επικείμενος!», ήταν σχεδιασμένο με έντονους χαρακτήρες στα μαύρα και κίτρινα φυλλάδια.

κοντά

adverb (near, in close proximity)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Gerald's sister lives close by so it's easy for him to visit her.

κοντινός

adjective (near)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Is there a close-by store where we could buy eggs?

στο τσακ

noun (informal, figurative (narrow escape)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Phew! That was a close call. I thought he was going to ask to see my ID.
Αμάν! Στο τσακ τη γλιτώσαμε. Πίστευα πως θα ζητήσει να δει την ταυτότητά μου.

δύσκολη απόφαση

noun (informal, figurative ([sth] hard to decide)

It was a close call, but they declared him the winner.

στενός φίλος

noun (intimate acquaintance)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Tom is a close friend of mine.
Ο Τομ είναι στενός μου φίλος.

σχεδόν το ίδιο, πολύ όμοιο

noun (pairing of two similar things)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Mom's handbag and shoes are not exactly the same color, but they are a very close match.
Η τσάντα χειρός και τα παπούτσια της μητέρας μου δεν έχουν ακριβώς το ίδιο χρώμα, αλλά είναι πολύ όμοια.

νίκη με πολύ μικρή διαφορά

noun (sports: very close scores) (σπορ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
It was a close match but the Seagulls won on penalties.

βράδυ, δειλινό

noun (end of the day, evening)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κλεισίματος

adjective (at end of the day) (σε γενική)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)
Close-of-day equity prices for domestic and foreign stock exchanges are available from many on-line sources.

θάνατος

noun (euphemism (death) (ευφημισμός)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
In his famous poem, Dylan Thomas urges that approaching death is to be resisted, that "old age should burn and rave at close of day".

πολύ μικρό δωμάτιο

plural noun (cramped space)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Considering its close quarters, the rent on the apartment was outrageous.

συσπειρώνομαι

verbal expression (group: stay united)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

στενός,κοντινός συγγενής

noun (member of immediate family)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Only her close relations were invited to the wedding ceremony.

παρά τρίχα

noun (figurative (narrow escape) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He walked away from the accident knowing he had just had a close shave with death.

βαθύ ξύρισμα, κόντρα ξύρισμα

noun (facial hair: trim) (κυριολεκτικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I can't seem to get a close shave with my electric razor.

αποκλείω

verbal expression (figurative (rule out, exclude) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The politician's latest comments, unfortunately, closed the door on a peace agreement between the two countries.
Τα τελευταία σχόλια της πολιτικού δυστυχώς απέκλεισαν την προοπτική μιας ειρηνικής συμφωνίας μεταξύ των δύο χωρών.

κλείνω απ'έξω

transitive verb (on [sb]: shut door to exclude) (κυριολεκτικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εξισώνω

verbal expression (figurative (equalize [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εξισώνω κτ με κτ

verbal expression (figurative (equalize [sth])

που τσούζει

expression (figurative (affecting [sb] personally) (μτφ, ανεπ, καθομιλουμένη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I was upset by the film; the issues raised in it were very close to home.

στην περιοχή μου

expression (locally)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I like to shop close to home to support local businesses.

πολύ κοντά στην αλήθεια

adjective (figurative, informal (uncomfortably close to the truth)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τολμηρός, πικάντικος

expression (UK, figurative (potentially offensive) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

στην καρδιά σου

expression (cherished, important)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
It's a subject that's close to my heart.

κοντά ο ένας στον άλλο

adjective (near to one another,)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
If his eyes weren't so close together, he'd be almost handsome.

κοντινό

noun (film shot: up close) (πλάνο)

The actress said that she was ready for her close-up.

κοντινό

noun (photo: taken up close)

In the closeup, she is smiling self-consciously at the photographer.

λεπτομερής, ενδελεχής

adjective (intimate, detailed)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The book provides a close-up insight into the film star's life.

κοντινός

adjective (very near)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The photographer is taking some close-up shots of the fashion model.

κοντά

adverb (from very near)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Matt moved close up so he could get a better view of the painting.

αρνούμαι να ακούσω

verbal expression (figurative (refuse to listen to [sth])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κλείσε τα μάτια

verbal expression (shut your eyelids) (κυριολεκτικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
When you feel stressed, just relax, close your eyes and take deep breaths.

κάνε πως δεν βλέπεις, αγνόησε

verbal expression (figurative (ignore [sth]) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Most families close their eyes to the fact that they're responsible for their children's failure.

κοντοκομμένος

adjective (hair, grass: cut short) (φυτά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

εφαρμοστός, στενός

adjective (clothing: tight) (ενδύματα)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Her close-fitting dress emphasised her slim figure.

κλειστός

adjective (family, community: close) (κοινωνία)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Welsh mining villages formed close-knit communities bonded together by Religion and Rugby.

στενόμυαλος, απόλυτος, ξεροκέφαλος, που φέρει παρωπίδες

adjective (blinkered, intolerant)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He's so close-minded I can't discuss politics with him at all.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Κάποια άτομα σε αγροτικές περιοχές ακόμη φέρουν παρωπίδες και απορρίπτουν τα μοντέρνα ήθη.

κοντινός

adjective (figurative (position: close-up)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
It was a close-range shot and there was no way the police officer could miss.
Ήταν μια κοντινή βολή, ο αστυνόμος ήταν αδύνατον να αστοχήσει.

που είναι κοντά

adjective (near each other)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Justin has close-set eyebrows.

κοντινό πλάνο

noun ([sth] seen from very near)

κλείσιμο

noun (cessation of work or business)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The health and safety inspector ordered a complete closedown until the factory could be made safe.

σφιχτοχέρης

adjective (miserly, stingy) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

λακωνικός, λιγομίλητος, ολιγόλογος, ακριβομίλητος

adjective (figurative (reluctant to divulge information)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πλησιάζω

(approach)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
She warned him not to come near, as she was still contagious.

φτάνω κοντά σε κτ, φτάνω ένα βήμα πριν από κτ

verbal expression (figurative (nearly do [sth]) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
After I lost my job and my son died, I came near to having a breakdown.
Όταν απολύθηκα και έχασα τον γιο μου, παραλίγο να καταρρεύσω.

τσίμα τσίμα

noun (informal, figurative (finishing just in time) (ανεπίσημο: οριακά, ίσα ίσα)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κλείνω, ολοκληρώνομαι, τελειώνω, λήγω

verbal expression (finish)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
As the evening drew to a close, the orchestra played a final waltz.
Καθώς τελείωνε η βραδιά, η ορχήστρα έπαιξε ένα τελευταίο βαλς.

κλείνω, τερματίζω, λήγω

verbal expression (bring to an end)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
After an hour on the phone, she drew the conversation to a close.

πλησιάζω, φτάνω, έρχομαι

intransitive verb (time: approach) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Christmas is getting close again.

πλησιάζω, φτάνω, έρχομαι

intransitive verb (move very near)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
He got so close I could see every blackhead on his face.

έρχομαι κοντά στη φύση

verbal expression (spend time outdoors)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Mary loves plants and her job as a botanist allows her to get close to Nature.

έρχομαι κοντά

(become intimate or friendly) (μεταφορικά)

My best friend and I grew close during several classes we took together in our final year of college.

τσούζω

verbal expression (figurative (affect [sb] personally) (μτφ, καθομιλουμένη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Even though he wasn't talking about me, the speaker's comments about being sympathetic to your children hit close to home.

στενή παρακολούθηση

verbal expression (monitor [sth], [sb] attentively)

Parents of teenagers have to keep a close watch on everything they do.

έχω κπ/κτ κοντά μου

(keep nearby)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Claire decided to work from home so that she could keep her children close.

δεν απομακρύνομαι

(stay near)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Tina told the twins to keep close as they crossed the busy road.

μένω κοντά σε κπ/κτ

verbal expression (stay near)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Keep close to me when we're at the concert; I don't want you to get lost.

έχω υπό στενή παρακολούθηση

verbal expression (monitor [sth], [sb] constantly) (κάποιον/κάτι)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δίνω προσοχή, προσέχω

verbal expression (take notice)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I was paying close attention but I still have no idea how the magician lifted your watch!

προσέχω ιδιαίτερα, προσέχω ιδιαιτέρως

verbal expression (take notice of [sth])

Pay close attention to what I say because I won't repeat it.

κλείνω τα μάτια

verbal expression (close your eyelids) (κυριολεκτικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I have a big surprise for you, so shut your eyes and I'll bring it in.

ρίχνω μια προσεκτική ματιά

verbal expression (examine, inspect [sth])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
If you take a close look, you'll see that this banknote has no watermark - it's a forgery.
Αν ρίξεις μια προσεκτική ματιά, θα δεις ότι το χαρτονόμισμα δεν έχει υδατογράφημα· είναι πλαστό.

ρίχνω μια προσεκτική ματιά

verbal expression (examine, inspect [sth])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Before buying a used car, I take a careful look at the engine.

υπερβολικά κοντά

adjective (dangerously near to [sth/sb])

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
The suspicious-looking man was too close for comfort, so we crossed the street.

υπό στενή παρακολούθηση

adverb (being watched intently)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The government kept the official under close surveillance.

υπό στενή παρακολούθηση

adjective (watched intently)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

από κοντά

adverb (at close range)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

από κοντά

adverb (face to face, intimately) (καθομιλουμένη)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

κοντινός

adjective (intimate, close-up)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του close στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του close

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.