Τι σημαίνει το clear στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης clear στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του clear στο Αγγλικά.

Η λέξη clear στο Αγγλικά σημαίνει διαφανής, σαφής, προφανής, ξεκάθαρος, καθαρός, απρόσκοπτος, ανεμπόδιστος, διαυγής, καθαρός, αψεγάδιαστος, ανοίξω, καθαρίζω, καθαρός, φωτεινός, καθαρός, βέβαιος, σίγουρος, καθαρός, καθαρός, ελεύθερος από, καθαρός, καθαρός, απλός, προηγούμαι, μακριά, άνοιγμα, καθαρίζω, εγκρίνομαι, καθαρίζω, μαζεύω τα πιάτα, καθαρίζω, καθαρίζω, αδειάζω, καθαρίζω, ξεμπλέκω, ξεμπερδεύω, περνώ, περνάω, περνάω, προσπερνάω, καθαρίζω, απαλάσσω, δίνω άδεια, βγάζω καθαρό κέρδος, εξοφλώ, αποπληρώνω, εγκρίνω, περνάω, εκκενώνω, ανοίγω, απελευθερώνω, καθαρίζω, μαζεύω, αδειάζω τη γωνιά, απομακρύνομαι, φεύγω, φεύγω, μαζεύω κτ από κτ, βγάζω κτ από κτ, τακτοποιώ, συμμαζεύω, διευκρινίζω, αποσαφηνίζω, υποχωρώ, βελτιώνομαι, όλα εντάξει, όλα εντάξει, ευδιόρατος, καθάριος, προφανής, πασιφανής, σκέτος ζωμός, καθαρή συνείδηση, καθαρίζω κτ, ξεκαθαρίζω, κάν' την, δίνε του, καθαρίζω κτ, διάφανο πλαστικό, διάφανος πλαστικός, καθαρός ουρανός, κάνω λίγο χώρο, βρίσκω χρόνο, ηρεμώ τα πνεύματα, αερίζω, ξεσκονίζω, φρεσκάρω, προετοιμάζω το έδαφος, ξεχορταριάζω, ξεχιονίζω, ανοίγω δρόμο, ανοίγω δρόμο, καθαρή σκέψη, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, καθαρίζω το όνομα μου, ξεροβήχω, σαφής, ξεκάθαρος, αποψιλώνω, με λαμπερά μάτια, διορατικός, ακριβής, οξυδερκής, νηφάλιος, εκκαθάριση, μη κρυπτογραφημένο κείμενο, πεντακάθαρος, ξεκάθαρος, πεντακάθαρος, ασφαλής, χωρίς υποχρεώσεις, αδέσμευτος, μένω μακριά από κπ/κτ, καθαρά και δυνατά, καθαρός, ξεκάθαρος, σαφής, εξηγώ, ξεκαθαρίζω, αποσαφηνίζω, διευκρινίζω, ξεκαθαρίζω, ξεκαθαρίζω σε, είμαι σαφής, πανεύκολος, απλό κείμενο, αποφεύγω, κρατάω απόσταση από, αποφεύγω, αποφεύγω, ελεύθερο το πεδίο, με καθαρή τη συνείδησή μου. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης clear

διαφανής

adjective (transparent)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He poured water into a clear glass.
Έριξε νερό σε ένα διαφανές ποτήρι.

σαφής

adjective (unambiguous)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The message of the new law is clear.
Το μήνυμα του νέου νόμου είναι ξεκάθαρο (or: σαφές).

προφανής, ξεκάθαρος

adjective (evident)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The truth is clear to us.
Η αλήθεια είναι προφανής σ' εμάς.

καθαρός

adjective (with sharp definition)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
This television has a clear picture.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Το αστρικό φαινόμενο ήταν πιο ευκρινές από το βορινό μπαλκόνι του σπιτιού.

απρόσκοπτος, ανεμπόδιστος

adjective (view, path: unobstructed)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The students have a clear view of the teacher.
Οι μαθητές βλέπουν καθαρά τον δάσκαλο.

διαυγής, καθαρός

adjective (limpid)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
They swam in clear mountain pools.
Κολύμπησαν σε κρυστάλλινες λίμνες στο βουνό.

αψεγάδιαστος

adjective (skin: flawless) (δέρμα, επιδερμίδα)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
You're so lucky to have such beautiful, clear skin!
Είσαι τόσο τυχερή που έχεις τέτοιο δέρμα, όμορφο και αψεγάδιαστο!

ανοίξω

transitive verb (unobstruct)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He had surgery to clear the blocked artery.
Έκανε εγχείρηση για να του ανοίξουν τη βουλωμένη αρτηρία.

καθαρίζω

transitive verb (remove)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The ploughs have to clear snow from the roads.
Τα εκχιονιστικά πρέπει να καθαρίσουν το χιόνι από τους δρόμους.

καθαρός

adjective (cloudless)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The sky is clear today.

φωτεινός

adjective (bright)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
That is a nice, clear, blue colour.

καθαρός

adjective (of pure color)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Her eyes were a clear blue.

βέβαιος, σίγουρος

adjective (with no uncertainty)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The soldiers are clear about their mission.

καθαρός

adjective (free of guilt) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The police officer does his job with a clear conscience.

καθαρός

adjective (calm, serene) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I always leave my yoga class with a clear mind.

ελεύθερος από

adjective (without debts or obligation) (μεταφορικά)

It's hard to get a loan that's clear of interest.
Είναι δύσκολο να πάρεις δάνειο χωρίς τόκο.

καθαρός

adjective (without deductions)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
You'll make a clear twenty thousand.

καθαρός, απλός

adjective (not encoded)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The message was clear; no one had scrambled it.

προηγούμαι

adjective (sports: ahead)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The away team is now 20 points clear.

μακριά

adverb (away from) (από κάποιον/κάτι)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Keep clear of him. He's dangerous.
Μείνε μακριά του. Είναι επικίνδυνος.

άνοιγμα

noun (unobstructed space)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He pushed through the opposing players and out into the clear, ready to receive the ball.

καθαρίζω

intransitive verb (become clear)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The sky cleared after the rain.

εγκρίνομαι

intransitive verb (check, account: be settled)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The check will clear in five days.

καθαρίζω

intransitive verb (become free of anxiety, etc.) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Just relax, and let your mind clear.

μαζεύω τα πιάτα

intransitive verb (clean a table after eating)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I'll serve dinner, and you clear when they have finished eating.

καθαρίζω

transitive verb (remove [sth] unwanted from)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We will clear the land, and then plant new grass.
Θα αποψιλώσουμε τη γη και μετά θα φυτέψουμε νέο χορτάρι.

καθαρίζω

transitive verb (make transparent)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Clear the water with a fine mesh filter.

αδειάζω, καθαρίζω

transitive verb (remove or disperse) (προφορικό: ένα μέρος από κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The police cleared the street of onlookers.
Η αστυνομία απομάκρυνε τους περίεργους από τον δρόμο.

ξεμπλέκω, ξεμπερδεύω

transitive verb (disentangle)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Let's clear our lines and resume fishing.

περνώ

transitive verb (jump over)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The runner cleared all of the hurdles.
Ο δρομέας πέρασε όλα τα εμπόδια.

περνάω

transitive verb (pass over) (πάνω από κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The plane cleared the treetops.

περνάω

transitive verb (pass under) (κάτω από κάτι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The top of the trailer cleared the bridge with inches to spare.

προσπερνάω

transitive verb (pass by)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The lobster boat cleared the shoals safely.

καθαρίζω

transitive verb (purify)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We cleared the air with a filter.

απαλάσσω

transitive verb (acquit) (από κατηγορίες)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The court cleared the suspect of all charges.

δίνω άδεια

transitive verb (approve, give permission)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The security office cleared the visitors to enter.

βγάζω καθαρό κέρδος

transitive verb (earn after expenses)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Anne cleared a million in income this year.
Η Αν καθάρισε ένα εκατομμύριο φέτος.

εξοφλώ, αποπληρώνω

transitive verb (eliminate: a debt)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
This final cheque will clear your debt.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Μπορείς να ξεπληρώσεις το χρέος σου σε λίγες δόσεις.

εγκρίνω

transitive verb (bank check: accept) (επιταγή)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The bank cleared your check, so the purchase is now official!
Η τράπεζα ενέκρινε την επιταγή σου, οπότε η αγορά ολοκληρώθηκε!

περνάω

transitive verb (check: pass through)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We will meet you after you clear customs.

εκκενώνω

transitive verb (building, land: vacate)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
There was a fire alarm and everyone had to clear the building.

ανοίγω, απελευθερώνω

transitive verb (schedule: make time available) (δεν υπήρχε διαθεσιμότητα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Kate cleared her schedule so that she could visit her mother in hospital.

καθαρίζω, μαζεύω

phrasal verb, transitive, separable (put away neatly)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
After the meal, Fiona began clearing away the plates.

αδειάζω τη γωνιά

phrasal verb, intransitive (slang (go away) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Josie's little brother was annoying her, so she told him to clear off.
Ο μικρός αδερφός της Τζόσι την εκνεύριζε. Γι' αυτό του είπε να της αδειάζει τη γωνιά.

απομακρύνομαι, φεύγω

phrasal verb, intransitive (slang (leave a place)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The fire alarm went off and everybody had to clear out.
Χτύπησε ο συναγερμός πυρκαγιάς κι όλοι έπρεπε να εκκενώσουν τον χώρο.

φεύγω

(slang (leave: a place) (από κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
My landlord's given me a week to clear out of my flat.
Ο σπιτονοικοκύρης μου έδωσε μια βδομάδα για να φύγω από το διαμέρισμα.

μαζεύω κτ από κτ, βγάζω κτ από κτ

phrasal verb, transitive, separable (space: remove clutter)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Anita cleared out all the closets in preparation for the move.
Η Ανίτα έβγαλε όλα τα ρούχα από τις ντουλάπες για να ετοιμαστεί για τη μετακόμιση.

τακτοποιώ, συμμαζεύω

phrasal verb, transitive, separable (make tidy)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Maria told the children to clear their toys up when they'd finished playing with them.
Η Μαρία είπε στα παιδιά να μαζέψουν τα παιχνίδια τους, όταν τελειώσουν το παιχνίδι.

διευκρινίζω, αποσαφηνίζω

phrasal verb, transitive, separable (figurative (clarify)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I was hoping that you could clear something up for me.
Ήλπιζα ότι μπορούσες να μου διευκρινίσεις κάτι.

υποχωρώ

phrasal verb, intransitive (ailment: get better)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The doctor told me the rash would clear up in about six weeks.
Ο γιατρός μου είπε ότι το εξάνθημα θα υποχωρήσει σε περίπου έξι βδομάδες.

βελτιώνομαι

phrasal verb, intransitive (weather: improve)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The weather soon cleared up and the sun came out.
Ο καιρός άνοιξε γρήγορα και βγήκε ήλιος.

όλα εντάξει

noun (signal that there is no danger)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
When the fire drill was done, the principal gave the all clear.

όλα εντάξει

noun (figurative (signal to go ahead)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ευδιόρατος, καθάριος

adjective (visible, easy to see) (κυριολεκτικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Despite the police spokesman's denial, the onlooker's video showed the policeman's unprovoked aggression, as clear as day.

προφανής, πασιφανής

adjective (figurative (obvious, easy to understand) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
It was clear as day to me that the Prime Minister had no intention of honouring his promises.
Ήταν προφανές (or: πασιφανές) για μένα ότι η πρωθυπουργός δεν είχε την πρόθεση να εκπληρώσει τις υποσχέσεις της.

σκέτος ζωμός

noun (colourless soup)

Starting 8 hours before the surgery, his wife fed him only clear broth.

καθαρή συνείδηση

noun (no guilty feelings)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Now that I've returned her the favour at last, I have a clear conscience.

καθαρίζω κτ

(remove clutter from) (από άχρηστα αντικείμενα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
If you clear off the dining table, we can play cards there.
Αν καθαρίσεις το τραπέζι όπου φάγαμε, θα μπορέσουμε να παίξουμε χαρτιά.

ξεκαθαρίζω

(clutter: remove)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mike cleared the papers off his desk.
Ο Μάικ ξεκαθάρισε τα χαρτιά που ήταν πάνω στο γραφείο του.

κάν' την, δίνε του

interjection (slang (go away) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I'm busy now - clear off!

καθαρίζω κτ

verbal expression (clutter: remove from a space) (άχρηστα αντικείμενα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We need to clear all the junk out of the attic.
Πρέπει να καθαρίσουμε τη σοφίτα από όλη αυτή τη σαβούρα.

διάφανο πλαστικό

noun (transparent material)

These food containers are made of clear plastic.

διάφανος πλαστικός

adjective (material: transparent)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He carries his identification card in a clear plastic case to protect it from wear.
Έχει βάλει την ταυτότητά του σε μια διάφανη πλαστική θήκη για να την προστατέψει από τα νερά.

καθαρός ουρανός

noun (no clouds)

κάνω λίγο χώρο

verbal expression (remove clutter)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
If you could just clear some space on your desk, I'll set the computer up there.

βρίσκω χρόνο

verbal expression (make time)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Could you clear some space on your calendar to spend some time with her?

ηρεμώ τα πνεύματα

verbal expression (figurative (resolve tensions) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
After our dreadful argument the day before, he telephoned me to apologise and to clear the air, after which I felt much happier.

αερίζω, ξεσκονίζω, φρεσκάρω

verbal expression (remove pollutants) (κυριολεκτικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The machine is designed to clear the air of dust and pollen.

προετοιμάζω το έδαφος

verbal expression (figurative (prepare for [sth]) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ξεχορταριάζω

verbal expression (area: rid of weeds, etc.) (κυριολεκτικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Before they could even think about building shelters, they had to clear the ground of hundreds of large rocks.

ξεχιονίζω

verbal expression (shovel snow away from)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I must clear the snow from the driveway so I can drive my car to work.

ανοίγω δρόμο

verbal expression (path: remove obstacles) (κυριολεκτικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
They took out the old walnut grove to clear the way for the bypass.

ανοίγω δρόμο

verbal expression (figurative (remove obstacles) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
City council approval cleared the way for the new mall.

καθαρή σκέψη

noun (rational, lucid thought)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
It's no use panicking - only clear thinking and cool heads will see us through this crisis.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

verbal expression (US (sportsperson: be unsigned)

καθαρίζω το όνομα μου

verbal expression (prove your innocence)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
You'll have to sue that slanderer in court in order to clear your name.

ξεροβήχω

verbal expression (cough before speaking)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The butler respectfully cleared his throat.

σαφής, ξεκάθαρος

adjective (figurative (unambiguous, well defined) (κυριολεκτικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
It's a clear-cut case of fraud.

αποψιλώνω

transitive verb (forestry: cut all trees in an area) (κυριολεκτικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Clear-cutting on steep slopes can cause erosion.

με λαμπερά μάτια

adjective (literal (with bright eyes)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

διορατικός

adjective (figurative (person: perceptive)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ακριβής

adjective (figurative (description: accurate)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

οξυδερκής

adjective (figurative (seeing the truth)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He wasn't able to fool his clear-sighted mother.

νηφάλιος

adjective (mainly US (lucid) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

εκκαθάριση

noun (UK (getting rid of unneeded things)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μη κρυπτογραφημένο κείμενο

noun (computing: not encrypted) (πληροφορική)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
You don't need to decrypt it; the message is already in cleartext!
Δε χρειάζεται να το αποκρυπτογραφήσεις˙ το μήνυμα είναι, ήδη, απλό κείμενο.

πεντακάθαρος

adjective (figurative (obvious) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The chief executive made his opposition to the proposal crystal clear.

ξεκάθαρος

adjective (figurative (easy to understand)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
His explanation was crystal clear.

πεντακάθαρος

adjective (water: pure, clean) (κυριολεκτικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
She swam in the crystal-clear water. // The water up in the mountains is crystal clear.

ασφαλής

adjective (safe, out of danger)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The fox was in the clear after it swam across a wide river. They were in the clear after crossing the raging river.
Η αλεπού ήταν ασφαλής αφού διέσχισε το μεγάλο ποτάμι. Ήταν ασφαλείς αφού πέρασαν το άγριο ποτάμι.

χωρίς υποχρεώσεις, αδέσμευτος

adjective (free of debt, obligations)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μένω μακριά από κπ/κτ

verbal expression (figurative, informal (avoid)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

καθαρά και δυνατά

adverb (loudly and clearly)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
I hear you loud and clear; we'll do the project your way.

καθαρός, ξεκάθαρος, σαφής

adjective (figurative (obvious)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The voters sent a loud and clear message in favor of reforms.

εξηγώ, ξεκαθαρίζω, αποσαφηνίζω, διευκρινίζω

transitive verb (clarify, state clearly)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Let me make clear that I don't object to the person, only to his policies. I just want to make it clear that I won't accept any swearing.
Θέλω να ξεκαθαρίσω ότι δεν αντιτίθεμαι στο πρόσωπο, μόνο στις τακτικές του. Θέλω να ξεκαθαρίσω ότι δεν θα αποδεχτώ βλασφημίες.

ξεκαθαρίζω

verbal expression (informal (be unambiguous about [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sandra likes to make it clear who's boss.

ξεκαθαρίζω σε

verbal expression (explain or clarify [sth] to [sb]) (εξηγώ οριστικά)

είμαι σαφής

verbal expression (speak plainly)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
You must never do that again – have I made myself clear?

πανεύκολος

noun (figurative (easy course)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

απλό κείμενο

noun (computing: uncoded text)

Use the button on the right to switch between plain text and the WYSIWYG editor.

αποφεύγω

verbal expression (avoid)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Stay clear of him, he's a bad influence!

κρατάω απόσταση από

verbal expression (keep a distance away from)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Stay clear of the fire line; only fire fighters are allowed past the yellow tape.
Κράτησε απόσταση από τη γραμμή. Μόνο οι πυροσβέστες επιτρέπεται να περάσουν την κίτρινη κορδέλα.

αποφεύγω

(keep away)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Steer clear of that guy - he's trouble.

αποφεύγω

verbal expression (informal (avoid)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I try to steer clear of fried foods.

ελεύθερο το πεδίο

expression (no one is there)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

με καθαρή τη συνείδησή μου

adverb (without guilt)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I resigned immediately and left the office with a clear conscience.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του clear στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του clear

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.