Τι σημαίνει το ladder στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης ladder στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του ladder στο Αγγλικά.
Η λέξη ladder στο Αγγλικά σημαίνει σκάλα, κλίμακα, σκίζω, σκίζομαι, τρύπα, κλίμακα, ιεραρχία, ανεβαίνω στην κλίμακα της ιεραρχίας, ιεραρχία, ιχθυοδίοδος, είδος καρέκλας, που δεν χάνει πόντους, -, σκάλα από σκοινί. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης ladder
σκάλαnoun (set of rungs for climbing) (φορητή, όχι κτιρίου) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) John used the ladder to climb onto the roof to clean out the gutters. Ο Τζον χρησιμοποίησε μια σκάλα για να ανέβει στη στέγη και να καθαρίσει την υδρορροή. |
κλίμακαnoun (figurative (corporate ladder) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Dan started working as an intern and worked his way up the ladder over the next few decades. |
σκίζωtransitive verb (UK (tear: tights, stockings) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I laddered my tights trying to climb over the fence. Έσκισα το καλσόν μου προσπαθώντας να σκαρφαλώσω πάνω από τον φράκτη. |
σκίζομαιintransitive verb (UK (tights, stockings: run) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) My stockings were so sheer, they laddered after ten minutes' wear. Το καλσόν μου ήταν τόσο λεπτό που σκίστηκε δέκα λεπτά αφού το φόρεσα. |
τρύπαnoun (tights: run) (καλσόν) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Stacy's tights had a ladder in them. |
κλίμακα, ιεραρχίαnoun (figurative (advancement in a job) (ανεβαίνω στην) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Peter works a lot of overtime in hopes that he can climb the career ladder quickly. |
ανεβαίνω στην κλίμακα της ιεραρχίαςverbal expression (figurative (advance your career) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) He was determined to climb the ladder and become the company chairman one day. |
ιεραρχίαnoun (figurative (hierarchy within a business) (ετερείας, επιχείρησης) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ιχθυοδίοδοςnoun (allows fish past a dam) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
είδος καρέκλαςnoun (type of chair) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
που δεν χάνει πόντουςadjective (UK (of stockings, tights) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
-noun (figurative (progress from cheaper to more expensive housing) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) When they were approved for a home loan, they were able to leave their apartment and move up the property ladder. |
σκάλα από σκοινίnoun (ladder made primarily of rope) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The best way to get up the tree was by the rope ladder. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του ladder στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του ladder
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.